Σε μια εποχή που η προβολή ταινιών έχει περάσει στις οθόνες των σπιτιών και στις streaming πλατφόρμες, λίγες ιστορίες έχουν τη δύναμη να συγκινούν όπως εκείνη του μικρού κινηματογράφου στις Βουκολιές Χανίων. Το «Σινέ Ακροπόλ» δεν υπήρξε απλώς μια αίθουσα προβολής. Υπήρξε ένας χώρος που ένωνε τους κατοίκους του χωριού μπροστά στη μεγάλη οθόνη. Εκεί έβγαιναν στο πρώτο ραντεβού, εκεί έκαναν χαβαλέ, εκεί έβλεπαν τους αγαπημένους τους ηθοποιούς δίπλα στους αγαπημένους τους ανθρώπους.
Το Δημοτικό Σχολείο Βουκολιών με το ντοκιμαντέρ “Σινέ Ακροπόλ, ο Σινεμάς των Βουκολιών”, το Cinema Paradiso των Χανίων, μας υπενθυμίζει μία εποχή που έχει ανεπιστρεπτί περάσει… έως ότου ξαναεπιστρέψει. Σημειώνουμε ότι το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε και στο φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων.
Μία πρωτοποριακή ιδέα
Ο κινηματογράφος δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 από την οικογένεια Γερεουδάκη, γνωστούς εμπόρους των Βουκολιών. Όπως σημειώνεται από την Όλγα Γερεουδάκη, μέλος της οικογένειας, επρόκειτο για μια πρωτοποριακή ιδέα, που ξεκίνησε σε ένα κτήριο-σύμβολο: την πρώτη αστική πολυκατοικία του χωριού, με το σινεμά στο ισόγειο και διαμερίσματα στον επάνω όροφο.
«Πώς ακριβώς σκέφτηκε η οικογένειά μου να φτιάξει σινεμά δεν ξέρω. Παρόλα αυτά όλες οι ιδέες ήταν πρωτοποριακές» θυμάται χαρακτηριστικά ένας από τους συγγενείς των ιδρυτών.
Τα εγκαίνια, γύρω στο 1970, αποτέλεσαν πολιτιστικό γεγονός για την περιοχή. Για τα παιδιά του χωριού, όπως λέει ο Γιώργος Καλαϊτζάκη, σημερινός αντιδήμαρχος Πλατανιά ο οποίος όμως στα νιάτα του είχε εργαστεί στο συγκεκριμένο σινεμά, «η πρώτη εντύπωση από την κινούμενη εικόνα στον τοίχο έμεινε αποτύπωμα στο μυαλό μου».
Οι μέρες της ακμής: Προβολές, θέατρα, πλήθος κόσμου
Το σινεμά λειτουργούσε αρχικά δύο φορές τη βδομάδα – συνήθως Σάββατο και Τετάρτη – με διπλές προβολές. Αργότερα, αυξήθηκαν σε τρεις: Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο. Προβάλλονταν ταινίες όλων των ειδών: περιπέτειες, ταινίες καράτε, ελληνικές κωμωδίες, θρίλερ – ακόμη και ερωτικές, αυστηρώς για άνδρες.
Το καλοκαίρι, ο χώρος μετατρεπόταν σε θερινή πολιτιστική σκηνή, φιλοξενώντας θεατρικά σχήματα ακόμη και από την Αθήνα. Ειδικές προβολές γίνονταν για τα σχολεία, με εκπαιδευτικά φιλμ ή πατριωτικά θέματα.
Η πρώτη ταινία που προβλήθηκε ήταν το “Nakay”, κόβοντας 300 εισιτήρια, ενώ ακολούθησαν τα “Πάθη του Χριστού” με 400 εισιτήρια. Όπως αναφέρει η Μαρία Καλαϊτζάκη, ανηψιά του ιδιοκτήτη:
«Εγώ ήμουν στο ταμείο και όταν τελείωνε η είσοδος, πήγαινα μέσα να δω την υπόλοιπη ταινία. Μας άρεσαν πολύ τα έργα – κυρίως τα καλά, γιατί στα άλλα… έφευγα».
Το σινεμά ως κοινωνική μνήμη
Πίσω από το ταμείο και τους προβολείς, πίσω από τις εικόνες που φώτιζαν το πανί, υπήρχε πάντα η ανθρώπινη εμπειρία. Όπως εξομολογείται ο τότε χειριστής της μηχανής προβολής Στέλιος Μαρινάκης ο οποίος εργάστηκε από το 1987 και μετά:
«Ήταν κάτι ωραίο. Έβλεπα ταινίες κάθε εβδομάδα. Για μένα ήταν δουλειά και ψυχαγωγία μαζί».
Η εμπειρία του κινηματογράφου περιλάμβανε διάλειμμα στη μέση κάθε ταινίας – όχι μόνο για ανάπαυση, αλλά και για να ενισχυθεί το ταμείο με πωλήσεις ξηρών καρπών και αναψυκτικών. Το ηχείο στην ταράτσα του κτηρίου έπαιζε μουσική πριν την προβολή, συμβάλλοντας στην εορταστική ατμόσφαιρα κάθε βραδιάς.
Σύμφωνα με τον τότε χειριστή Γιώργο Καλαϊτζάκη, πολλές σκηνές κόβονταν λόγω λογοκρισίας, και τελικά συνενώνονταν σε ένα ξεχωριστό καρούλι, το λεγόμενο “απαγορευμένο κομμάτι”.
Όταν η πίεση του κοινού κορυφωνόταν, άλλαζε η μηχανή και ξεκινούσε… η «τσόντα», σε μια ιδιότυπη συμφωνία σινεμά – θεατών:
«Γινόταν χαμός. Σφυρίγματα, σχόλια, φωνές από κάτω: “Χασάπη, ρίξε τσόντα!”».
Όταν η τηλεόραση και το βίντεο έκλεισαν την αυλαία
Όπως συμβαίνει με δεκάδες κινηματογράφους της επαρχίας, το Σινέ Ακροπόλ δεν άντεξε την πίεση των τεχνολογικών αλλαγών. Η έλευση της τηλεόρασης, των βιντεοκασετών και αργότερα των DVD, έφερε ραγδαία πτώση στα εισιτήρια. Όπως περιγράφει ο Στέλιος Μαρινάκης, ένας από τους τελευταίους διαχειριστές:
«Ήταν μαθηματική ακρίβεια ότι θα κλείσει. Δεν μπορούσε να συντηρηθεί. Όλοι είχαν τηλεόραση. Με 300 δραχμές έπαιρνες βίντεο και έβλεπες ό,τι ήθελες στο σπίτι».
Το σινεμά έκλεισε τη δεκαετία του ’90, αφήνοντας πίσω του μνήμη, νοσταλγία και ένα κενό πολιτισμού.
Το όνειρο της επαναλειτουργίας – και η πραγματικότητα
Παρά τις αναμνήσεις και την αγάπη της τοπικής κοινωνίας, η επαναλειτουργία του σινεμά αποδείχθηκε ανέφικτη. Όπως λέει η Όλγα Γερεουδάκη:
«Θα ήθελα να το ξανανοίξω. Ήταν όνειρό μου. Αλλά δεν είναι θέμα μόνο χρημάτων. Δεν υπάρχουν τα χέρια για να δουλέψουν. Είναι αδύνατο πλέον».
Ένα τέλος γεμάτο φως
Το Σινέ Ακροπόλ υπήρξε κάτι περισσότερο από αίθουσα. Ήταν κοινωνικός κόμβος, πολιτιστικό οχυρό, πύλη στον κόσμο για το χωριό. Τα παιδιά που είδαν εκεί την πρώτη τους ταινία, οι έφηβοι που έζησαν τις πρώτες συγκινήσεις, οι οικογένειες που συνδέθηκαν με τη μαγεία της εικόνας, διατηρούν μια κοινή ανάμνηση:
«Ειλικρινά λυπήθηκα όταν έκλεισε. Εδώ μέσα περάσαμε ευχάριστες στιγμές. Είναι εποχή που δεν επιστρέφει», λέει ο Βαρδής Καλογεράκης, τακτικός θαμώνας του σινεμά
Δείτε το πολύ όμορφο ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων:



