Γράφει ο Ιωάννης Κουρουτάκης
Ο Δαβίδ Λίβινγκστον γεννήθηκε στη Σκωτία, όχι μακριά από τη Γλασκώβη στις 19 Μαρτίου 1813. Η οικογένειά του ήταν πολύ μεγάλη και πολύ φτωχειά. Οι γονείς του με μεγάλες στερήσεις προσπαθούσαν να αναθρέψουν τα επτά παιδιά τους (ο Δαβίδ ήταν το δεύτερο). Ο πατέρας του έκανε τον πλανόδιο έμπορο και αυτός μόλις συμπλήρωσε τα δέκα χρόνια του, άρχισε να εργάζεται με μεγάλη όρεξη και προθυμία, σ’ ένα υφαντουργείο, δέκα και πλέον ώρες την ημέρα. Με τα πρώτα χρήματα που έβγαλε αγόρασε βιβλία και άρχισε να τα διαβάζει με μανία, ενώ παράλληλα φοιτούσε μετά τη δουλειά του σε νυχτερινο σχολείο. Ήταν πολύ μελετηρός. Μελετούσε μόνος του λατινικά, μαθηματικά και κατόρθωσε να μάθει πολύπλοκες έννοιες γεωγραφίας και βοτανικής.
Είχε τρομερή θέληση για μάθηση, είχε επιδοθεί μόνος του στην Ιατρική επιστήμη, μάθεινε Ελληνικά και παρακολουθούσε μαθήματα θεολογίς. Και να μα μη μένει ούτε στιγμή αργόσχολος, Άκουσον! Άκουσον! έλυνε ασκήσεις φυσικής, χημείας, γεωλογίας κλπ στο γραφείο του δόκτορος Γιάνγκ που τον υποστήριζε και τον βοηθούσε.
Τέλος στις 18 Δεκεμβρίου του 1840 σε ηλικία 27 ετών, ενώ ήταν ήδη γιατρός και μόλις είχε χειροτονηθεί πάστορας, επιβιβάστηκε στο ατμόπλοι «Τζωρτζ», για να πάει στη Νότιο Αφρική, όπου τον έστειλε η Ιεραποστολική Εταιρία του Λονδίνου. Η Ιεραποστολική αποστολή του Δαβίδ Λίβινγκστον μόλις άρχιζε.
Μετά από πολύμηνο ταξίδι έφτασε στην πόλη του Ακρωτηρίου. Από ‘κει κατευθύνθηκε προς το Κουρουμάν όπου ερωτεύτηκε την κόρη του Ρόμπερτ Μόφφατ δασκάλου και φίλου του, τη γλυκιά, όμορφη, εύσπλαχνη και έξυπνη, με ηθικές αρχές και αρκετά ωραία Μαρία. Τυπικό δείγμα ιδανικής συντρόφου για τον Ιεραπόστολο, έκανε τη νοσοκόμα, τη δασκάλα, τη μαγείρισσα. Οι ιθαγενείς την ονόμασαν Σάντα – Μαρία, δηλαδή η Αγία Μαρία.
Στο Μαμπότσε, όχι πολύ μακριά από το Κουρουμάν, η αξιοθαύμαστη αυγή γυναίκα έφτιαξε μόνη της το σπίτι τους, την εκκλησία και το σχολείο. Μέσα σε λίγα χρόνια χάρισε στον Λίβινγκστον τέσσερα παιδιά.
Ο Λίβινγκστον μοιράζεται με την γυναίκα του την Ιεραποστολική του πείρα, την βοηθά στην διεύθυνση του σχολείου, του ιατρείου, στο έργο του προσηλυτισμού των ιθαγενών που βασίζεται στην αγάπη, την κατανόηση, την αλληλεγγύη, τον σεβασμό των παραδόσεών των, την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους κ.λπ.
Οκτώ ολόκληρα χρόνια ο Λίβινγκστον έζησε στην Μποτσουάνα με μία φυλή ιθαγενών που ονομάζονταν Κουένα. Ο φύλαρχός τους ο Σεκέλε στο τέλος έμαθε να γράφει τα Αγγλικά, φόρεσε ευρωπαϊκά ρούχα, βαπτίστηκε χριστιανός, και έδιωξε το απειράριθμο χαρέμι του εκτός από μία. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και αρκετοί από την φυλή του. Ο Λίβινγκστον βρισκόταν στους ουρανούς.
Όμως τώρα ο Λίβινγκστον αποφάσισε να αλλάξει έδρα. Είχε αποφασίσει ότι αρκετά είχε κάνει τον Ιεραπόστολο με μόνιμη έδρα. Ήθελε να πάει κι αλλού στον Βορρά.
Έτσι εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που του προσφέρθηκε. Δέχτηκε να κάνει τον οδηγό σε δυό πλούσιους Άγγλους που του ζήτησαν να τους οδηγήσει πέρα από την έρημο Καλαχάρι, την οποία θεωρούσαν τότε «Σαχάρα του Νότου». Μετά την Καλαχάρι ανακάλυψε την λίμνη Νγκάμι και έστειλε λεπτομερείς εκθέσεις, για τον γεωγραφικό, γεωλογικό, εθνογραφικό, ζωολογικό χαρακτήρα της περιοχής στη Βασιλική Γεωγραφική Εταιρία του Λονδίνου, που άρχισε να αντιλαμβάνεται πως αυτός… ο Λίβινγκστον, έχει στόφα μεγάλου εξερευνητή. Οι λεπτομέρειες αυτές ήσαν υπερ-πολύτιμες διότι κανείς άλλος μέχρι τότε δεν τις είχε αναφέρει.
Τις απειλητικές διαθέσεις μερικών φυλών, ήξερε να τις διαλύει με την γλυκύτητα, την αφοπλιστική του απλότητα και την εμπιστοσύνη που τους έδειχνε. Στα μέσα του καλοκαιριού του 1851 έφτασε στις όχθες του ποταμού Ζαμβέζη, οι πηγές του οποίου βρίσκονταν στην πορτογαλική ενδοχώρα της Μοζαμβίκης και της Αγγόλας.
Η γυναίκα του η Μαρία, στο μεταξύ, ήταν πολύ άσχημα στην υγεία της και ο Λίβινγκστον αποφάσε μαζί με τα παιδιά του να τους στείλει το γρηγορότερο στην Αγγλία.
Το πρόβλημα της δουλειάς είχε φτάσει στο απροχώρητο και ο Λίβινγκστον δεν ήθελε να κινδυνεύσουν τα αγαπημένα του πρόσωπα. Έτσι στις 23 Απριλίου 1852 η γυναίκα του με τα τέσσερα παιδιά τους, έφυγαν από την πόλη του Ακρωτηρίου για την Αγγλία.
Από το καλοκαίρι του 1852 ως το καλοκαίρι του 1856 επιχείρησε πολλές αποστολές από την Λινυάντη στο Σαν Πάολο της Λουάντα, στην Αγγόλα. Από ‘κει πάλι στην Λινηάντη, στη Μοζαμβίκη, στον Ινδικό Ωκεανό. Και πού δεν πήγε. Διέσχιζε λίμνες και ποτάμια, καταρράκτες, έμενε σε απομονωμένα χωριά, αντιμετώπιζε ελλείψεις, απίστευτες περιπέτειες, υπέφερε από αρρώστιες, αλλά αντιμετώπιζε με αδάμαστη γενναιότητα και επιμονή τους πάντες και τα πάντα. Διέσχιζε χιλιάδες μίλια, οροπέδια, βουνά, δάση, πεδιάδες. Έγραφε, κατέγραφε, σχολίαζε και περιέγραφε προσεκτικά τα γεγονότα και τις παρατηρήσεις κάθε ημέρας τις έστελνε συνεχείς ανταποκρίσεις στην Αγγλία. Και γενικά στην Ευρώπη, που τον παρακολουθούσε έκπληκτη με θαυμασμό.
Συνέβαλε αποφασιστικά στην διόρθωση γεωγραφικών λαθών και εσφαλμένων αντιλήψεων, καθώς επίσης στον εκπολιτισμό και την απελευθέρωση των καταπιεζόμενων πληθυσμών. Στο ταξίδι του προς τη Μοζαμβίκη βρέθηκε στην αγοραπωλησία δούλων. Παρέστη μάρτυρας φρικτών πράγματι περιστατικών για τα οποία μιλάει στις σελίδες του πολύτιμου ημερολογίου του. Πολλές φορές συναντούσε ατέλειωτες σειρές από δεμένους κατά ζεύγη, τελείως εξαντλημένους νέγρους, που τους φέρονταν βάναυσα και τους μαστίγωναν έγχρωμοι και Άραβες δουλέμποροι.
Μερικές φορές ζητούσε να εξαγοράσει μερικούς δυστυχισμένους, αλυσοδεμένους δούλους είτε δίδοντας χρήματα, είτε δώρα στους δουλέμπορους. Στη συνέχεια τους έλεγε: «Είσθε ελεύθεροι, πηγαίνετε όπου θέλετε». Αλλά αυτοί γεμάτοι ευγνωμοσύνη –μη τολμώντας να απομακρυνθούν– ενώνονταν με τη συνοδεία του.
Όλα αυτά τα αισχρά και τα αποτρόπαια, όλα αυτά τα σκάνδαλα της μεταχείρισης των δούλων αλλά και τη συνενοχή των κρατικών υπαλλήλων με τους Άραβες δουλέμπορους αφού τα κατέγραφε ο Λίβινγκστον, τα κατήγγειλε τόσο στον Άγγλο βασιλιά, όσο και στην πορτογαλική κυβέρνηση. Τότε συνέβη ένα δυσάρεστο γεγονός. Οι επικεφαλής της Ιεραποστολικής Εταιρίας του Λονδίνουν του έκοψαν την επιχορήγηση που του έδιναν. Απτόητος όμως Μεγάλος αυτός Άνθρωπος απάντησε. «Δεν πειράζει, θα κάνω μόνος μου ότι πρέπει και θα ευγνομωνώ όποιον με βοηθήσει, αφού τα σχέδιά μου εμπνέονται, όπως πιστεύω από τον θεό, οπότε τα μέσα για την πραγματοποίησή τους θα βρεθούν ασφαλώς από αλλού».
Όταν την παραμονή των Χριστουγέννων του 1856 ξαναγύρισε στην Αγγλία, οι πάντες τον ετίμησαν. Έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές από διάφορα επιστημονικά και πολιτιστικά ιδρύματα, ανηγορεύθη διδάκτωρ του Δικαίου του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, μίλησε στη Βασιλική Γεωγραφική Εταιρία καθώς και στο Δουβλίνο και αλλού για τα γεωγραφικά προβλήματα της Αφρικής. Ένα χρόνο και δυό μήνες έμεινε στην Αγγλία κοντά στην αγαπημένη του οικογένεια.
Τότε η κυβέρνηση Πάλμερστον του αναθέτει μια νέα επιστημονική αποστολή στην Ανατολική Αφρική. Την αποδέχεται και φεύγει με τη γυναίκα του, τον γιό του Όσγουλε και τον αδελφό του Κάρολο στις 10 Μαρτίου 1858. Η γυναίκα του άρρωστη και έγκυος πάλι έφυγε για το Κουραμάν (το πατρικό της σπίτι) για να ξεκουραστεί. ο Λίβινγκστον με τους στενούς συνεργάτες του έφυγε για τις ακτές της Μοζαμβίκης τον μήνα Μάιο του 1858.
Με ένα μικρό πλοιάριο αγγλικής κατασκευής ο διάσημος πλέον εξερευνητής πραγματοποίησε, σύμφωνα με τη νέα του αποστολή, την πλήρη γεωγραφική αναγνώριση του μέσου Ζαμβέζη, αν μπορεί δηλαδή να πλεύσει κανείς ως τον καταρράκη Βικτώρια, και τι ασφάλεια παρέχει για τις αποστολές και το εμπόριο γενικά. Είναι αδύνατο να περιγράψει κανείς τις διαδρομές, τις στάσεις, τις ανακαλύψεις του υπεράνθρωπου αυτού ανθρώπου, ο οποίος με τρομερή σχολαστικότητα, ρωτούσε, μάθαινε, περιέγραφε ζωντανά το κάθε τι που συναντούσε.
Τον Απρίλιο του 1862 η πιστή σύντροφός του Μαρία, εξαντλημένη από τους πυρετούς της ελονοσίας πέθανε σε ένα μικρό σπιτάκι απέναντι από τον Ζαμβέζη. Η λύπη δεν εμείωσε την ηρωική επιμονή του Λίβινγκστον, που με συνεχείς προσπάθειες διέσχισε 2,5 χιλιάδε μίλια στον Ινδικό Ωκεανό για να φτάσει στην Βομβάη. Από ‘κει έφυγε για την Αγγλία, όπου του έγινε εξαιρετική υποδοχή. Στην Αγγλία κατήγγειλε σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο την πολιτική της Πορτογαλίας σχετικά με το δουλεμπόριο. Παρουσιάζοντας ακαταμάχητα ντοκουμέντα κατάφερε να συγκινήσει την κοινή γνώμη και να προκαλέσει τον διορισμό μιας κοινοβουλευτικής επιτροπής ερεύνης.
Το 1865 ο Πρόεδρος της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας σερ Ρόντερικ Μέρτσισον, με τη συγκατάθεση του πρωθυπουργού Πάλμερστον, του ανέθεσε μια νέα αποστολή: να λύσει το πρόβλημα των Υδάτων στην Κεντρική Αφρική. Πού βρισκόταν η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των λεκανών του Νείλου, του Ζαμβέζη και του Κονγκό;
Έφυγε για τη Ζανζιβάρη όπου μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτιου του 1866 οργάνωσε την τέταρτη αποστολή του αποτελούμενη από 13 ντόπιους, 10 νησιώτες της Γιοχάνα και 13 νέγρους. Πριν φτάσει στην λίμνη Ταγκανίκα όλοι οι άντρες της αποστολής του λιποτάκτησαν, φοβούμενοι τους δουλέμπορους για να δικαιολογήσουν την λιποταξία τους οι βαστάζοι που έφτασαν στη Ζανζιβάρη, είπαν πως δέχτηκαν επίθεση από την φυλή Ματσιτού, και ότι ο αρχηγός, ο Λίβινγκστον, είχε σκοτωθεί.
Η είδηση του θανάτου του συγκλόνισε την Ευρώπη ολόκληρη, μέχρι που τελικά διαπιστώθηκε πως ήταν ζωντανός και πήγαινε προς την περιοχή της Ταγκανίκα. Εδώ, έμεινε περίπου τέσσερις μήνες και έγινε η βάση των αποστολών του, για την αναζήτηση των πηγών του Νείλου.
Είναι πράγματι αδύναντον να περιγράψει κανείς τα ιεραποστολικά ταξίδια του Λίβινγκστον σε μερικά φύλλα, τη στιγμή που ολόκληροι τόμοι δεν φτάνουν. Είναι αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς τον συγκλονιστικό αυτό άνθρωπο, στη συγκλονιστική του πορεία να ανακαλύψει τις πηγές του Νείλου.
Πέθανε πριν τελειώσει την αποστολή του. πέθανε το 1873, εξαντλημένος, σακατεμένος από τους ελώδεις πυρετούς. Η σορός βαλσαμώθηκε. Έκλεισαν την καρδιά του σε ένα τενεκεδένιο κουτί και την έθαψαν κάτω από ένα μπάο μπαμ της περιοχής. Το σώμα, αφού έμεινε 15 μέρες στον ήλιο, το ράντισαν με αλάτι και ρακί. Στη συνέχεια το τοποθέτησαν σ’ ένα κλειστό σάκο με κατραμωμένο πανί και μετά από οκτάμηνη πορεία έφτασαν στη Ζανζιβάρη, όπου το φόρτωσαν στο πλοίο για την Αγγλία.
Στην επίσημη κηδεία στου Ουεστμίνστερ παρευρέθησαν οι πάντες. Όλοι τον θρήνησαν. Ο πρωθυπουργός, η κυβέρνηση, οι υπουργοί, οι βουλευτές και χιλιάδες απλοί άνθρωποι. Όλοι είχαν κάτι να πουν γι’ αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο. Και ξέχωρα απ’ όλα τ’ άλλα. Και πάνω απ’ όλα τ’ άλλα.
Η εκστρατεία, τα γραπτά, οι παρεμβάσεις του Δαβίδ Λίβινγκστον κατά της δουλείας, είχαν πολύ μεγάλη επίδραση στην απόφαση της κυβερνήσεων να βάλει τέρμα στο δουλεμπόριο στην Ανατολική Αφρική.