Το Σάββατο το βράδυ ήμουν στον Σταυρό του Νότου, όπου εμφανίστηκαν οι Σπύρος Γραμμένος και Δημήτρης Μητσοτάκης. Δεν θα μιλήσω γενικά για την παράσταση. Θα μιλήσω μόνο για ένα στιγμιότυπο. Ο Γραμμένος έχει αυτόν τον ιδιότυπο συνδυασμό χιούμορ και σπαραγμού, θα έλεγα σε βαθμό ακραίο. Έχουν προηγηθεί λοιπόν αστεία με τον (Δημήτρη) Μητσοτάκη, αρκετά από τα κωμικά τραγούδια του Σπύρου, και μετά, στο δεύτερο μέρος, μας λέει «θέλω σε αυτό το σημείο να σας παίξω ένα τραγούδι που έγραψα χθες το βράδυ, για ένα παιδί που το 2008 στις 6 του Δεκέμβρη του πήραν τη ζωή, και ένα ακόμη παιδί που του κατέστρεψαν και προσπαθούν από τότε συνεχώς να του καταστρέφουν τη ζωή, με κάθε τρόπο. Έχω δανειστεί στον πρώτο στίχο τη μελωδία από το “Κάποτε θα ρθουν”».
Το Σάββατο το βράδυ ήμουν στον Σταυρό του Νότου, όπου εμφανίστηκαν οι Σπύρος Γραμμένος και Δημήτρης Μητσοτάκης. Δεν θα μιλήσω γενικά για την παράσταση. Θα μιλήσω μόνο για ένα στιγμιότυπο. Ο Γραμμένος έχει αυτόν τον ιδιότυπο συνδυασμό χιούμορ και σπαραγμού, θα έλεγα σε βαθμό ακραίο. Έχουν προηγηθεί λοιπόν αστεία με τον (Δημήτρη) Μητσοτάκη, αρκετά από τα κωμικά τραγούδια του Σπύρου, και μετά, στο δεύτερο μέρος, μας λέει «θέλω σε αυτό το σημείο να σας παίξω ένα τραγούδι που έγραψα χθες το βράδυ, για ένα παιδί που το 2008 στις 6 του Δεκέμβρη του πήραν τη ζωή, και ένα ακόμη παιδί που του κατέστρεψαν και προσπαθούν από τότε συνεχώς να του καταστρέφουν τη ζωή, με κάθε τρόπο. Έχω δανειστεί στον πρώτο στίχο τη μελωδία από το “Κάποτε θα ρθουν”».
Μου έλεγε μετά ο Σπύρος ότι αυτό που θέλει είναι να μην ξεχάσουμε. Ούτε τον Γρηγορόπουλο, ούτε τον Ρωμανό, να μην αφήσουμε να συμβούν αυτά χωρίς να μιλήσουμε ή χωρίς να φωνάξουμε. Το τραγούδι δεν έχει τον αέρα του επικαιρικού σχολίου, είναι ένα τραγούδι ποιητικό στη στιγουρχική του, που έχει πολύ έντονη την ατμόσφαιρα μιας αποσβολωμένης οργής.
Μιλά για νέους που «θα λένε τ’ όνομά του βουρκωμένοι» και αποτυπώνει την οργή για το ότι ο Ρωμανός επιλέγεται ως ένας αναρχικός που έχει χαραγμένη στην ιστορία του τη μνήμη του Δεκέμβρη με τον πιο οδυνηρό τρόπο, έχει αρκετό υλικό για τα κανάλια από την αστυνομική βαρβαρότητα του Βελβεντού, την εκδικητική στάση του κράτους σε σχέση με τις σπουδές του, και τώρα έρχεται να προστεθεί ένα ακόμη δικαστικό σκάνδαλο, η προφυλάκισή του για ένα αποτύπωμα σε σακούλα στο ανατιναγμένο διαμέρισμα. Στο πρόσωπό του ενώνονται αυτές οι δύο ιστορίες, της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου και μιας παράλογης απόφασης, που μας προετοιμάζει για τις διαθέσεις του κράτους στο εξής.
Το «όσοι δεν μπορούν να κοιμηθούν» των στίχων του Σπύρου αγγίζει μια ευαίσθητη χορδή αυτής της ιστορίας: τι μας κρατάει ξάγρυπνους τα βράδια. Η επίσκεψη του πρωθυπουργού στην πολυκατοικία όπου έγινε η έκρηξη μας είχε προϊδεάσει για το τι ακριβώς επιδιώκεται να επιτευχθεί στο πρόσωπο του Ρωμανού. Για μια ακόμα φορά, το κράτος ζυγίζει τα επικοινωνιακά του οφέλη αδιαφορώντας για ένα ακόμη μελλοντικό φιάσκο της αστυνομίας και της δικαιοσύνης, και το κάνει χαιρέκακα, ποδοπατώντας ζωές που βρίσκονται στον δρόμο του.
Το ξέρουμε όμως όλοι, και αυτό νομίζω ότι μένει από ένα τέτοιο τραγούδι, ότι αυτές οι ζωές τσακίζονται αλλά δεν καταστρέφονται, γιατί μπροστά στο να είσαι αυτός που χειρίζεται κανάλια και δικαστές για να παίζει παιχνίδια με τις ζωές των άλλων, υπάρχει μια μορφή υπερηφάνιας που δεν συντρίβεται, και είναι η υπερηφάνια των ανθρώπων που δεν έγιναν «ηθικολόγοι που βρυχώνται απ’ τα μπαλκόνια», δεν έγιναν πιόνια, μπάτσοι ή συκοφάντες. Κι έτσι, δεν θα τους πλέξουν το εγκώμιο τα κανάλια, θα «λερώνονται τοίχοι» με το μήνυμά τους. Σε αυτόν τον κόσμο θα μιλήσει ένα τέτοιο τραγούδι, ως αντιστάθμισμα στην ωμή κακοφωνία των ημερών.
Ήταν πολύ συγκινητικό όταν έπαιξε ο Σπύρος αυτό το τραγούδι και όταν ακούστηκε το «Λευτεριά στον Νίκο Ρωμανό» από τη σκηνή. Χαίρομαι που ανεβαίνει στο διαδίκτυο και αυτή τη συγκίνηση θα τη μοιραστούν και άλλοι, γιατί αυτό που προέχει τώρα είναι να μιλήσει και η δική μας πλευρά, με όλους τους τρόπους, μέχρι να αποδοθεί δικαιοσύνη για τον Νίκο Ρωμανό.
Αυτοί είναι οι στίχοι του τραγουδιού. Σχηματίζουν ακροστιχίδα με τα ονόματα Νίκος Ρωμανός και Αλέξης Γρηγορόπουλος, διαβάζοντας κάθετα τα bold γράμματα.
Με λόγια ξένα
Νέα δεν έχω να σου πω
Ιδια η μέρα πάντα όπως η τελευταία
Κάθε πρωί το πρόσωπο εκεί να με κοιτάζει
Ολόλευκο, σαν τ’ όχημα που έφυγες
Σήμερα μιλούσανε για μένα
Ραβδίσαν άγρια τα λουλούδια πριν ανθίσουνε
Ωδές κραυγάζαν λυρικοί με λόγια ξένα
Μανάδες κλάψαν άλλη μια φορά για σένα
Ακόμα ένα θα σου σβήσω εγώ κερί
Νέοι θα λένε τ’ όνομά σου βουρκωμένοι
Οσα γραφτήκαν σε μια κόλλα από χαρτί
Σκίζουνε σήμερα οι διπλοκλειδωμένοι
Αδεια κελιά, άδειες ψυχές και μέσα χιόνι
Λευκά σεντόνια στα κρεβάτια των φιλήσυχων
Ελληνικός καφες, μυαλά μονάχα σκόνη
Ξέρω πως άσπρη μέρα δεν τους ξημερώνει
Ηθελα φέτος στη γιορτή μου να σε βρω
Σ’ ένα παγκάκι, στα κρυφά σε κάποιο πάρκο
Γρήγορα όσα έχουν γίνει να σου πω
Ρυθμό να πιάσουμε, να σπάσουν οι χορδές μας
Ηθικολόγοι να βρυχώνται απ’ τα μπαλκόνια
Γαγγραινικά μέλη σωμάτων ασφαλείας
Ορθιοι να πέφτουν ωχροί σαν τα λεμόνια
Ραδιενεργά κομμάτια, τρίμματα βαγόνια
Οσοι απόψε δεν μπορούν να κοιμηθούν
Παγοκρυστάλλοι που αιωρούνται στον αέρα
Ολη τη νύχτα σε μυαλά οδοιπορούν
Υπεραιμία προκαλούν σ’ άδεια κεφάλια
Λερώνουν τοίχους, με μπογιές, το μήνυμά σου
Οπως κι εκείνο τον Δεκέμβρη που ήταν χάλια
Σκισμένη ή καρδιά, φλεγόμενα μπουκάλια