Με το Διαχειριστικό Σχέδιο του Φρουρίου Σπιναλόγκας να παίρνει πρόσφατα το «πράσινο φως» ομόφωνα από τα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ), ο φάκελος της υποψηφιότητάς του στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO είναι πλέον πλήρης.
Η κατάθεσή του στο Κέντρο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO θα πραγματοποιηθεί στο τέλος του μήνα, σηματοδοτώντας την αντίστροφη μέτρηση για την πιθανή ένταξη της νησίδας στον κατάλογο του διεθνούς οργανισμού. «Η πιθανή ένταξη της νησίδας θα αποτελέσει το πρώτο μνημείο της Κρήτης που θα συμπεριληφθεί στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO», δήλωσε η γενική γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη.
Σημειώνεται ότι το Φρούριο Σπιναλόγκας αποτελεί τον δεύτερο σε επισκεψιμότητα αρχαιολογικό χώρο της Κρήτης, μετά το ανάκτορο της Κνωσού και τον έκτο στην Ελλάδα. «Μετά τη Σπιναλόγκα, προσδοκούμε το επόμενο να είναι η εγγραφή των Μινωικών Ανακτορικών Κέντρων, επειδή ο Μινωικός Πολιτισμός δεν έχει ακόμα ενταχθεί στον Κατάλογο της UNESCO», συμπλήρωσε η κ. Βλαζάκη.
Το τελευταίο ελληνικό μνημείο που εντάχθηκε στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO ήταν ο αρχαιολογικός χώρος των Φιλίππων τον Ιούλιο του 2017.
Πληρούνται τα κριτήρια για την ένταξη
Για να ενταχθεί ένα μνημείο στον εν λόγω κατάλογο θα πρέπει να πληροί τουλάχιστον δυο κριτήρια. Κάτι που συμβαίνει με τη Σπιναλόγκα καθώς, μεταξύ άλλων, συνιστά εξέχον παράδειγμα ενός αρχιτεκτονικού συνόλου, αλλά και τοπίου που μαρτυρεί μια ή περισσότερες σημαντικές φάσεις στην ανθρώπινη ιστορία, επίσης συνδέεται με απτό τρόπο με γεγονότα ή ζωντανές παραδόσεις εξέχουσας οικουμενικής σημασίας.
Ως προς το Διαχειριστικό Σχέδιο του Φρουρίου Σπιναλόγκας, οι κύριοι άξονες των στόχων του αφορούν την προστασία του από φυσικές και ανθρωπογενείς απειλές, τη στερέωση, συντήρηση και αποκατάστασή του, τις προτάσεις επεμβάσεων και ανάδειξής του, την αναβάθμιση των υποδομών του -όπως η μετάβαση στη νησίδα, η σήμανση και οι διαδρομές περιήγησης-, την έρευνα και την εκπαίδευση, καθώς και τη διαχείριση και προβολή του. Όπως σημειώθηκε στη συνεδρίαση του ΚΑΣ, έχει ήδη πραγματοποιηθεί ένα πολύ μεγάλο έργο αποκατάστασης στη Σπιναλόγκα, τη στιγμή, «τρέχει» στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2014-2020 ένα μεγάλο έργο προϋπολογισμού 900.000 ευρώ, ενώ αναμένεται να ξεκινήσουν κι άλλα έργα.
Η αρχαία Καλυδών που έγινε Λεπροκομείο
Η οχυρή νησίδα της Σπιναλόγκας έχει έκταση 85 στρ. και 53 μ. υψόμετρο. Βρίσκεται στη βόρεια είσοδο του κόλπου της Ελούντας στον Νομό Λασιθίου, σε θέση κλειδί για τον έλεγχο του φυσικού λιμανιού της. Ο χώρος περιτειχίστηκε κατά την αρχαιότητα για την προστασία της αρχαίας πόλης της Ολούντος, που βρισκόταν κοντά στη σημερινή Ελούντα. Τον 16ο αιώνα οι Βενετοί κατασκεύασαν ένα από τα σημαντικότερα επιθαλάσσια προμαχωνικά οχυρά της Μεσογείου. Ως λιμάνι υπήρξε σταυροδρόμι επικοινωνίας ανθρώπων και πολιτισμών, καθώς διευκόλυνε όχι μόνο το εμπόριο, αλλά και τη διακίνηση ιδεών και τεχνών μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Το 1718 το Φρούριο παραχωρήθηκε στους Οθωμανούς. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα το νησί φιλοξένησε το μεγαλύτερο οθωμανικό οικισμό της ανατολικής Κρήτης μετά τον Χάνδακα. Το 1903 η Κρητική Πολιτεία αποφάσισε να ανοίξει Λεπροκομείο στη Σπιναλόγκα για τον υποχρεωτικό εγκλεισμό των χανσενικών ασθενών. Εκατοντάδες άνθρωποι εξαναγκάστηκαν να ζήσουν εκεί απομονωμένοι ως το 1957 οπότε και το Λεπροκομείο έκλεισε. Τη δεκαετία του ’70 μετατράπηκε σε αρχαιολογικό χώρο.
Πάνω στη νησίδα σώζονται κτίρια από τρεις περιόδους, την ενετική (οι οχυρώσεις της περιόδου θεωρούνται εξαιρετικά σημαντικές από αρχιτεκτονική και αρχαιολογική άποψη), την οθωμανική (τα κτίρια του οθωμανικού οικισμού θεωρούνται επίσης πολύ σημαντικά, καθώς συμπυκνώνουν την τοπική αρχιτεκτονική με βαλκανικά στοιχεία), καθώς και από την περίοδο λειτουργίας του Λεπροκομείου, από την οποία σώζονται σπουδαίας σημασίας κτήρια, όπως το Νοσοκομείο και το Λεπροκομείο με τους δίδυμους κοιτώνες.
Ετυμολογία
Το αρχαίο όνομα της νησίδας ήταν Καλυδών, αλλά μετά την κατάληψη της από τους Ενετούς, λόγω του ότι άκουγαν συνέχεια την κρητική έκφραση «Στην Ελούντα», δεν μπορούσαν να καταλάβουν και έτσι, παρακούοντας, το πρόφεραν στα λατινικά “spina lunga” (προφορά: σπίνα λούνγκα), που σημαίνει «μακρύ αγκάθι». Έτσι με την παράφραση, το νησάκι πήρε την σημερινή του ονομασία.
Κατά την δεύτερη εκδοχή, Η ονομασία της πόλης Όλους συνδέεται με τη δεύτερη εκδοχή προέλευσης της ονομασίας «Σπιναλόγκα», που, σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, προέκυψε γύρω στο 13ο αιώνα με νονούς τους Ενετούς κατακτητές, οι οποίοι, αφού δεν είχαν εξοικείωση με την ελληνική γλώσσα, παρέφθειραν (παράφρασαν) το τοπωνύμιο «στην Ολούντα» σε Σπιναλόντε αρχικά (13ος αιώνας) και αργότερα σε Σπιναλόγκα. Όχι τυχαία βέβαια, γιατί το Σπιναλόγκα τους ήταν ήδη γνωστό από μία νησίδα στη Βενετία, τη σημερινή Τζιουντέκα (Εβραϊκή).