Ο Δρ. Κωνσταντίνος Χαρτζουλάκης, πρώην Διευθυντής του Ινστιτούτου Ελιάς και Υποτροπικών Φυτών, γεωπόνος – ερευνητής, είναι ένας επιστήμονας με βαθιά γνώση στα αγροτικά ζητήματα και στα ιδιαιτέρα χαρακτηριστικά της αγροτικής παραγωγής στην Κρήτη.
Τα τελευταία χρόνια με σειρα ομιλιών που δίνει προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του σε αγρότες έτσι ώστε ο πλούτος της κρητικής γης να αποφέρει τα μέγιστα οφέλη τόσο για όσους εργάζονται σε αυτή όσο και για όλη την κοινωνία. Όμως, τα προβλήματα που παρουσιάζονται στην πορεία είναι πολλά.
Σε μία μεγάλη συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα μας ο Δρ. Κ. Χαρτζουλάκης περιγράφει τις σπουδαίες δυνατότητες που υπάρχουν που όμως παιρνούν ανεκμετάλλευτες. Αιτία οι πολλές αγκυλώσεις του παρελθόντος, οι πολλές κακές πρακτικές, οι κακές νοοτροπίες αλλά πρωτίστως η έλλειψη στρατηγικού εθνικού σχεδίου από τις κυβερνήσεις της χώρας.
Στο πρωτο μέρος της συνέντευξης που δημοσιεύουμε σήμερα ο κ. Χαρτζουλάκης αναγνωρίζει ότι πέραν των πολλών προβλημάτων υπάρχει και πρόβλημα νοοτροπίας στους αγρότες σημειώνοντας ότι γι’ αυτό ευθύνονται σειρά παραγόντων οπως «η αρνητική εμπειρία από την αποτυχία των συνεταιρισμών τη δεκαετία του 1980, η μη απόδοση μέχρι και σήμερα ευθυνών που αφήνει να πλανάται η αίσθηση τουλάχιστον της ‘σκοπιμότητας’, η λανθασμένη νοοτροπία που επικράτησε περί ενεργής συμμετοχής, η έλλειψη εμπιστοσύνης προς όλους τους θεσμούς και η πλημμελής και περιστασιακή ενημέρωση από την πολιτεία».
Για να αλλάξει αυτό, ένα πρώτο βήμα είναι η οργάνωση των αγροτών σε ομάδες παραγωγών που σύμφωνα με τον κ. Χαρτζουλάκη αποτελεί «αναγκαιοτητα και μονόδρομο»:
“Με τις ομάδες παραγωγών επιτυγχάνεται σύνδεση με την αγορά, επώνυμο προϊόν (brand name), δυνατότητα αξιόπιστης τεχνικής υποστήριξης, συνεχής προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς, έλεγχος κόστους παραγωγής, εκπαίδευση των παραγωγών, μεγιστοποίηση αποδόσεων, βελτίωση ποιότητας, διάθεση μεγάλου όγκου παραγωγής, καλύτερη διαπραγματευτική ικανότητα, δυνατότητα συμμετοχής σε προγράμματα χρηματοδότησης, προστασία του περιβάλλοντος και εφαρμογή φιλο-περιβαλλοντικών πρακτικών σε μεγάλη κλίμακα”.
Όπως αναφέρει:
«Στην Ελλάδα μόνο 18% είναι το μερίδιο αγοράς των συνεταιρισμών, όταν ο μέσος όρος των 27 χωρών της Ε.Ε. είναι 40% και σε χώρες όπως η Φιλανδία, η Ολλανδία και η Δανία ξεπερνά το 60%. Είναι το αποτέλεσμα αναποτελεσματικών πολιτικών, πελατειακών μηχανισμών και ευκαιριακών συνεταιριστικών ηγεσιών που επικράτησαν τα τελευταία 40 χρόνια».
Ο κ. Χαρτζουλάκης αναφέρεται και σε ένα άλλο καίριο ζήτημα, στην αδυναμία μεταλαμπάδευσης της γνώσης που παράγεται από τους κορυφαίους ερευνητές της χώρας στους αγρότες, ώστε να την εφαρμόσουν στην παραγωγική διαδικασία.
Όπως τονίζει, κάτω από 50% των αποτελεσμάτων της έρευνας τελικώς φτάνουν στον αγρότη. Αλλά, όπως λέει, γι’ αυτό δεν φταίνε οι ερευνητές.
Η διαδικασία, σημειώνει, «πρέπει να γίνεται από μια υπηρεσία μεταφοράς της τεχνογνωσίας, που εκτός από τις συνεχείς ενημερωτικές συναντήσεις και εκπαιδεύσεις θα οργανώνει και επιδεικτικούς αγρούς με στόχο την αλλαγή νοοτροπίας. Έχει εξαγγελθεί πολλές φορές από πολλές κυβερνήσεις, αλλά μέχρι εκεί. Δεν επενδύει σ’ αυτό όπως π.χ. το Ισραήλ. Αυτό μέχρι την 10ετία του 90 γινόταν από τα Γραφεία Αγροτικής Ανάπτυξης. Στην Κίσαμο π.χ., μια δυναμική περιοχή και για την αγροτική παραγωγή, υπήρχαν 6 γεωπόνοι. Σήμερα για την ίδια περιοχή και με πολύ μεγαλύτερη παραγωγή υπάρχει μόνο ένας. Η αγροτική ανάπτυξη έχει παραδοθεί στον ιδιωτικό τομέα, που έπρεπε να συνεπικουρεί την πολιτεία».
Ο κ. Χαρτζουλάκης αναφέρεται στις πολλές δυνατότητες που υπάρχουν και που η χώρα μας θα πρεπει να σπεύσει να εκμεταλλευθεί. Όπως λέει, «η ζήτηση αγροτικών προϊόντων αυξάνεται σε παγκόσμιο επίπεδο και ιδιαίτερα η Κρήτη έχει ιδανικές εδαφοκλιματολογικές συνθήκες για την παραγωγή ποιοτικών αγροτικών προϊόντων».
Σε ερώτησή μας για το ανανεωμενο ενδιαφέρον πολλών νέων να επιστρέψουν στην καλλιέργεια της γης, όχι όμως με όρους του παρελθόντος, ο κ. Χαρτζουλάκης ειπε ότι αυτό αφορά κυρίως νέους «που έχουν οικονομική στήριξη και κατέχουν ή μπορούν να συγκεντρώσουν σημαντική αγροτική γη για να δημιουργήσουν μια σύγχρονη αγροτική εκμετάλλευση με προσανατολισμό την ποιότητα ή την βιολογική καλλιέργεια».
Τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν και να υπάρξει μία επιστροφή νέων στα χωριά σε μαζικότερη κλίμακα αν κι εφόσον δοθούν λύσεις «στα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζουν όσοι ‘επιστρέφουν’, όπως οι γραφειοκρατικές διαδικασίες, η έλλειψη οικονομικών κινήτρων, αξιόπιστων υποδομών για εφαρμογή σύγχρονων εργαλείων στην παραγωγική διαδικασία, η τεχνική στήριξη από την πολιτεία, η έλλειψη εργατικού δυναμικού και η αλλαγή νοοτροπίας των τοπικών κοινωνιών»
Ο κ. Χαρτζουλάκης επισημαίνει και αυτό που αναγνωριζει ως μεγάλο πρόβλημα στην Ελλάδα, την έλλειψη εθνικής στρατηγικής «που θα αντιμετωπίζει τα προβλήματα και τις αδυναμίες του παρελθόντος, θα θέτει στόχους και θα αναδεικνύει τα πλεονεκτήματα που υπάρχουν»:
«Οι περισσότεροι ελαιοπαραγωγοί παράγουν με πρακτικές της 10ετίας του 80, όταν η αγορά σήμερα έχει πολύ περισσότερες απαιτήσεις από το προϊόν. Το κλάδεμα γίνεται κυρίως από αλλοδαπούς χωρίς εκπαίδευση, η λίπανση χωρίς αναλύσεις εδάφους και φύλλων, η άρδευση εμπειρικά και η φυτοπροστασία χωρίς τεχνική καθοδήγηση. Στόχος η ποσότητα και η χαμηλή οξύτητα, τίποτα για τα άλλα χαρακτηριστικά ποιότητας που ζητά σήμερα η αγορά. Η αποθήκευση του ελαιολάδου γίνεται στα ελαιουργεία ως εξυπηρέτηση προς τους παραγωγούς, όπως και η διακίνηση και εμπορία του μεγαλύτερου όγκου προς τις εταιρείες τυποποίησης και τους εξαγωγείς του χύμα χωρίς διαγωνισμούς. Έτσι η τιμή παραγωγού διαμορφώνεται από λίγους ανάλογα με τις ανάγκες τους, αφού δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.»
Διαβάστε το 1ο μέρος της μεγάλης συνέντευξης που μας έδωσε ο τέως διευθυντής του Ινστιτούτου Ελιάς και Υποτροπικών Φυτών Δρ. Κ. Χαρτζουλάκης:
ΕΡ.: κ. Χαρτζουλάκη, γιατί πιστεύετε ότι υπάρχει τόσο μεγάλη δυσκολία για την οργάνωση των αγροτών. Πέραν των ευθυνών της πολιτείας, πιστεύετε ότι είναι και θέμα νοοτροπίας; Δίχως συνένωση των χωραφιών πώς θα επιτευχθεί ο στόχος της εφαρμογής νέων τεχνολογιών και της βελτίωσης της παραγωγής;
Κ. Χαρτζουλάκης: Υπάρχουν πολλοί λόγοι, όπως η αρνητική εμπειρία από την αποτυχία των συνεταιρισμών τη δεκαετία του 1980, η μη απόδοση μέχρι και σήμερα ευθυνών που αφήνει να πλανάται η αίσθηση τουλάχιστον της ‘σκοπιμότητας’, η λανθασμένη νοοτροπία που επικράτησε περί ενεργής συμμετοχής, η έλλειψη εμπιστοσύνης προς όλους τους θεσμούς και η πλημμελής και περιστασιακή ενημέρωση από την πολιτεία. Για να αλλάξει η νοοτροπία, που είναι άμεση ανάγκη, πρέπει να εκλείψουν οι παραπάνω λόγοι. Και βέβαια χωρίς την δημιουργία βιώσιμων μορφών συνεργασίας (ομάδων παραγωγών ή συνεταιρισμών) δεν μπορούν να εφαρμοσθούν οι σύγχρονες τεχνολογίες που συμβάλλουν στην ελαχιστοποίηση των συντελεστών παραγωγής, την πλήρη αξιοποίηση του μηχανολογικού εξοπλισμού και του ανθρώπινου δυναμικού, την αύξηση της παραγωγής και την βελτίωση της ποιότητας και τελικά την αύξηση του εισοδήματος των παραγωγών.
ΕΡ.: Πόσοι είναι οι κατ’ επάγγελμα αγρότες; Δεν αποτελεί πρόβλημα ότι μεγάλο τμήμα της γης ειναι ιδιοκτησία ανθρώπων οι οποίοι δεν ειναι κατ’ επάγγελμα αγρότες; Και πώς μπορεί να χαραχθεί μία αποτελεσματική στρατηγική για τη βελτίωση της αγροτικής παραγωγής λαμβάνοντας υπόψη αυτό το δεδομένο;
Κ.Χ.: Οι κατ’ επάγγελμα αγρότες είναι κάτω του 50% αυτών που υποβάλουν αίτηση για ενιαία ενίσχυση. Πολλοί βέβαια από τους μη κατ’ επάγγελμα αγρότες παράγουν συμβάλλοντας στο οικογενειακό εισόδημα και την εθνική οικονομία. Η δημιουργία με σύγχρονο πλαίσιο, όπως στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, ισχυρών και βιώσιμων ομάδων παραγωγών ή συνεταιρισμών, ιδιαίτερα σήμερα που υπάρχουν και οικονομικά κίνητρα από την ΕΕ αποτελεί μονόδρομο για τη βελτίωση της αγροτικής παραγωγής. Η προσπάθεια πρέπει να είναι σοβαρή, συντεταγμένη, µε εθνική στρατηγική.
ΕΡ.: Γιατί κατάρρευσαν οι συνεταιρισμοί και τι πρέπει να γίνει για να ξαναστηθούν στα πόδια τους; Τι ρόλο μπορούν να παιξουν και γιατί είναι αναγκαίοι; Τι συμβαίνει σε άλλες χώρες με τους αγροτικούς συνεταιρισμούς;
Κ.Χ.: Τη 10ετία του 80 τα πολιτικά κόμματα και οι μηχανισμοί τους ενεπλάκησαν στη διοίκηση των αγροτικών συνεταιρισμών. Οι συνεταιρισμοί έγιναν πρωτίστως κομματικοί ψηφοθηρικοί μηχανισμοί και όχι υγιείς επιχειρηματικές μονάδες. Αναπόφευκτη συνέπεια ήταν η συσσώρευση τεράστιων χρεών, που οδήγησε σε ακόμα περισσότερες πολιτικές παρεμβάσεις για τη ρύθμισή τους. Αυτή η στρεβλή κατάσταση οδήγησε αναπόφευκτα στην κακοδιοίκηση, στην αναποτελεσματικότητα και τελικά στην κατάρρευση τους την 10ετία του 90. Η κακοδιαχείριση των συνεταιρισμών εξαφάνισε τις ωφέλειες της συμμετοχής σε αυτούς για τους παραγωγούς, αλλά και την εμπιστοσύνη τους σε συνεργατικά σχήματα.
ΕΡ.: Η οργάνωση των παραγωγών σε ομάδες υπό διάφορες νομικές μορφές αποτελεί σήμερα αναγκαιότητα και μονόδρομο γιατί υπάρχει αναγκαστικά οργάνωση της παραγωγής, δηλαδή ικανοποίηση του τρίπτυχου ποιότητα (προδιαγραφές)-ποσότητα-τιμή, τα προϊόντα της ομάδας διατίθενται άμεσα στην αγορά ή μέσω συμβολαιακών σχέσεων με εμπόρους-διανομείς και βελτιώνονται ζητήματα που σχετίζονται με τις εγγενείς αδυναμίες της ελληνικής γεωργίας (μικρός και πολυτεμαχισμένος κλήρος, μεγάλο κόστος παραγωγής, πρόσβαση στην αγορά μικρών ποσοτήτων παραγωγής κτλ).
Με τις ομάδες παραγωγών επιτυγχάνεται σύνδεση με την αγορά, επώνυμο προϊόν (brand name), δυνατότητα αξιόπιστης τεχνικής υποστήριξης, συνεχής προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς, έλεγχος κόστους παραγωγής, εκπαίδευση των παραγωγών, μεγιστοποίηση αποδόσεων, βελτίωση ποιότητας, διάθεση μεγάλου όγκου παραγωγής, καλύτερη διαπραγματευτική ικανότητα, δυνατότητα συμμετοχής σε προγράμματα χρηματοδότησης, προστασία του περιβάλλοντος και εφαρμογή φιλο-περιβαλλοντικών πρακτικών σε μεγάλη κλίμακα.
Στην Ελλάδα μόνο 18% είναι το μερίδιο αγοράς των συνεταιρισμών, όταν ο μέσος όρος των 27 χωρών της Ε.Ε. είναι 40% και σε χώρες όπως η Φιλανδία, η Ολλανδία και η Δανία ξεπερνά το 60%. Είναι το αποτέλεσμα αναποτελεσματικών πολιτικών, πελατειακών μηχανισμών και ευκαιριακών συνεταιριστικών ηγεσιών που επικράτησαν τα τελευταία 40 χρόνια.
ΕΡ.: Το Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου σε τι κατάσταση βρίσκεται; Παρά τα προβλήματα – κυρίως χρηματοδοτικής φύσεως – το Ινστιτούτο έχει εξαιρετικούς ερευνητές και συνεχίζει να παράγει ουσιαστικό έργο. Γιατί όμως υπάρχει δυσκολία στη μεταβίβαση αυτης της τεχνογνωσίας στο χωράφι του Κρητικού αγρότη; Και τι πρέπει να γίνει για να αλλάξει αυτό; Τι λείπει ώστε τα οφέλη της ερευνητική γνώση που παράγεται να διασπείρονται στην κοινωνία;
Κ.Χ.: Με την ενίσχυση με νέους ερευνητές από το 2015 συνεχίζει να παράγει σημαντικό έργο για τον Έλληνα αγρότη σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, παρά τα προβλήματα που υπάρχουν στη χρηματοδότηση, αφού ο ΕΛΓΟ είναι ακόμη σε καθεστώς ΔΕΚΟ. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν στόχοι και προτεραιότητες στο ΥΠΑΑΤ για την έρευνα και αντίστοιχη χρηματοδότηση για την επίτευξη των στόχων. Η χρηματοδότηση για επίλυση τοπικών ή εθνικής εμβέλειας προβλημάτων είναι ελάχιστη και η επιβίωση του Ινστιτούτου γίνεται από τα ανταγωνιστικά προγράμματα της ΕΕ. Σε άλλες χώρες, Ιταλία, Ισπανία, Ισραήλ η έρευνα για επίλυση τοπικών προβλημάτων χρηματοδοτείται από την Περιφέρεια και τις ομάδες παραγωγών ή τους συνεταιρισμούς.
Είναι αλήθεια ότι λιγότερο από το 50% των αποτελεσμάτων της έρευνας δεν φτάνουν στον αγρότη για να αξιοποιηθούν. Γι αυτό όμως δεν φταίει η έρευνα, αν και οργανώνει ημερίδες και ενημερωτικές συναντήσεις. Πρέπει να γίνεται από μια υπηρεσία μεταφοράς της τεχνογνωσίας, που εκτός από τις συνεχείς ενημερωτικές συναντήσεις και εκπαιδεύσεις θα οργανώνει και επιδεικτικούς αγρούς με στόχο την αλλαγή νοοτροπίας. Έχει εξαγγελθεί πολλές φορές από πολλές κυβερνήσεις, αλλά μέχρι εκεί. Δεν επενδύει σ’ αυτό όπως π.χ. το Ισραήλ. Αυτό μέχρι την 10ετία του 90 γινόταν από τα Γραφεία Αγροτικής Ανάπτυξης. Στην Κίσαμο π.χ., μια δυναμική περιοχή και για την αγροτική παραγωγή, υπήρχαν 6 γεωπόνοι. Σήμερα για την ίδια περιοχή και με πολύ μεγαλύτερη παραγωγή υπάρχει μόνο ένας. Η αγροτική ανάπτυξη έχει παραδοθεί στον ιδιωτικό τομέα, που έπρεπε να συνεπικουρεί την πολιτεία.
ΕΡ.: Ζούμε σε μία περίοδο όπου αρκετοί νέοι θα επιθυμούσαν να επιστρεψουν σε χωριά ομως με όρους και συνθήκες οι οποίες θα βασίζονται στο μέλλον, όχι στο παρελθόν. Πολλοί που επιστρέφουν τελικώς απογοητεύονται, όχι μονο από την έλλειψη υποδομών και σχεδιασμού. Πώς μπορούν να μετατραπούν τα χωριά ξανά σε θελκτικούς τόπους για τους νεους;
Κ.Χ.: Είναι αλήθεια ότι αρκετοί νέοι, μεταξύ αυτών και πτυχιούχοι επιστρέφουν ή το εξετάζουν σοβαρά να επιστρέψουν στον πρωτογενή τομέα λόγω της ανεργίας και της αβεβαιότητας που υπάρχει στον επαγγελματικό τους χώρο από το υπερκορεσμό. Η ζήτηση αγροτικών προϊόντων αυξάνεται σε παγκόσμιο επίπεδο και η χώρα, ιδιαίτερα η Κρήτη έχει ιδανικές εδαφοκλιματολογικές συνθήκες για την παραγωγή ποιοτικών αγροτικών προϊόντων. Συνήθως μένουν οι νέοι που έχουν οικονομική στήριξη και κατέχουν η μπορούν να συγκεντρώσουν σημαντική αγροτική γη για να δημιουργήσουν μια σύγχρονη αγροτική εκμετάλλευση με προσανατολισμό την ποιότητα ή την βιολογική καλλιέργεια. Η κατάσταση μπορεί να αλλάξει σταδιακά αν δοθούν λύσεις στα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζουν όσοι ‘επιστρέφουν’, όπως οι γραφειοκρατικές διαδικασίες, η έλλειψη οικονομικών κινήτρων, αξιόπιστων υποδομών για εφαρμογή σύγχρονων εργαλείων στην παραγωγική διαδικασία, η τεχνική στήριξη από την πολιτεία, η έλλειψη εργατικού δυναμικού και η αλλαγή νοοτροπίας των τοπικών κοινωνιών.
ΕΡ.: Ακόμα και υπό τις παρούσες συνθήκες μοιάζει οξύμωρο ότι το μέσο εισόδημα που δίνει η παραγωγή ελαιολάδου σε ανταγωνιστικές χώρες βρίσκεται κοντά στα 13.000 ευρώ τη στιγμή οπου στην Ελλάδα βρίσκεται στα 7.000 ευρώ. Τι κάνουμε τόσο λάθος ώστε οι τιμές του ελαιόλαδου στην Κρήτη να βρίσκονται πιο κοντά σε αυτές της Τυνησίας;
Κ.Χ.: Διαφορές υπάρχουν γιατί η διάρθρωση της ελαιοκομίας στις άλλες χώρες της ΕΕ (Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία) είναι διαφορετική. Μεγάλοι ελαιώνες, άρα οικονομία κλίμακας στο κόστος παραγωγής, οργάνωση στο μεγαλύτερο μέρος σε ισχυρούς συνεταιρισμούς για παραγωγή και εμπορία με ισχυρή παρέμβαση στην ασκούμενη πολιτική και εθνική στρατηγική για την ελαιοκομία. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει εθνική στρατηγική που θα αντιμετωπίζει τα προβλήματα και τις αδυναμίες του παρελθόντος, θα θέτει στόχους και θα αναδεικνύει τα πλεονεκτήματα που υπάρχουν.
Δυστυχώς κάνουμε πολλά λάθος και στην παραγωγική διαδικασία αλλά και στην εμπορία. Οι περισσότεροι ελαιοπαραγωγοί παράγουν με πρακτικές της 10ετίας του 80, όταν η αγορά σήμερα έχει πολύ περισσότερες απαιτήσεις από το προϊόν. Το κλάδεμα γίνεται κυρίως από αλλοδαπούς χωρίς εκπαίδευση, η λίπανση χωρίς αναλύσεις εδάφους και φύλλων, η άρδευση εμπειρικά και η φυτοπροστασία χωρίς τεχνική καθοδήγηση. Στόχος η ποσότητα και η χαμηλή οξύτητα, τίποτα για τα άλλα χαρακτηριστικά ποιότητας που ζητά σήμερα η αγορά. Η αποθήκευση του ελαιολάδου γίνεται στα ελαιουργεία ως εξυπηρέτηση προς τους παραγωγούς, όπως και η διακίνηση και εμπορία του μεγαλύτερου όγκου προς τις εταιρείες τυποποίησης και τους εξαγωγείς του χύμα χωρίς διαγωνισμούς. Έτσι η τιμή παραγωγού διαμορφώνεται από λίγους ανάλογα με τις ανάγκες τους, αφού δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Υπάρχει βέβαια και το παράδειγμα λίγων συνεταιρισμών, που επιτυγχάνουν υψηλότερες τιμές είτε λόγω τυποποίησης ή πώλησης μέσω διαγωνισμών.
Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News και στο facebook και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις