“Σαν μόνη αποδεκτή λύση για τη συνέχιση λειτουργίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, είναι η σεισάχθεια των οφειλών προς τις τράπεζες, με μέτρα άμεσης ανακούφισης, με περιορισμό του οφειλόμενου κεφαλαίου και των τόκων που έχουν επιβληθεί, ανάλογα με τον περιορισμό των εσόδων των επιχειρήσεων και της φορολογικής επιβάρυνσης, των τελευταίων 4 ετών”, σημειώνει το τμήμα μικρομεσαίων επιχειρήσεων του ΣΥΡΙΖΑ σε ανακοίνωση του για τα κόκκινα δάνεια.
Ζητά ταυτόχρονα “μέτρα ενίσχυσης με τη διοχέτευση στην αγορά των δεσμευμένων δισεκατομμυρίων που δόθηκαν για τη σωτηρία των συστημικών ελληνικών τραπεζών και παραμένουν ανενεργά πάνω από 2 χρόνια, διογκώνοντας συνεχώς το βάρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων”.
“Είναι και ο μόνος δρόμος για την δημιουργική λειτουργία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η μόνη επιλογή για την παραγωγική και κοινωνική ανασυγκρότηση της χώρας”, σημειώνεται σχετικά.
Ειδικότερα, το Τμήμα Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει σε ανακοίνωση του τα εξής:
“Συντελείται τους τελευταίους μήνες η κορύφωση του δράματος χιλιάδων μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών.
Η συσσώρευση χρεών προς δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και η τοκογλυφική επιβάρυνση των δανειακών υποχρεώσεων προς στις τράπεζες, έχουν οδηγήσει χιλιάδες επιχειρήσεις στην διακοπή της δραστηριότητάς τους και ακόμα περισσότερες στην υπολειτουργία τους.
Η συγκυβέρνηση της τρόικας συνεχίζοντας τη μέθοδο των διαρροών, παρουσίασε σχέδιο νόμου για την ρύθμιση των οφειλών προς τράπεζες. εξακολουθώντας να αγνοεί τις δυσμενείς συνθήκες της οικονομίας και την απόλυτη αδυναμία ρευστότητας της πλειοψηφίας των επιχειρήσεων. Αδυναμία που προκύπτει σαν αποτέλεσμα της κατακόρυφης και διαρκούς μείωσης της ζήτησης, που συρρικνώνεται ακόμη περισσότερο, με τη συνεχή επιβολή φορομπηχτικών πολιτικών και έχει ως συνέπεια τη μείωση των εσόδων των επιχειρήσεων.
Προβάλλει την προτεινόμενη ρύθμιση σαν την καλύτερη και πληρέστερη, ενώ απαιτεί για όποια διαδικασία, την απόδειξη, άραγε πως, της βιωσιμότητας της επιχείρησης.
Έτσι εξαιρούνται από τη διαδικασία πάνω από 200.000 επιχειρήσεις, που ήδη έχουν καταστραφεί ενώ ουσιαστικά αποκλείει και εκατοντάδες χιλιάδες άλλες, που με μεγάλη δυσκολία λειτουργούν ή απλώς δεν έχουν καταφέρει να διακόψουν και τυπικά τη λειτουργία τους.
Παράλληλα αποφεύγει να προσδιορίσει ακόμα και το ποσοστό της οφειλής, που μπορεί να διαγραφεί, μεταφέροντας το απόλυτο δικαίωμα επιλογής, στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.
Οι τράπεζες, που σωζόμενες, μεταφέρανε στις πλάτες του ελληνικού λαού δεκάδες δισεκατομμύρια φόρων και έκτακτων εισφορών, καθίστανται και επίσημα οι μοναδικοί κριτές και διαπραγματευτές των ληξιπρόθεσμων επιχειρησιακών οφειλών που πενταπλασιάστηκαν τα τελευταία 4 χρόνια.
Η αναστολή των τραπεζικών χορηγήσεων προς τη μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων, σαν αποτέλεσμα της υφεσιακής μνημονιακής πολιτικής και η επιβάρυνση με υψηλά επιτόκια και τοκογλυφικούς τόκους υπερημερίας, οδήγησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα υπερδιπλασιασμό των τραπεζικών οφειλών.
Τέλος στερεί ακόμη και το δικαίωμα επιλογής για τη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων από τους ιδιοκτήτες τους, αφού η μειοψηφία των πιστωτών δηλαδή οι τράπεζες, επιβάλλουν ειδικούς διαχειριστές, που θα διαθέσουν με τον τρόπο που επιθυμούν, την περιουσία των επιχειρήσεων.
Σαν μόνη αποδεκτή λύση για τη συνέχιση λειτουργίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, είναι η σεισάχθεια των οφειλών προς τις τράπεζες, με μέτρα άμεσης ανακούφισης, με περιορισμό του οφειλόμενου κεφαλαίου και των τόκων που έχουν επιβληθεί, ανάλογα με τον περιορισμό των εσόδων των επιχειρήσεων και της φορολογικής επιβάρυνσης, των τελευταίων 4 ετών. Παράλληλα μέτρα ενίσχυσης με τη διοχέτευση στην αγορά των δεσμευμένων δισεκατομμυρίων που δόθηκαν για τη σωτηρία των συστημικών ελληνικών τραπεζών και παραμένουν ανενεργά πάνω από 2 χρόνια, διογκώνοντας συνεχώς το βάρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Είναι και ο μόνος δρόμος για την δημιουργική λειτουργία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η μόνη επιλογή για την παραγωγική και κοινωνική ανασυγκρότηση της χώρας”.