Οι λόγοι της πρόσφατης (13 Μαρτίου) εκδίωξης, διότι περί αυτού πρόκειται, του Ρεξ Τίλερσον, από την θέση του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ είναι εν πολλοίς ξεκάθαροι και μπορούν να συνοψιστούν, όπως το θέτει το ρωσικό κρατικό τηλεοπτικό κανάλι «Vesti», σε μία λέξη: «Απαλότητα». Δηλαδή, ο πρώην επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν ήταν αρκετά «σκληρός» Το θέμα είναι, τι μπορεί να περιμένει ο πλανήτης από τις ΗΠΑ από εδώ και πέρα.
Ο πρώην γενικός διευθυντής του πετρελαϊκού κολοσσού ExxonMobil, ο οποίος ανέλαβε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ «συστημένος» από την Κοντολίζα Ράις, την υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ επί προεδρίας Τζορτζ Ου. Μπους, φαίνεται πως ήταν πολύ «μαλακός» για τα γεωπολιτικά «γούστα» του Τραμπ. ‘Η, τουλάχιστον, όσο «μαλακός» μπορεί να είναι ένας υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ σε ρεπουμπλικανική κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα, δεν χρειαζόταν ιδιαίτερα κοντινή παρακολούθηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής επί προεδρίας Τραμπ για να διαπιστωθεί, πως μεταξύ Τραμπ και Τίλερσον υπήρχαν τουλάχιστον διαφορετικές τακτικές – αν όχι απόψεις – σχεδόν όλα τα μεγάλα και βασικά διεθνή μέτωπα, προεξεχόντων του Ιράν και της πρόσφατης κρίσης στον Κόλπο. Αυτό το γεγονός είναι που κάνει και το Al Jazeera να διαπιστώνει, επικαλούμενο Αμερικανούς αναλυτές, πως, τόσο η εκδίωξη Τίλερσον, όσο και, συνδυαστικά, η αντικατάστασή του από τον επικεφαλής της CIA, Μάικ Πομπέο, ενδέχεται να αλλάξει την αμερικανική πολιτική στην Μέση Ανατολή, με τρόπους που θα μπορούσαν να παρατείνουν την κρίση στον Κόλπο και να αυξήσουν τις εντάσεις με το Ιράν.
«Οι Καταριανοί έχασαν έναν φίλο τους στην αμερικανική διοίκηση και αυτό δεν μπορεί να είναι πολύ ευχάριστο γι’ αυτούς» δήλωσε στο «Al Jazeera» ο Gerald Feierstein, διευθυντής του τμήματος υποθέσεων του Κόλπου και κυβερνητικών σχέσεων στο Ινστιτούτο Μέσης Ανατολής.
Το τραμπικό «μπάχαλο» στον Κόλπο
Όταν η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν και η Αίγυπτος έκοψαν τους διπλωματικούς και εμπορικούς δεσμούς τους με το Κατάρ στις 5 Ιουνίου του 2017, ο Τίλερσον άσκησε σοβαρή κριτική προτρέποντας τις κυβερνήσεις τους να ελαφρύνουν τον αποκλεισμό της χώρας. Στάση η οποία ερχόταν σε αντίθεση με εκείνη του Τραμπ, ο οποίος «τουίταρε» στις 6 Ιουνίου: «Κατά τη διάρκεια του πρόσφατου ταξιδιού μου στη Μέση Ανατολή, δήλωσα ότι δεν μπορεί να υπάρχει πλέον χρηματοδότηση της ριζοσπαστικής ιδεολογίας. Οι ηγέτες επικεντρώθηκαν στο Κατάρ – Κοιτάξτε!».
Δύο εβδομάδες μετά την έναρξη του αποκλεισμού, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξέδωσε μία από τις πιο σαφείς ενστάσεις εναντίον της Σαουδικής Αραβίας και των χωρών που συντάχθηκαν μαζί της εναντίον του Κατάρ, αμφισβητώντας άμεσα τα κίητρά τους για τον αποκλεισμό, σημειώνοντας ότι «αποτελούσε μυστήριο» το γιατί οι χώρες του Κόλπου δεν δημοσιοποίησαν τα παράπονά τους εναντίον της γειτονικής τους χώρας, γιατί δεν είχαν επιδώσει στο Κατάρ τον κατάλογο των αιτημάτων τους ή «τις λεπτομέρειες σχετικά με τις αξιώσεις που έχουν προς το Κατάρ». «Όσο περισσότερο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερες αμφιβολίες εκφράζονται σχετικά με τις ενέργειες της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΑΕ», δήλωσε τότε η Heather Nauert, εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Τελικά, οι χώρες αποκλεισμού δημοσιοποίησαν τον κατάλογο με τα αιτήματά τους μόλις στις 22 Ιουνίου, απαιτώντας, μεταξύ άλλων, την διακοπή των σχέσεων του Κατάρ με το Ιράν και το κλείσιμο του «Al Jazeera». Την ίδια στιγμή ο Τραμπ έριξε τους τόνους προς το Κατάρ, με το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών να καλεί επανειλημμένα τις χώρες σε διάλογο.
Νωρίτερα τον Μάρτιο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ και ο εμίρης του Κατάρ είχαν τηλεφωνική συνομιλία σχετικά με τις περιφερειακές εξελίξεις και τις ευκαιρίες για την ενίσχυση των «εταιρικών σχέσεων» μεταξύ των δύο χωρών, «σε μια σειρά ζητημάτων ασφάλειας και οικονομίας», σύμφωνα με την ανακοίνωση του Λευκού Οίκου.
Ο Τραμ πρόκειται επίσης να συναντηθεί με αρκετούς ηγέτες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC) τους επόμενους μήνες για να συζητήσει τη δυνατότητα μια σύσκεψης κορυφής του Συμβούλιου μέσα στο 2018 υπό την αιγίδα της Ουάσινγκτον, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters.
Ο νέος υπουργός Εξωτερικών, Πομπέο, δεν έχει πει λέξη για την κρίση στον Κόλπο και, σύμφωνα με τους αναλυτές, φαίνεται απίθανο ότι τα πράγματα θα αλλάξουν στον Κόλπο στο προσεχές μέλλον. Όπως προσθέτει ο Gerald Feierstein, ο οποίος διετέλεσε πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Υεμένη και αναπληρωτής του πρώην υπουργού Εξωτερικών Τζον Κέρυ επί Ομπάμα, η πιθανότερη εικασία είναι «θα συνεχίσουμε να έχουμε αυτήν την ψυχρή ειρήνη» μεταξύ του Κατάρ και των γειτόνων του στον Κόλπο.
Ο Τίλερσον, ως διευθύνων σύμβουλος της ExxonMobil επί 10 χρόνια, κατανόησε τη σημασία του ρόλου των ΗΠΑ στην εξομάλυνση των εντάσεων μεταξύ των συμμάχων της στον Κόλπο, λέει στο «Al Jazeera» ο Hady Amr, του Brookings Institution. Αντίθετα, λέει ο Amr, ο Τραμπ ψάχνει έναν υπουργό Εξωτερικών που θα ακολουθεί και θα ενισχύσει περαιτέρω την «ενστικτώδη» ατζέντα του Αμερικανού προέδρου. «Πρόκειται για έναν πρόεδρο, ο οποίος γενικά έχει την τάση να πηγαίνει με το κύμα της κοινής γνώμης, με μια γενική θέση του “Πρώτα η Αμερική” την οποία έχει εγκαθιδρύσει».
Ο Τραμπ θέλει να αποδείξει ότι οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν πολύ στενούς συμμάχους στην περιοχή, παρά την οργή για τη μετακίνηση της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ και την αναγνώριση της πόλης ως πρωτεύουσας του Ισραήλ. Σύμφωνα με τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, ο Τίλερσον και ο επικεφαλής του Πενταγώνου, Τζέις Μάτις, καθώς και άλλοι παράγοντες στον κύκλο του Τραμπ, τον προειδοποίησαν σχετικά με την κίνηση αυτή, προτάσσοντας θέματα ασφάλειας.
Ο Σαουδάραβας πρίγκηπας Μοχάμαντ Μπιν Σαλμάν, έχει προγραμματιστεί να συναντηθεί με τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο την επόμενη εβδομάδα, ξεκινώντας μια προγραμματισμένη τριήμερη περιοδεία στις ΗΠΑ, επισκεπτόμενος την Ουάσινγκτον, την Νέα Υόρκη, την Βοστώνη, το Σιάτλ και το Λος Άντζελες. Στόχος των Σαουδαράβων είναι να παρουσιαστεί ο πρίγκηπας ως το πρόσωπο μιας νέας, κοινωνικά και οικονομικά μεταρρυθμιστικής Σαουδικής Αραβίας.
Πώς συνδυάζονται οι στόχοι του Τραμπ με την επικείμενη επίσκεψη του Σαλμάν και την εκδίωξη του Τίλερσον; «Είναι σίγουρα ενδιαφέρον ότι η απόφαση (σσ της αποπομπής του Τίλερσον) ήρθε μια εβδομάδα πριν ο Μοχάμαντ Μπιν Σαλμάν προσγειωθεί στην πόρτα μας» λέει ο Feierstein. «Το εάν ο Τραμπ ήθελε να αποκλείσει τις φωνές που διαφωνούν πριν φτάσουν οι Σαουδάραβες εδώ, είναι ένα ερώτημα».
Ο 54χρονος Πομπέο, ως Ρεπουμπλικανός, μέλος του Κογκρέσου, είχε αντιταχθεί στην πολιτική του Ομπάμα έναντι του Ιράν και, σύμφωνα με το «Al Jazeera», είναι κάτι περισσότερο από έναν σκληροπυρηνικό που μοιράζεται τις ίδιες απόψεις με τον Τραμπ.
Ο Τίλερσον είχε διαφωνήσει με τον Τραμπ για την παραβίαση της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν το 2015. Αντίθετα, ο Πομπέο, όπως νωρίτερα ο ίδιος ο Τραμπ, χαρακτήρισε αυτήν την συμφωνία «καταστροφική» και ότι το Ιράν θέλει να »ηγεμονεύσει» στην περιοχή.
Πάντως, για τον Ιρανό υφυπουργό Εξωτερικών, η απόλυση του Τίλερσον δείχνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι «αποφασισμένες να εγκαταλείψουν τη συμφωνία» για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. «Οι αλλαγές στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ έγιναν γι’ αυτόν τον σκοπό ή τουλάχιστον αυτός είναι ένας από τους λόγους είπε ο Αμπάς Αραγτσί, σύμφωνα με το πρακτορείο Isna.
Σύμφωνα με την Τζέσικα Τάτσμαν Μάθιους, και πρώην πρόεδρο του Κέντρου για τη Διεθνή Ειρήνη Carnegie, «ο Τίλερσον ήταν η σταθερή φωνή της μετριοπάθειας» και η αποπομπή του «είναι κακή είδηση για την πολιτική», όπως δήλωσε στο «Al Jazeera».
Το αμέσως επόμενο διάστημα, το κυρίαρχο θέμα στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ θα είναι η συνάντηση του Τραμπ μα τον Βορειοκορετάτη ηγέτη, Κιμ Γιονγκ Ουν. Η εχθρότητα του Πομπέο για την πυρηνική συμφωνία του Ιράν και η εγγύτητά του με τον Τραμπ, είναι πιθανό να θέσει το πλαίσιο της αμερικανικής στάσης στις συνομιλίες για την αποπυρηνικοποίηση της Βόρειας Κορέας. Η επίτευξη μίας συμφωνίας όσο το δυνατόν πιο περιοριστικής σε σχέση με την συμφωνία του Ιράν θα είναι πολύ δύσκολη εκτιμά η Μάθιους.
Αν το Τράμπ σβήσει τη συμφωνία του Ιράν, «οι Βορειοκορεάτες θα καταλάβουν ότι, υπογράφοντας μια συμφωνία με τους Αμερικανούς, μπορεί να μην κρατήσουν στο τέλος την υπογραφή τους».
Το προεδρικό… «τηλεπαιχνίδι» των απολύσεων
Παρά την εικόνα του «σκληρού επιχειρηματία» που ακολουθεί τον Τραμπ, ο τρόπος που απολύει τα κυβερνητικά και κρατικά στελέχη παραπέμπει σε τηλεπαιχνίδι. Ο «Guardian» θυμίζει ότι π διευθυντής του FBI, Τζέιμς Κόμι, έμαθε για την αποπομπή του από την τηλεόραση, σε ένα δωμάτιο όπου μιλούσε σε πράκτορες του γραφείου στο Λος Άντζελες. Ο πρώην προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, Reince Priebus, απομακρύνθηκε με ένα tweet, όπως φαίνεται ότι συνέβη και με την απόλυση του Τίλερσον.
Η ανάλυση του «Guardian» για τους λόγους αυτής της απόλυσης επικεντρώνεται περισσότερο στις διαπροσωπικές σχέσεις. Ο Τίλερσον φέρεται να είχε αποκαλέσει τον Τραμπ «γαμ…ο ηλίθιο», με τον Αμερικανό πρόεδρο να απαντά καλώντας τον σε διαγωνισμό IQ. Αργότερα όλη αυτή η ιστορία θα διαψευδόταν επισήμως ως «fake news», αν και στην πραγματικότητα δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που να δεχθεί την επίσημη εκδοχή.
Όπως κι αν έχει, η εφημερίδα σημειώνει ότι ο Τίλερσον το πιθανότερο είναι να ήταν έκπληκτος που έφτασε αλώβητος στην πρώτη – και τελικά τελευταία – επέτειο ως υπουργός Εξωτερικών.
Σύμφωνα με την ανάλυση του «Guardian», υπάρχουν δύο πλευρές της απόλυσης του Τίλερσον: Πρώτη, η ανάγκη του Τραμπ για πιο συγκεντρωτικές αποφάσεις, απευθείας από τον ίδιο. Ηχηρό παράδειγμα αποτελεί η ανακοίνωση για τους δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου, παρά τις προειδοποιήσεις για έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, καθώς και η ξαφνική ανακοίνωση ότι θα συναντηθεί με τον Κιμ.
Δεύτερη, η προσωπική. Ο Τραμπ στήνει μια διοίκηση «κατ’ εικόνα» του, που δεν θα τον αντικρούει, αντίθετα θα τον επιβεβαιώνει. Η απόφαση για τους δασμούς οδήγησε στην παραίτηση του κορυφαίου οικονομικού συμβούλου του προέδρου, Gary Cohn, ενός ακόνη κορυφαίου παράγοντα που τόλμησε να διαφωνήσει. Αναλόγως, οι διαφωνίες του Τίλερσον στα θέματα της Βόρειας Κορέας, του Ιράν και του Κόλπου έβαλαν στο κάδρο τον Πομπέο, ο οποίος βρίσκεται στο «ίδιο μήκος κύματος» με τον προϊστάμενο του, όπως το έθεσε ο πρόεδρος. Από αυτήν την άποψη, εκτιμά η εφημερίδα, οι διαφωνίες σχετικά με τη Ρωσία δεν ήταν επομένως καθοριστικές και ο Πομπέο δεν είναι οπαδός του Πούτιν.
Για την επιθεώρηση «Foreign policy», ο Τίλερσον είχε καλό ένστικτο, «αλλά δεν μπορούσε να διεκδικήσει αξιοπιστία», με έναν πρόεδρο να «γελοιοποιεί τις διπλωματικές του προσπάθειες» και τον υπονομεύει δημοσίως. Αν και ανώτεροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι στις ΗΠΑ ιδρώνουν να πείσουν τους συμμάχους της Αμερικής να αγνοούν τα tweets του προέδρου και να επικεντρώνονται στις επίσημες δηλώσεις και στις πράξεις, η απόλυση του Τίλερσον ενισχύει το μήνυμα ότι αυτός που κάνει πραγματικό κουμάντο είναι ο Τραμπ.
Από την άλλη, ο Πομπέο έχει κερδίσει μια σταθερή φήμη ως διευθυντής της CIA και φιλοδοξεί να ανυψώσει το ηθικό στο υπουργείο Εξωτερικών, το προσωπικό του οποίου είχε πολλά παράπονα από την διοίκηση του Τίλερσον. Επίσης, ο Πομπέο ήταν και μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, έτσι φέρνει στον Λευκό Οίκο από πρώτο χέρι την γνώση της νομοθετικής πολιτικής και των σχέσεων στο Κογκρέσο, καθιστώντας τον το «αυτί» του Τραμπ, αλλά και πιο αξιόπιστο συνομιλητή διεθνώς.
Βέβαια, σε ό,τι αφορά στην ίδια την εξωτερική πολιτική, όλες οι αναλύσεις συμφωνούν πως θα χειροτερεύσει. Ο Πομπέο φέρεται να είναι πιο σκληρός από τον Τίλερσον, ενώ έχει μάλλον ανησυχητικές απόψεις σχετικά με τα βασανιστήρια. Εν ολίγοις, συμπεραίνει το «Foreign policy», αυτή η μετάβαση μπορεί να είναι καλή για το προσωπικό του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αλλά κακή για την διεθνή πολιτική.
Σε ό,τι αφορά στους Ευρωπαίους συμμάχους, μένει να δούμε πώς η ανάληψη από τον Πομπέο του υπουργείου Εξωτερικών θα επηρεάσει τις διατλαντικές σχέσεις. Η κίνηση αυτή έρχεται εν μέσω αυξημένης έντασης λόγω των αμερικανικών δασμών στο χάλυβα και το αλουμίνιο, αβεβαιότητας για το μέλλον της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και αμφιβολιών για τη δέσμευση των ΗΠΑ στο ζήτημα της διατλαντικής ασφάλειας και της αντιμετώπισης της Ρωσίας.
Θέτει επίσης περαιτέρω ερωτήματα σχετικά με την κατεύθυνση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Τον Δεκέμβριο, ο επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Φεντερίκα Μογκερίνι, έθεσε το διάσημο ερώτημα του Κίσιγκερ για το ποιον θα πρέπει να καλέσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες για να μιλήσουν στην Ευρώπη, δηλώνοντας, ότι η Ευρώπη έχει τώρα την ίδια ερώτηση σχετικά με την Ουάσινγκτον.