12.8 C
Chania
Sunday, November 24, 2024

ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ – Του Στρατή Παπαμανουσάκη

Ημερομηνία:

Του Στρατή Παπαμανουσάκη

«ὦ χαῖρε λαμπτήρ, νυκτὸς ἡμερήσιον
φάος πιφαύσκων καὶ χορῶν κατάστασιν
πολλῶν ἐν Ἄργει, τῆσδε συμφορᾶς χάριν.»

(Αισχύλος, Αγαμέμνων, Πρόλογος 22-24)

 

Ποιον δρόμο άραγε να παίρναμε για το νησί του Πέλοπα, του βασιλιά, που καταράστηκε τους γιους του, τον Ατρέα και τον Θυέστη, για του άλλου γιού, του Χρύσιππου τον φόνο. Και γίνηκε έτσι αρχή της τραγωδίας των Ατρειδών, που χάραξε τον μύθο και την ιστορία για τις πολύχρυσες Μυκήνες. Χιλιάδες τα ταξίδια περιηγητών, κατακτητών, γεωγράφων, ναυτικών, ιστορικών, στον χώρο της Πελοποννήσου.  Ξέρομε πως ο πρώτος ονομαστός περιηγητής της αρχαιότητας, ο Παυσανίας, γύρισε απ΄ άκρη σ΄άκρη την Ελλάδα τον 2ο μ.Χ. αιώνα, κι από τα δέκα βιβλία που περιλαμβάνει η Ελλάδος Περιήγησις, τα επτά μιλάνε, για την Πελοπόννησο (Κορινθιακά, Λακωνικά, Μεσσηνιακά, Ηλιακά Α΄και Β΄, Αχαϊκά, Αρκαδικά). Στους μέσους χρόνους πάλι, στα 1393 για την ακρίβεια, ο Γεώργιος Γεμιστός έκανε το μεγάλο του ταξίδι, απ΄ την Κωνσταντινούπολη  προς τον Μυστρά, για να ξεφύγει απ΄ τους φανατικούς του διώκτες και να μπορέσει ν΄αναδείξει στην Ελλάδα και στη Δύση το μέγα έργο του Πλάτωνα, να δώσει σ΄ολη την Αναγέννηση το νόημα της και να πλουτίσει όλο τον κόσμο μας με τον υπέροχο κόσμο των ιδεών. Τέλος στην εποχή της νεοτερικότητας, ένας μεγάλος ποιητής του γερμανικού ιδεαλισμού, ο Χαίλντερλιν, ταξίδεψε με τον Υπερίωνα στην Πελοπόννησο για να γνωρίσει τη Διοτίμα, την ιέρεια του πλατωνικού Συμποσίου. Κι έτσι να κλείσει αυτός ο κύκλος των ταξιδιών, κι από τη γη, τη φύση και την πόλη,  να φθάσει στον ουράνιο τόπο, στον κόσμο της ιδέας, στο επέκεινα.

Όμως κανένα απ΄ αυτά τα ωραία ταξίδια δεν ταίριαζε με το δικό μου. Πρώτα-πρώτα δεν ήταν ένα, αλλά τρία τουλάχιστον τα ταξίδια μου στην Πελοπόννησο. Ένα μαθητικό κι ανέμελο για τη γνωριμία των τόπων της σχολικής ιστορίας που διδαχτήκαμε, ένα στρατιωτικό, πολύ ανήσυχο, για τη μετάβαση στον τόπο της θητείας μου, στα χρόνια της δικτατορίας κι ένα καθαρά πια περιηγητικό για την απόλαυση του ταξιδιού. Ύστερα, λόγω ακριβώς της ιδιαιτερότητας του κάθε ταξιδιού, διαφορετικές οι γνώσεις, τα βιώματα κι οι αναμνήσεις, που μια  άλλη συγκυρία προσφέρει. Και τέλος εξ αιτίας της απόστασης, των τριάντα πάνω κάτω χρόνων από το πρώτο μέχρι το τελευταίο ταξίδι, όλες οι μνήμες συγχωνεύτηκαν σε μια, ενιαία, μπορώ να πω συνεχιζόμενη εμπειρία, στον τόπο και στον χρόνο και στο πνεύμα αυτής της περιήγησης.

Για πάντα μέσα μου συγκράτησα τις περισσότερες από τις ζωηρές εικόνες, που στο πρώτό μου ταξίδι με πλημμύρισαν. Απ΄ την Αθήνα ως τον Ισθμό έμαθα πως για τους πελοποννήσιους η χώρα χωριζόταν με ένα αυλάκι κι όλοι οι έλληνες προσδιορίζονταν ανάλογα, αν ο τόπος τους βρισκόταν πάνω ή κάτω απ΄ αυτό το αυλάκι. Κι ίσως και να μην είχαν τόσο άδικο, για τη νεότερη εποχή, μιας και σχεδόν μονοπωλήθηκε απ΄ αυτούς η Επανάσταση, που άρχισε από την Πελοπόννησο (χωρίς να υπολογίζεται η Μολδοβλαχία βέβαια), κι οι περισσότεροι από τους πολιτικούς που μας κυβέρνησαν κατά τον επαναστατικό αιώνα, από εκεί κατάγονταν. Άλλωστε οι τοπικές ελληνικές διαιρέσεις, είχαν την απαρχή τους στην αρχαιότητα, με τις πόλεις κράτη, και κορυφώθηκαν στον πελοποννησιακό πόλεμο, ανάμεσα στη Σπάρτη και στην Αθήνα. Κι ο χωρισμός των επαναστατημένων ελλήνων σε μωραϊτες, ρουμελιώτες και νησιώτες δεν ήταν κάτι το παράδοξο. Έτσι κι αλλιώς ο Ισθμός της Κορίνθου προξενεί μεγάλη εντύπωση, ενώνοντας δυο θάλασσες, φέρνοντας κοντά ανατολή και δύση και προσεγγίζοντας τα πνεύματα σε ενότητα, που πάντα στην Ελλάδα μας χρειάζεται, να πορευόμαστε μαζί ενωμένοι.

Αλλά περνώντας τον Ισθμό οι περισσότεροι, ξεχνούν την πρώτη πόλη της Πελοποννήσου, σαν να μην έχει ενδιαφέρον η Κόρινθος, με τα αρχαία της μνημεία, τον Ακροκόρινθο, κι όλη την ιστορία της. Μπορεί να συνοδεύει ακόμη αυτή την πόλη το περίφημο «ού παντός πλείν ές Κόρινθον», του πλούτου, της τρυφής, της πολυτέλειας. Κι οι ταξιδιώτες να ξεχνούν τον Διογένη, που έλυσε απλά το πρόβλημα με το πυθάρι του και με τη ρήση πως «λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή Λαϊς». Έτσι τότε κι εμείς γραμμή για το Άργος, με το κάστρο του, το αρχαίο θέατρο, την αγορά και με τον Άγιο Πέτρο, τη μητρόπολη του. Κι ύστερα για την Τύρινθα και για το Ναύπλιο, πρώτη νεοελληνική πρωτεύουσα. Με το αυτοκίνητο στο Παλαμήδι, το βενετσιάνικο φρούριο,  χωρίς να ανεβούμε εμείς τα 999 λεγόμενα σκαλοπάτια, που ανέβηκε κατάδικος σε θάνατο ο Γέρος του Μωριά για να ριχτεί στη φρικτή υπόγεια φυλακή του, από το καθεστώς της βαυαροκρατίας. Και κάτω από την Ακροναυπλία, μπροστά στα Δικαστήρια, οι προτομές των δικαστών Τερτσέτη και Πολυζωίδη, που αρνήθηκαν να υπογράψουν την καταδικαστική απόφαση, για να κρατούν πάντα τη μνήμη ζωντανή στη Δικαιοσύνη. Γεμάτη όμως η πόλη από μνήμες της ιστορίας, του αγώνα, του πρώτου Κυβερνήτη, πού έπεσε νεκρός μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος, δυο βήματα από το Τζαμί του Αγά Πασά, το Βουλευτικόν, που το κατάργησε μαζί με το  πολίτευμα της Τροιζήνας του 1827, ο Καποδίστριας. Μ΄όλο το έργο της ανασυγκρότησης, είπε ο Κολοκοτρώνης με τη σοφή του γλώσσα «ο Κυβερνήτης χάλασε την Ελλάδα γιατί την έκανε αμέσως φράγκικη, ενώ έπρεπε στην αρχή να την κάνει τρία φράγκικη και εφτά τούρκικη,  ύστερα μισή και μισή και κατόπιν να γίνει φράγκικη ολόκληρη».

Ναύπλιο – Δημιουργός: Clío McBeal

Από την Πλατεία του Συντάγματος μέχρι την Πλατεία των Τριών Ναυάρχων, το Κυβερνείο, το μνημείο του Δημητρίου Υψηλάντη, τη Σχολή Ευελπίδων, και στην παραλία με το πρώτο τελωνείο της ελεύθερης Ελλάδας, το Ναύπλιο διατηρεί την οικοδομική αναγέννηση της εποχής. Το Μπούρζι, το δημοφιλές βενετικό φρούριο στο νησάκι των Αγίων Θεοδώρων, δεσπόζει ανοικτά του λιμανιού.

«Να πάτε στο Τολό» μας είπε ο ταβερνιάρης το βραδάκι που τρώγαμε στο Ναύπλιο. Όμως δεν είχαμε τον χρόνο για να δούμε, όπως το είδα εγώ πολύ αργότερα, ένα Τολό αγνώριστο, με τα πολλά ξενοδοχεία, με τις καφετέριες κυριολεκτικά πάνω στο κύμα, και μόνο μ΄ένα ερειπωμένο κτήριο να θυμίζει τα παλιά, τους πρόσφυγες των κρητικών επαναστάσεων, την επανάσταση που έγινε πια καθεστώς, νεοελληνικό, δυτικό, τουριστικό… Κι ούτε σκέψη βέβαια για τα νησιά του Αργοσαρωνικού. Την Αίγινα των Μυρμιδόνων, της Ήρας και του Αγίου Νεκταρίου, την Ύδρα με το ένδοξο ναυτικό και τους θαλασσομάχους και «Το παιδί με το δελφίνι» της, τις Σπέτσες με τη Μπουμπουλίνα και με τις στέρνες της γεμάτες χρυσάφι για τον αγώνα του έθνους…

Ο δρόμος μας πηγαίνει κατευθείαν προς τις Μυκήνες, μες στον ολόχρυσο αργολικό κάμπο, για να περάσομε την Πύλη των Λεόντων. Στη διαδρομή μας συντροφευμένοι με τον εξόριστο Ορέστη, που απ΄ τη Φωκίδα αγνώριστος ερχόταν για να κάνει το χρέος του, ανεβήκαμε στην Ακρόπολη κι΄ ύστερα κατεβήκαμε στον επιβλητικό ταφικό περίβολο του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Εκεί μπροστά στα μάτια μας παίχτηκε η μεγάλη τραγωδία της Ορέστειας, με την Ηλέκτρα να κρατά στα μαύρα στήθια της τον πόνο του αδικοσκοτωμένου της πατέρα, τον αδελφό να εκτελεί εκείνες τις φρικτές δολοφονίες και τις απαίσιες Ερινύες  να καταδιώκουν τον μητροκτόνο Ορέστη μέχρι το βήμα του Αρείου Πάγου. Όπου ο Απόλλωνας με το δικανικό του λόγο κι η Αθηνά με τη δική της ψήφο, τερμάτισαν πια τη μητριαρχία κι απάλλαξαν απ΄ την κατηγορία τον εκδικητή του πατρικού δικαίου. Αίμα πολύ ξεχύθηκε πάνω στον θησαυρό του Ατρέα, ματώνοντας ως τα κυκλώπεια τείχη τα χρυσά ξίφη, τα κοσμήματα, τα προσωπεία, όλον αυτό τον θρύλο των μυκηναίων, που έδοσαν την πρώτη βασιλεία και τη δόξα και τη δύναμη   στην Ελλάδα. Για να έρθει ύστερα η Κρήτη να απαλύνει αυτό το δράμα και να χαρίσει στην Ευρώπη και στον κόσμο τον περίφημο κρητομυκηναϊκό πολιτισμό.

Η πύλη των Λεόντων πριν από τις ανασκαφές – Εθνική Πινακοθήκη

Φεύγοντας σταματούμε στην Επίδαυρο, για να ακούσομε από το άνω κοίλο θέατρο τον ήχο από το σκίσιμο ενός φύλλου χαρτιού στη θυμέλη, στο κέντρο της ορχήστρας. Μονάχα αυτός ο ταπεινός ήχος, χωρίς καν το άκουσμα  του μεγαλόπρεπου λόγου του αρχαίου ελληνικού δράματος, των έργων του Αισχύλου, του Ευριπίδη, του Σοφοκλή και του Αριστοφάνη, του διαλόγου των ηρώων και του χορού, είναι αρκετός να συγκλονίσει τον θεατή, να τον διδάξει τις μεγάλες αξίες της ζωής, να τον κάνει να νιώσει την «δι΄ ελέου και φόβου» περάτωση της τραγωδίας. Το ελληνικό θέατρο συνοψίζει έτσι τον ελληνικό πολιτισμό, τη σοφία, την αρετή και το κάλλος του, την αρμονία, τη δημοκρατία και την ελευθερία, που άνθισε πρώτη φορά σ΄αυτόν τον τόπο. Στην Επίδαυρο συγκροτήθηκε η Α΄ Εθνοσυνέλυση το ΄21, στο Άστρος η Β΄ το ΄23, στην Τροιζήνα η Γ΄το ΄27. Γεμάτος νεότερη ελληνική ιστορία ο τόπος μέχρι κάτω στο Κρανίδι, και στο παραθαλάσσιο Πόρτο Χέλι, γεμάτο τώρα με κατάρτια και εφοπλιστές.

Η διαδρομή από το Ναύπλιο στην Πάτρα κύλισε μάλλον αδιάφορα για το τοπίο, με ολιγόλεπτους σταθμούς στο Διακοφτό, τοΑίγιο, και το Ρίο. Είχαμε αφήσει εκτός του ταξιδιού μας τη Μονή της Αγίας Λαύρας, όπου κηρύχθηκε η Επανάσταση του ΄21, τους Μύλους, την αρχαία Λέρνη με τη Λερναία ύδρα, και τη νικηφόρα μάχη κατά των τούρκων, τα Δερβενάκια, όπου ο Κολοκοτρώνης συνέτριψε τον Δράμαλη και στερέωσε την Επανάσταση. Στη Σικυώνα, ούτε που σταματήσαμε, καθώς κανείς μας δεν ήξερε την ιστορία του γάμου της κόρης του Κλεισθένη. Ούτε και στην Ασίνη πήγαμε, που ο Όμηρος μια μόνο λέξη τής αφιέρωσε, πριν ο Σεφέρης την τιμήσει με την τέχνη του. Και στο λεωφορείο μέσα τα τραγούδια και τα πειράγματα κι ο νεανικός ενθουσιασμός, παρόμοιος με εκείνον του υποψήφιου γαμβρού Ιπποκλείδη, που από το μεθύσι του έχασε τη νύφη. Και για μια στιγμή ο αλαζονικός τοπικισμός μας θέλησε να υποτιμήσει την πρωτεύουσα της Πελοποννήσου. « Ού φροντίς Ιπποκλείδη». Ώσπου ο συνοδός καθηγητής να μας βγάλει απότομα απ΄ την πλάνη. «Η Πάτρα είναι μεγάλη κι όμορφη πόλη, πύλη για την Ευρώπη, με δυτικό πολιτισμό, με  ακμαίο εμπόριο, μεγάλη ναυτιλιακή κίνηση και σπουδαία βιομηχανία. Με τους μεγάλους δρόμους και τις καμαρωτές στοές, με το ναό του Αγίου Ανδρέα, τη μεγαλύτερη εκκλησία της Ελλάδας,  με το Δημοτικό της Θέατρο, Απόλλων, έργο του Τσίλλερ, αντίγραφο της Σκάλας του Μιλάνου, και τα επιβλητικά της Δικαστήρια.

Επίδαυρος

Ωστόσο πλησιάζαμε στον τελευταίο σταθμό του ταξιδιού μας, μπαίνοντας στην Ηλεία, στη βόρεια όχθη του Αλφειού, στην ξακουστή Ολυμπία, το δοξασμένο ιερό του Δία, την πατρίδα των ολυμπιακών αγώνων. Από τους πιο μεγάλους ελληνικούς θεσμούς οι αγώνες, με την παγκόσμια απήχηση, ακόμη πριν απ΄ την επίσημη καταγραφή τους, το 776 π.Χ., από την εποχή που ο Πέλοπας νίκησε στην αρματοδρομία τον Οινόμαο, τον βασιλιά της Πίσας. Στην Ολυμπία οικοδομήθηκε ο ναός του Διός με το χρυσελεφάντινο άγαλμα του, έργο του Φειδία, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου, και ο ναός της Ήρας με τον περίφημο Ερμή του Πραξιτέλους. Το βουλευτήριο, το πρυτανείο, το γυμνάσιο, καθώς και το τεράστιο στάδιο με την χωρητικότητα 45.000 θεατών, χωρίς κερκίδες, συμπλήρωναν την ιερή Άλτιν, που τα όρια της καθόρισε ο ίδιος ο Ηρακλής. Βαδίζοντας πάνω στα ίχνη του μύθου και της ιστορίας πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Με την καρδιά μας και το νου γεμάτο πια απ΄ την αρχαία και τη νεότερη Ελλάδα, από τη γνώση του παρελθόντος  και την ελπίδα του μέλλοντος, τέλειωσε αυτό το πρώτο ταξίδι στην Πελοπόννησο. Σε μερικά χρόνια ακολούθησε το δεύτερο.

«Σε βάθος χρόνου, το σπαθί νικιέται πάντοτε από το πνεύμα», είχε πει ο Ναπολέων. Αλλά δεν είχε έρθει ακόμη ο χρόνος, της πτώσης της δικτατορίας του ΄67, τότε που έδωσα τον όρκο της νομικής, «του ιερού τεμένους των μουσών εξερχόμενος, προς την αλήθειαν και το δίκαιον αποβλέπων». Η στράτευση μου έγινε αμέσως μετά, τον Ιούλιο του ΄70, στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Νεοσυλλέκτων, στο 11ο Σύνταγμα Πεζικού Τριπόλεως. Ήταν ένα ταξίδι τριών μηνών στην Πελοπόννησο, μέχρι να τοποθετηθώ στο Σύνταγμα μου στη Μακεδονία, γεμάτο διαδικασίες, με σκοπιές, ασκήσεις, αγγαρείες, με όλα όσα γεμίζουν τη ζωή του νεοσυλλέκτου. Και επιπλέον την «ηθική  διαπαιδαγώγηση», την εξύμνηση των αρετών του καθεστώτος, τη λοιδορία, τις απειλές και τις τιμωρίες των αντιφρονούντων. Γνώρισα την πρωτεύουσα της Αρκαδίας βιαστικά, στις δυο-τρεις εξόδους μου, σε παρελάσεις και στη φρουρά μέσα στην πόλη, στη Μεραρχία, τον ραδιοφωνικό σταθμό και το στρατιωτικό νοσοκομείο. Πόλη μικρή, σε οροπέδιο, κάτω από το όρος Μαίναλο, με τα ένδοξα ονόματα στους δρόμους, με μερικά νεοκλασικά, και με το άλσος της. Με το Μουσείο, τη Μητρόπολη του Αγίου Βασιλείου και το Μαλλιαροπούλειο Δημοτικό της Θέατρο.

 

Έτσι ρεαλιστική, στεγνή, χωρίς στολίδια την έζησα την Αρκαδία. Από τη νεότερη ιστορία της μου έμεναν οι στίχοι του Σολωμού. «Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει /της αθλίας Τριπολιτσάς / τώρα τρόμου αστροπελέκι / να της ρίψης πιθυμάς». Καμιά σχέση με εκείνη που ήξερα ως Αρκαδία της αρχαίας ουτοπίας, μέσα από τα Ειδύλλια του Θεοκρίτου, και τα Βουκολικά του Βιργιλίου και τα Κάρμινα του Ορατίου. Ως Αρκαδία του έρωτα, της φύσης, της αμέριμνης ζωής, εκείνης της καταστηματικής ηδονής της Αναγέννησης του Σαναντζάρο και του Σύντνεϋ. Ως Αρκαδία του τοπίου της αμφισημίας της ζωής και του θανάτου μέσα από εκείνον τον περίφημο πίνακα του Πουσέν, για  να μπορώ κι εγώ να πώ  «Εt in Arcadia ego». Μόνο ένας κατακόκκινος από παπαρούνες κάμπος στη Μαντινεία θα γεμίζει πάντα τις αναμνήσεις μου. Έξι δεκαετίες χωρίζουν την πρώτη από τη δεύτερη μεγάλη Μάχη της Μαντινείας. Το 418 π.Χ. η Σπάρτη κατανίκησε εκεί την Αθήνα. Το 362 π.Χ., σε μια αμφίβολη έκβαση, οι θηβαίοι υπερίσχυσαν των συνασπισμένων αθηναίων και σπαρτιατών. Και οι τρεις ηγεμονίες όμως είχαν καταστραφεί. Ο επίλογος του αρχαίου ελληνικού εμφυλίου γράφτηκε στα Ελληνικά του Ξενοφώντα: «ἀμφότεροι μὲν τροπαῖον ὡς νενικηκότες ἐστήσαντο, τοὺς δὲ ἱσταμένους οὐδέτεροι ἐκώλυον, νεκροὺς δὲ ἀμφότεροι μὲν ὡς νενικηκότες ὑποσπόνδους ἀπέδοσαν, ἀμφότεροι δὲ ὡς ἡττημένοι ὑποσπόνδους ἀπελάμβανον, νενικηκέναι δὲ φάσκοντες ἑκάτεροι οὔτε χώρᾳ οὔτε πόλει οὔτ᾽ ἀρχῇ οὐδέτεροι οὐδὲν πλέον ἔχοντες ἐφάνησαν ἢ πρὶν τὴν μάχην γενέσθαι· ἀκρισία δὲ καὶ ταραχὴ ἔτι πλείων μετὰ τὴν μάχην ἐγένετο ἢ πρόσθεν ἐν τῇ Ἑλλάδι». Και όλες οι παπαρούνες της Αρκαδίας βάφτηκαν ανεξίτηλα ολοκόκκινες από το άφθονο ελληνικό αίμα.

Κολοκοτρώνης

Σαν πλατανόφυλλο που ταξιδεύει πάνω στη ροή του ποταμού η Πελοπόννησος, κι εγώ περίμενα χρόνια και χρόνια για το τρίτο, το μεγάλο, το τελικό ταξίδι μου στη γη του Πέλοπα, του Λεωνίδα και του Γέρου του Μωριά. Ανάμεσα στην αρχαία και στη νεότερη εποχή της περιοχής, που τα σημάδια τους είδα στα προηγούμενα ταξίδια μου, ο τόπος γνώρισε θριάμβους και καταστροφές, κατακτητές και επαναστάτες, την Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ και τον αφέντη Λέοντα Σγουρό. Γέμισε με όλα τα φράγκικα και βενετσιάνικα κάστρα, με τα σλάβικα τοπωνύμια και με τους πύργους τους μανιάτικους. Και απόμεινε το Χρονικό του Μωρέως να διαλαλεί τη δόξα, και τον έρωτα και τον θάνατο της ιπποσύνης. Και το κάστρο του Μυζιθρά  να διαιωνίζει τη δόξα των Παλαιολόγων. Και ο Ταΰγετος κι η Μάνη κι η Τσακωνιά να συνεχίζουν μέσα στον χρόνο την Ιστορία. Κι ας λέει ο Φαλμεράγιερ τα δικά του ανιστόρητα, που η στάχτη του καιρού τα κατασκέπασε, για να φανεί η αχώριστη ενότητα αρχαίου, βυζαντινού και νέου ελληνισμού.

Απ΄ το λιμάνι της Κισσάμου, ως τα Αντικύθηρα δυο ώρες ταξιδιού για να αντικρύσομε  τον στενό κόλπο με τα λιγοστά σπιτάκια του νησιού. Κι αμέσως πάλι άλλες δυο ώρες για τα Κύθηρα, όπου μας περιμένει, άφθαστη μέσα στη γυμνή της ωραιότητα, η Κυθέρεια Αφροδίτη. Απ΄ το Διακόφτι, ως το Καψάλι και μέχρι την Αγία Πελαγία όμορφες παραλίες εναλλάσσονται, μέχρι να βγούμε απάνω  στον Ποταμό και στο Λιβάδι, κάπου στο κέντρο του νησιού. Κι ύστερα να πάμε ως στο Κατούνι, για να δούμε από κοντά τη μεγάλη πετρόκτιστη γέφυρα, που ο άγγλος διοικητής την έφτιαξε, κατ΄ εντολήν της Αφροδίτης βέβαια, για να πηγαίνει γρήγορα στο σπίτι της αγαπητικιάς του. Γιατί χρόνια αρκετά περάσανε τα Κύθηρα, σαν όλα τα επτάνησα, κι ας ήταν ξεκομμένα αυτά προς την Πελοπόννησο, κάτω από τη βενετσιάνικη, την τούρκικη, τη γαλλική, τη ρώσικη  και την εγγλέζικη εξουσία. Απ΄ όλα αυτά δεν μένουν παρά κάτι λείψανα από κάστρα στη Χώρα, στον Αυλέμονα, στην Κάτω Χώρα. Σώζονται ακόμη κάποια μεσαιωνικά στοιχεία στα χωριά, σαν τα Αρωνιάδικα. Στον  παραδοσιακό  Μυλοπόταμο, μετά τον καφέ, κάτω από τα πλατάνια του, πάμε στον γραφικό καταρράκτη της Φόνισσας και μετά στο σπήλαιο της Αγίας Σοφίας με τις βυζαντινές τοιχογραφίες. Απομεινάρια του Βυζαντίου η ερειπωμένη πρωτεύουσα, η Παλιόχωρα, και τα εκκλησάκια του νησιού. Στον πιο ιερό τόπο των Κυθήρων, στη Μονή της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, αξιόλογο νεότερο κτίσμα, με το καθολικό, που ξεχωρίζει για το μαρμάρινο τέμπλο του, πολλοί πιστοί. Μετά το λουκουμάκι, προσκυνούν τη θαυματουργή εικόνα του 12ου αιώνα, που βρέθηκε ανάμεσα στις μυρτιές ενός κατάφυτου τοπίου. Στην άλλη Μονή του νησιού, με πανοραμική θέα, την Αγία Μόνη, που ανοικοδομήθηκε μετά την Επανάσταση, με τάμα του Κολοκοτρώνη, η εκκλησία είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση, αλλά η εικόνα που τιμάται και φέρει την επιγραφή «Ή Μόνη των πάντων ελπίς», έχει στις δυο της όψεις την Παναγία και τον Άγιο Γεώργιο.  Οι μονές αυτές, όπως και το προσκύνημα του «Αγίου Ιωάννη του εν κρημνώ», στο Καψάλι, ανήκουν στην «Κοινή περιουσία του λαού των Κυθήρων και Αντικυθήρων», ένα μοναδικό στην Ελλάδα νομικό πρόσωπο, σημαντική μορφή συλλογικής ιδιοκτησίας.  Μας έμεινε η Χώρα με το κάστρο της και τα στενά σοκάκια, η νέα πλατεία με το γλυκό του κουταλιού και η κατοικία του ρώσου ναυάρχου Φιλοσοφώφ, που η επανάσταση του ΄17 τον έφερε φαροφύλακα στα Κύθηρα.

Μονή της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας στα Κύθηρα

Πατούμε πια το χώμα της Πελοποννήσου στη Νεάπολη Βοιών, στα Βάτικα, στο σπήλαιο της Καστανιάς, ως κάτω στον Κάβο Μαλιά. Κι ύστερα ο Βατικιώτης Θαλασσινός μας αποχαι-ρετά στη διαδρομή μας προς Ελαφόνησο, Μολάους, Μονεμβάσια κι όλα τα λιμανάκια της παλιάς θαλάσσιας διαδρομής Γέρακα, Κυπαρίσσι, Λεωνίδιο, ως το Γεράκι για να φτάσομε στη Σπάρτη. Η αλήθεια είναι πως πολύ γρήγορα τα προσπεράσαμε όλα τούτα τα μέρη της Λακωνικής, καθώς ο αέρας δεν μας άφησε να απολαύσομε το μπάνιο στο Ελαφονήσι και στο Παυλοπέτρι, όπου οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν την αρχαιότερη βυθισμένη πόλη με ηλικία πέντε χιλιάδων χρόνων. Και στους Μολάους μόλις ένα καφέ προλάβαμε να πιούμε και μια βόλτα να απολαύσομε στον Γέρακα, μέχρι να πάρομε τον φιδίσιο, αλλά πανέμορφο δρόμο προς το Κυπαρίσσι. Τον πιο πολύ μας χρόνο μας τον διαθέσαμε κι όχι άδικα, στη Μονεμβάσια, σαν μεθυσμένοι απ΄ το περίφημο κρασί της μαλβαζία. Εκεί που ο βράχος και το κύμα συναγω-νίζονται στην ομορφιά τα σπίτια, τα δρομάκια και τις εκκλησιές της πόλης. Η βυζαντινή Αγία Σοφία στην άνω πόλη, ο παλαιοχριστιανικός Ελκόμενος Χριστός  και η Παναγία η Κρητικιά της ενετοκρατίας, αποτελούν τους ωραιότερους ναούς, που δίδουν στο τοπίο την απόχρωση του. Ένας μόνο περίπατος από την πύλη πάνω στα θαλάσσια τείχη κι ως πάνω στην κορφή του βράχου με τα βυζαντινά ερείπια, είναι αρκετός να μας γυρίσει πίσω στα χρόνια τα παλιά του Βυζαντίου, βενετών και των κουρσάρων, που διάβαιναν απ΄ το Μυρτώο πέλαγος ως πέρα στην Ανατολή. Και ένα τζαμί, που αργότερα έγινε μονή των Καπουτσίνων, δείχνει το πέρασμα των τούρκων, ως τα ορλωφικά, τότε που η πόλη καταστράφηκε τελείως. Κι ύστερα πάλι ο τόπος πέρασε από τις περιπέτειες του εμφυλίου της Επανάστασης, ώσπου να ξαναγίνει η Ρωμιοσύνη ιδέα και θεσμός κι ένα τραγούδι εκεί, που ο Ρίτσος ο μονεμβασιώτης το έκανε ύμνο της Ελλάδας κι ο Μίκης του έδωσε τα φτερά της μουσικής για να πετάξει παντού, όπου «οι καρδιές δε βολεύονται κάτου απ΄ τα ξένα βήματα, (…) τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο (και) οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο».

Με την κάψα του απογευματινού καλοκαιριού ανεβήκαμε στο Γεράκι, στην Ακρόπολη και στο Παλιογέρακο. Σπάνιο δείγμα ατόφιου βυζαντινού οικισμού του 15ου αιώνα, με το κάστρο, τις πολυάριθμες τοιχογραφημένες εκκλησίες του και τη μεσαιωνική πολεοδομία του, μας αποζημίωσε για τον κόπο μας. Χρειαζόμαστε ύστερα τουλάχιστον μια μέρα για την Τσακωνιά, που ανήκει μεν στην Αρκαδία, αλλά είναι στην ουσία Λακωνία, όπως το δείχνει και το παρεφθαρμένο όνομά της. Κάτω απ΄ τον Πάρνωνα στην Κυνουρία κατάφυγαν ομαδικά οι λάκωνες  για να γλυτώσουν τις αβαρικές και σλαβικές επιδρομές κι έμειναν απομονωμένοι εκεί με την ποιμενική ζωή, τη μαστοριά, τη γλώσσα, τη φορεσιά και τον χορό τους. Κι όταν πια καταστράφηκε  η πρωτεύουσα τους, ο Πραστός, απ΄ τον στρατό του Ιμπραήμ το 1826, κτίστηκε το παραθαλάσσιο Λεωνίδιο (Αγιελήδι), από το εκκλησάκι του Αγίου Λεωνίδα, όπως καταγράφεται στο χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Παλαιολόγου του 1293, στον απόηχο κι αυτό της δόξας του σπαρτιάτη βασιλιά αφιερωμένο. Κόκκινος είναι ο βράχος που σκεπάζει το Λεωνίδιο, όπως η αιμάτινη ελληνική μνήμη, που σε τόπους σαν κι αυτόν θυμάται και δακρύζει για τη μεγάλη ιστορία, που προσπερνά τώρα αδιάφορα τις μαρτυρίες της. Κι εμείς βιαζόμαστε να φθάσομε στη Σπάρτη αυτό το βράδυ κι αφήσαμε με κάποια ενοχή αυτούς εδώ τους γνήσιους σπαρτιάτες, μια μέρα απ΄ το μεγάλο μας ταξίδι, που όσο πήγαινε ανέβαινε η έντασή της.

Σπάρτη

Μια νύκτα στη Σπάρτη δεν σου προσφέρει κάτι παραπάνω από πολλές ελληνικές πόλεις, με τη μεγάλη δενδροφυτεμένη λεωφόρο της, την Πλατεία του Δημαρχείου, την αγορά και τις θορυβώδεις καφετέριες. Μόνο το αίσθημα πως βρίσκεσαι στην πόλη του Λεωνίδα, που όπως στις Θερμοπύλες στέκεται τώρα φρουρός αγαλματένιος  μπρος στην αρχαία Σπάρτη, σε γεμίζει δέος, σε κυριεύει και σε γυρνά στα ένδοξα χρόνια που η πόλη ηγεμόνευε σε όλη την Ελλάδα. Μα το πρωί βλέπεις μια νέα πόλη, που κτίστηκε με το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο στη χώρα, σύμφωνα με τη θέληση του Όθωνα, που την εγκαινίασε το 1857. Ανάμεσα στο νεοκλασικά της κτίρια ξεχωρίζει το Μουσείο, με σχέδιο του Χάνσεν, απ΄ όπου αμέσως μεταφερόμαστε στα αρχαία της ερείπια, της Ακροπόλεως, του θεάτρου και των ναών της Ορθίας Αρτέμιδος, της Χαλκιοίκου Αθηνάς και του Καρνείου Απόλλωνα. Όσα ο καιρός και ο άθλιος αββάς Φουρμόν καυχήθηκε πως είχε καταστρέψει, το 1729, χωρίς να αφήσει, κατά τα γραφόμενα του, «λίθον επι λίθου», για να μην τα βρουν οι άλλοι αρχαιολόγοι. Μα μάταια θα ζητήσεις μιαν ανάμνηση του Μενελάου και της Ελένης κι ούτε σταγόνα πια από το «νηπενθές τ᾽ ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον ἁπάντων». Χάθηκαν απ΄ το τέλος του 12ου αιώνα π.Χ. οι αχαιοί και ύστερα οι δωριείς, οι όμοιοι, ξεχώρισαν από τους περιοίκους και τους είλωτες κι άρχισαν να επεκτείνονται σε όλη την Πελοπόννησο. Μέχρι που κυριάρχησαν και σε όλη την Ελλάδα, αφού υπό τους ήχους των αυλών έριξαν τα Μακρά αθηναϊκά Τείχη, ώστε να βγει και το συμπέρασμα πως η ολιγαρχία νίκησε τέλος τη δημοκρατία. Κι όμως οι νόμοι του Λυκούργου, που τους πήρε απ΄ τον Απόλλωνα, με κορυφαίο το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα, τη Μεγάλη Ρήτρα της Σπάρτης, που ορίζει τις φυλές, τις περιφέρειες, και τις αρχές, άφησαν πρώτοι «δάμω δ΄ανταγορίαν ήμεν και κράτος». Κι έτσι οι θεσμοί του δήμου, της ισηγορίας και του κράτους, έβαλαν τα θεμέλια της Δημοκρατίας εδώ στη Σπάρτη, πολύ πριν η Αθήνα ταυτισθεί με το πολίτευμα της. Κι ακόμη ολόκληρη η σπαρτιατική αγωγή, η ευνομία και τα συσσίτια έκτιζαν ένα κράτος σταθερά κοινωνικό. Μόνο που η απομόνωση, η ξενηλασία και η υπέρμετρη εξουσία των εφόρων, στέρησε από τη Σπάρτη το μερίδιο της στον κοινό ελληνικό πολιτισμό και γίνηκε αφορμή και αιτία της καταστροφής και της δικής της και της Ελλάδας τέλος. Στα Λεύκτρα και στη Μαντινεία και στη Μεγαλόπολη κατέρρευσε η δύναμη της Σπάρτης και ως τα βυζαντινά χρόνια χάθηκε ολότελα η αρχαία δόξα της. Και μόνο ο Νίκων ο Μετανοείτε αντιστάθηκε με την πίστη του στη σλαβική επιδρομή, ώσπου μετά τη φραγκική κατάκτηση ο Βιλλεαρδουίνος έκτισε το κάστρο του Μυστρά, μέσα του 13ου αιώνα, για να το παραδώσει τελικά στους βυζαντινούς και αυτοί να ιδρύσουν πια το Δεσποτάτο του Μωρέως.

Και έτσι ο Μυζηθράς, κατά το Χρονικό του Μωρέως, το απότομο βουνό, δυο βήματα απ΄ τη Σπάρτη, έγινε εκείνο το σπουδαίο πολιτικό, θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο, απ΄ όπου οι Καντακουζινοί, ο Πλήθωνας και οι Παλαιολόγοι δόξασαν  το Ύστερο Βυζάντιο. Τι να πρωτο-θαυμάσομε εμείς τώρα πια σήμερα, από τα γκρεμισμένα παλάτια και τα μοναστήρια και τους ναούς που στέκουν όρθιοι, με τον αλλιώτικο λόγω του εδάφους προσανατολισμό τους, τις στοές, τους τρούλους, και τις αγιογραφίες, και τους θυρεούς της Βασιλεύουσας. Όλη η παλαιολόγεια Αναγέννηση φαίνεται εδώ ακόμη ζωντανή, στην τέχνη, την αρχιτεκτονική, στο ύφος και στο ήθος αυτού του τόπου. Την Παναγία την Οδηγήτρα με τη σύνθεση των αγγέλων με τα χρυσόβουλα, ή την Αγία Σοφία, την εκκλησία των παλατιανών, ή την Παντάνασσα, όπου αναπαύεται η Θεοδώρα, μακριά από τον σύζυγο της. Αυτόν τον τελευταίο, απ΄ τον Μυστρά, Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνο ΙΒ΄ Παλαιολόγο, που αρνήθηκε να παραδώσει την αιώνια Πόλη και διάλεξε με τον θάνατό του «αυτοπροαιρέτως», να κλείσει τόσο τραγικά και ελληνικά και ένδοξα τη μεσαιωνική μας ιστορία.

Μυζηθράς

Από τη Σπάρτη, ως το Γύθειο και το Μαραθονήσι, με τον πύργο Τζαννετάκη, στην αρχαία Κρανάη, που στέγασε την πρώτη νύκτα του έρωτα του Πάρι και της Ωραίας Ελένης, αφήνομε την ιστορία για τον μύθο. Το Γύθειο, Γη των Θεών, σαν ζωγραφιά από κυκλαδίτικο νησί, καθόλου δεν μας προετοιμάζει για την επόμενη διαδρομή του ταξιδιού μας. Γιατί όσο κατηφορίζομε το Ταίναρο, ένας άλλος κόσμος φανερώνεται, με τους θεούς και τους ανθρώπους του, με τους πολεμικούς τους πύργους και με τα σκληρά τους έθιμα, την πίστη, την ανδρειά, το δίκιο. Αυτή είναι η Μάνη, τόπος των δαιμόνων, που κατοικούν στην Ταιναρία Άκρα, στο στόμιο του Άδη, που οι ψυχές (manes) συγχέονται με τους ψυχοπομπούς (di manes), κατά μια από τις πολλές  του ονόματος της ετυμολογικές ερμηνείες. Μα τις ψυχές, που συχνά χάνονταν άδικα, και που περιπλανιόνταν σαν σκιές, φαντάσματα και δαίμονες, έπρεπε η εκδίκηση να τις λυτρώσει. Και η Μάνη έτσι ακολούθησε  το προαιώνιο αντιπεπενθός, την αντεκδίκηση, τον «γδικιωμό». Γιατί η λεγόμενη «βεντέτα», απ΄ τους ληστές της Κορσικής (bandit), που ο Μεριμέ με την Κολόμπα του  έφερε και στην Ελλάδα, είναι μια λέξη άγνωστη και στους μανιάτες και στους κρητικούς, για τα παρόμοια έθιμά τους. Και για τον σκοτωμό που έγινε άδικα, για το αίμα που χύθηκε αδικαίωτο και την τιμή που καταλύθηκε απ΄ την ύβρι,  ρίζωσε το μανιάτικο έθιμο, σαν ένας θεσμός, με τους κανόνες του, τη διαδικασία και τη λήξη του. Ο φόνος για τον φόνο, το ξέβγαλμα κι η τρέβα, για την ανακωχή, το ψυχικό κι η ψυχαδελφοσύνη για τη συμφιλίωση. Νικλιάνοι κι αχαμνόμεροι, όπως και οι σφακιανοί καλόσειροι  και οι κακόσειροι, χωρίζονται στη Μάνη για την καταγωγή, τα πλούτη και τη δύναμη. Κι όλοι τηρούν ευλαβικά τα έθιμα τους, τον σεβασμό στους γέροντες και στις γυναίκες, τη γονική περίθαλψη, τη σκέψη πριν απ΄ την υπόσχεση, την πίστη στο καθήκον, τη φιλοξενία, την εκδίκηση των προσβολών και τη μέχρι θανάτου αγάπη της ελευθερίας. Λένε πως οι μανιάτες ήταν οι τελευταίοι από τους έλληνες που εκχριστιανίστηκαν, όμως ήταν οι πρώτοι που έτρεξαν στην Επανάσταση «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Η ίδια η πρωτεύουσα της Μάνης η Αρεόπολη, είναι στον Άρη, τον θεό του πολέμου, αφιερωμένη και οι μανιάτες πολεμιστές, με πρώτο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, «αρχιστράτηγο των σπαρτιατικών δυνάμεων», έδοσαν ποταμούς αιμάτων στον βωμό της ελληνικής ελευθερίας.

Στη διαδρομή μας ανατολικά, προς νότο, περάσαμε το Μαυροβούνι και το Σκούταρι, τον Κότρωνα, τη Λάγια, και το Πόρτο Κάγιο, λημέρι του Λάμπρου Κατσώνη, μέχρι το νεκρομαντείο του Ποσειδώνα, όλη την Κάτω Μάνη, που μας φέρνει αργά, όλο και πιο κοντά μες στην καρδιά του τόπου. Κι ύστερα από τη Βάθεια, την εξαίσια καστροπολιτεία των κρητικών του τουρκοπατημένου Χάνδακα, ως τον Γερολιμένα και την Κοίτα και τη Νόμια, με τους τρανούς κουτσουρεμένους πύργους τους κι ως το θαλάσσιο σπήλαιο του Δηρού, μέχρι την Αρεόπολη, διασχίζομε τη Μέσα Μάνη. Όνειρο και φύση, πύργοι και ψυχές και σύννεφα κι αέρας, ένα ολοκαίνουργιο τοπίο στο ταξίδι, που μας συνεπαίρνει. Κι ύστερα πια γραμμή για το Λιμένι, απ΄ όπου μάλλον φύγανε οι Γιατριάνοι από  το Οίτυλο για το Λιβόρνο κι οι Στεφανόπουλοι της Κορσικής, για να καυχούνται, πως από αυτούς κατάγεται και ο κορσικανός, ο μέγας στρατηλάτης,  που έπαιξε και έχασε τη γή «εν μιά και μόνη ώρα, εν του Βατερλώ τη χώρα». Κατόπιν απ΄ τον Άγιο Νίκωνα, απ΄ το χωριό Πολιάνα, που για τη χάρη του Οσίου άλλαξε τ΄ όνομά του, μέχρι τη Στούπα, με τα ορυχεία της, όπου ο Αλέξης ο Ζορμπάς έσμιξε με τον Καζαντζάκη και γράφτηκε το μυθιστόρημα του βίου και της πολιτείας του. Και πέρα ως την Καρδαμύλη, προίκα της Ιφιγένειας στον Αχιλλέα, με τους τάφους των Διόσκουρων, με τις αρχαίες πέτρες της Ακρόπολης, που βλέπομε κτισμένες στους τοίχους του Αγίου Σπυρίδωνα και με το κάστρο της, μια τελευταία αναλαμπή του Βυζαντίου, τον ύστερο σταθμό στην Έξω Μάνη.

Μάνη

Περάσαμε τη Μάνη μ΄ένα αίσθημα απερίγραπτο, που έφερνε κοντά τη ζωή με τον θάνατο, μια ανησυχία πως μας παρακολουθούν τα στοιχειά της γης και του ουρανού και του άδη, μια προσμονή ανείπωτη για τις νεράϊδες και τα αερικά και τις γοργόνες, που γυρίζουν στη στεριά και στη θάλασσα του τόπου και μαγεύουν τους ταξιδιώτες. Κι ακούγαμε άθελα μας συνέχεια, σαν μοιρολόγι, το τραγούδι του κάτω κόσμου: «Θεέ μου, και να ταξίδευα αντάμα με τον Χάρο,  / να ‘ν΄ το ταξίδι μου μακρύ κι ο δρόμος μου μεγάλος, / να κάτσω να τον ερωτώ για τους αποθαμένους / τι κάνουν οι άρχοντες στη γης και οι πτωχοί στον Άδη / κι αν μεγαλώνουν οι μικροί και γένονται μεγάλοι / κι αν ξαρρωσταίνουν οι άρρωστοι και γαίνου οι λαβωμένοι / κι αν έρχονται στον τόπο τους οι ξενοπεθαμένοι».

Ύστερα από τη βαριά ατμόσφαιρα της Μάνης η Καλαμάτα μας υποδέχθηκε με ένα χαρούμενο αέρα, που ξεχυνόταν από το κάστρο μέσα στην πόλη και μέχρι την παραλία. Πάνω στα ερείπια των αρχαίων Φαρών κτίστηκε το φράγκικο κάστρο,  η απαρχή της Καλαμάτας, που τόσο αγάπησαν οι Βιλλεαρδουίνοι, ώστε ένας απ΄ αυτούς να ονομαστεί ο Καλαμάτας. Και στη μικρή βυζαντινή εκκλησία των Αγίων Αποστόλων τελέστηκε στις 23 Μαρτίου του 1821 η πρώτη πανηγυρική δοξολογία στην απελευθερούμενη Ελλάδα. Και από εδώ η πρώτη αρχή της Επανάστασης, η Μεσσηνιακή Γερουσία, απεύθυνε στις ευρωπαϊκές αυλές τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας,  «ή να ελευθερωθώμεν, ή να αποθάνωμεν». Η πόλη διατηρεί και σήμερα την ωραία αρχιτεκτονική της, τα νεοκλασικά, και τα μπαρόκ και τα αρτ νουβώ κτίρια της. Και τα πολλά μουσεία της συνδέουν την παλιά με τη μοντέρνα ιστορία, καθώς η ανάπτυξη του λιμανιού και η ανθηρή οικονομία της, την ανέδειξε μέσα στις πρώτες πόλεις τη; Ελλάδας. Ύστερα προχωρώντας δυτικά περνάμε από την αρχαία Μεσσήνη, που ιδρύθηκε το 370 π.Χ. απ΄ τον θηβαίο Επαμεινώνδα, μετά τη νίκη του επί των σπαρτιατών στα Λεύκτρα. Μια απόδειξη της δύναμης της Θηβαϊκής ηγεμονίας, η Μεσσήνη με τα ισχυρά τείχη και τους ναούς, το θέατρο, το ωδείο, το στάδιο και το γυμνάσιό της.

Και το ταξίδι συνεχίζεται προς την Κορώνη, μια αρχαία αποικία απ΄ την Κορώνεια της Βοιωτίας. Πέρασε από το Βυζάντιο στη βενετοκρατία και από τον Βαρμπαρόσα στην τουρκοκρατία, μέχρι να ελευθερωθεί από τον γάλλο στρατηγό Μαιζών, μετά το Ναυαρίνο. Από ψηλά, απ΄ τα τείχη του βενετσιάνικου κάστρου της, μια ωραία θέα της περιοχής, με την Παναγία Ελεήστρια μέσα στο δάσος των φοινίκων, μας ξεκουράζει από τη διαδρομή. Ύστερα πια φθάνομε στο Ιόνιο, στη Μεθώνη, την ομηρική Αιπεία, που διατηρεί συνέχεια στην ιστορία της, μέχρι την Αχαϊκή Συμπολιτεία, την αυτονόμηση της από τον Τραϊανό, και τη βενετική οχύρωση και μέχρι την καταστροφή απ΄ τους τούρκους κι ως την απελευθέρωση και μέχρι σήμερα. Εντυπωσιακό το κάστρο της Μεθώνης, χωρίζεται με τάφρο απ΄ την ξηρά  και προχωρεί μέσα στον θαλάσσιο βράχο με την ωραία πύλη του, τα τείχη και τους πύργους και με το Μπούρτζι που μια τοξωτή γέφυρα το ενώνει. Έτσι άντεξε μέχρι το τέλος την ελληνική πολιορκία κι έπεσε μόλις το 1828 από το γαλλικό στράτευμα του Μαιζών.

Ναυμαχία του Ναυαρίνου

Ο δρόμος βόρεια πια, μας οδηγεί γοργά στην Πύλο, το Νηλίον, το Αβαρίνο,  στο γνωστό ένδοξο Ναυαρίνο. Η ιστορία της χάνεται στα βάθη της προϊστορίας, από τη νεολιθική εποχή ως την εποχή του χαλκού και την αχαϊκή περίοδο. Η πόλη ιδρύθηκε από τον ήρωα Πύλο ή τον Νηλέα τον πατέρα του Νέστορα, που το ανάκτορό του είναι γνωστό απ΄ την Οδύσσεια και βρίσκεται στον Άνω Εγκλιανό, εννιά χιλιόμετρα από τον κόλπο της Πύλου. Σπουδαίο μυκηναϊκό κέντρο, με πλήθος τα ευρήματα κι ανάμεσα τους οι πινακίδες της Γραμμικής Β΄, που λογίζεται η πρώτη ελληνική γραφή, όπως την αποκρυπτογράφησαν ο Βέντρις και ο Τσάντουϊκ. Μπορεί οι τοποθεσίες και τα ονόματα να διαφέρουν κάπως στις πηγές, το βέβαιο πάντως είναι πως η Πύλος έπαιξε μεγάλο ρόλο σε όλη την ιστορία. Οι αθηναίοι κατέλαβαν την περιοχή στα πρώτα χρόνια του πελοποννησιακού πολέμου, οχύρωσαν το ακρωτήριο Κορυφάσιον, κατανίκησαν σε ναυμαχία τους σπαρτιάτες και ύστερα κυρίευσαν το οχυρωμένο νησί, τη Σφακτηρία, που κλείνει απ΄ τον βορρά όλον τον κόλπο. Κι ήτανε τόσο μεγάλη η νίκη τους που οδήγησε στη Νικίειο ειρήνη, από τον στρατηγό Νικία, όπως μας παραδίδει, εξυμνώντας τον, ο Θουκυδίδης. Ύστερα φαίνεται πως στη βυζαντινή εποχή, από τις αβαρικές επιδρομές η Πύλος ονομάστηκε Αβαρίνο, και με επιμήκυνση, η και ίσως από τους Ναβαρραίους της φραγκοκρατίας, Ναυαρίνο. Και από τους φράγκους, με εναλλαγές πέρασε η εξουσία στους ενετούς, βυζαντινούς και τούρκους, μέχρι την Επανάσταση, που έμελλε να αποτελέσει την απαρχή ελευθερίας της Ελλάδας. Ήτανε τότε που ο αιγύπτιος Ιμπραήμ  κατανικούσε και διέλυε τους αλληλομαχόμενους επαναστάτες, όταν ο θρυλικός ο Παπαφλέσας έπεφτε ένδοξα στο Μανιάκι και ο κίνδυνος μιας νέας υποδούλωσης πρόβαλε απειλητικός, ώστε να βγεί η άγρια διαταγή του Γέρου, «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Ωστόσο οι Δυνάμεις, με τη πίεση του φιλελληνισμού, και τα δικά της καθεμιά συμφέροντα υπηρετώντας, είχαν αναγνωρίσει με το Πρωτόκολλο Λονδίνου του Ιουλίου 1827, κάποιαν αυτονομία σ΄ ένα μικρό κομμάτι της Ελλάδας. Κι ένας συμμαχικός στόλος με 27 αγγλικά, γαλλικά και ρωσικά πολεμικά στάλθηκε για να πιέσει τον Σουλτάνο ν΄αναγνωρίσει τα αποφασισμένα. Έτσι έγινε, Οκτώβρη 8/20, η Ναυμαχία του Ναυαρίνου  και η καταστροφή του αιγυπτιακού στόλου και άνοιξε ο δρόμος για την Ανεξαρτησία. Μεγάλη Παρασκευή μείναμε στο «Ξενοδοχείο των Τριών Ναυάρχων» και τη νύκτα ακριβώς του Μεγάλου Σαββάτου βρεθήκαμε στην εκκλησία της Πύλου, στο λοφάκι, όπου ένα παλιό κανόνι βροντώντας την Ανάσταση μας ξεκούφανε τόσο, που ανησυχήσαμε για το μικρό Γιωργάκι μας. Μα αυτό, χωρίς να φοβηθεί καθόλου, εντυπωσιάστηκε πολύ από έναν νάνο, που βρέθηκε τυχαία εκεί. Νάνοι αλήθεια, όσοι πίστεψαν πως χάθηκαν οι έλληνες από την Πελοπόννησο, πως θα έμεναν για πάντα στη σκλαβιά, και πως δεν θα έπαιρναν τα όπλα τους για να κτυπήσουν τους δυνάστες.

Ανήμερα του Πάσχα απ΄ την ομηρική «ημαθόεσσα» Πύλο πήραμε το δρόμο της επιστροφής, ακολουθώντας την πορεία του Τηλέμαχου προς Σπάρτη. Και το μακρύ ταξίδι μας πήρε για πάντα πια τη θέση του ανάμεσα στις πρώτες  ζωντανές μας αναμνήσεις.

 

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Εργαζόμενοι: Ωράρια «κολλημένα» στα ‘80s – Γιατί δε μειώνεται ο χρόνος εργασίας;

Γιατί οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης, δεν έχουν δει καμία...

Ενδοοικογενειακή βία: Περισσότερες από 15.000 γυναίκες αλλά και πάνω από 5.000 άνδρες έπεσαν θύματα το πρώτο 10μηνο του 2024

Ιδιαίτερη αύξηση στα περιστατικά για αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας μέσα στο πρώτο...