Γράφει ο Αντιναύαρχος (εα) Ηρακλής Καλογεράκης
Για να κατανοήσουμε πως γίνονται οι γεωφυσικές, ή σεισμικές όπως αποκαλούνται, έρευνες και τις δυνατότητες της γειτονικής μας Τουρκίας, πριν βγάλουμε το όποιο συμπέρασμα καλό είναι αναφερθούμε εν τάχει σε αυτά.
Η Τουρκία έχει συνολικά 11 ωκεανογραφικά/υδρογραφικά σκάφη εκ των οποίων μόνο τα δύο μεγαλύτερα έχουν τη δυνατότητα εκτέλεσης σεισμικών ερευνών για εντοπισμό υδρογονανθράκων.
Τα πλοία αυτά εκτός από ένα μεγάλης ακρίβειας σύστημα εντοπισμού θέσεως (GPS) και ένα προηγμένο σύστημα τήρησης θέσεως και ακριβούς πορείας (αυτόματο πιλότο), έχουν:
α. συστήματα βαθυθερμογράφων για την καταγραφή της θερμοκρασίας σε όλα τα βάθη,
β. single και multi beam ηχοβολιστικό βυθόμετρο για την καταγραφή και αποτύπωση της βαθυμετρίας του θαλάσσιου πυθμένα,
γ. sonar πλευρικής σάρωσης για τον χαρακτηρισμό του είδους (σκληρότητα και τραχύτητα) του βυθού και την αποτύπωση του
δ. σύστημα παραγωγής διαφόρων προφίλ ήχου (π.χ. Boomer, Pinger, Sparker, air gun) που θα εκπεμφθούν στη θάλασσα για να εισxωρήσουν στο βυθό.
ε. ειδικά καλώδια με υδρόφωνα για τον εντοπισμό και καταγραφή των ηχητικών επιστροφών. Τα καλώδια αυτά, συνήθως διαμέτρου 10 εκ. και μήκους μερικών χιλιομέτρων, έχουν μέσα τους εν σειρά και ανά τακτά διαστήματα συνδεδεμένα αρκετά υδρόφωνα.
Η σεισμική έρευνα
Στις σεισμικές έρευνες, δημιουργείται ένα ηχητικό κύμα που διασχίζει τη θάλασσα, εισέρχεται στο βυθό και όπου συναντά την όποια γεωλογική ανωμαλία, ανακλάται για να επιστρέψει στην επιφάνεια που ρυμουλκούνται τα απλωμένα υδρόφωνα (δέκτες).
Τα υπερευαίσθητα αυτά υδρόφωνα συλλαμβάνουν τις επιστροφές του ήχου από τα διάφορης πυκνότητας και θερμοκρασίας στρώματα και τις καταγράφουν με τη βοήθεια ειδικού τεχνολογικού εξοπλισμού. Αυτά στη συνέχεια επεξεργάζονται και αναλύονται σε εγκαταστάσεις στη ξηρά, από υπερ-υπολογιστές. Τα στοιχεία αυτά θα απεικονιστούν σε δισδιάστατους ή τρισδιάστατους χάρτες, οι οποίοι θα μας βοηθήσουν να εντοπίσουμε τους γεωλογικούς στόχους (ταμιευτήρες υδρογονανθράκων), όπου άλλα ειδικά πλοία, τα γεωτρύπανα, θα κάνουν τη γεώτρηση για την εξόρυξη τους.
Από την ηλεκτρονική επεξεργασία των δεδομένων αυτών, δημιουργείται κατά κάποιο τρόπο μια «ακτινογραφία», της υπό τον βυθό περιοχής, στην οποία αποτυπώνεται η υπεδαφική δομή. Η σύγχρονη τεχνολογία και η αλματώδης πρόοδος στη σεισμική χαρτογράφηση και στην τεχνολογία απεικόνισης, επιτρέπουν την καταγραφή ευρύτερων συχνοτήτων ηχητικών κυμάτων, παρέχοντας στους γεωεπιστήμονες και στους μηχανικούς, σε μικρότερο χρόνο περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το υπέδαφος.
Κατά τους ερευνητικούς λοιπόν πλόες, απλώνονται προσεκτικά τα καλώδια με τα υδρόφωνα τα οποία βυθίζονται σε ένα βάθος μέχρι 10 μ και στη συνέχεια αφήνεται, πιο κοντά στο πλοίο, το σύστημα παραγωγής του ήχου.
Συνήθως είναι ένα σύστημα πυροβόλων αέρος (air guns) που εκτονώνει ανά τακτά διαστήματα τον απαιτούμενο αέρα για τη δημιουργία του κατάλληλου κύματος (συχνότητα-ισχύ).
Η διαδικασία απλώματος των καλωδίων και παραγωγής ήχου ανάλογα με καιρικές συνθήκες μπορεί να διαρκέσει από 24 μέχρι και 48 ώρες. Μετά το πλοίο με τη σχεδιασθείσα ταχύτητα πλέει και ακολουθεί επακριβώς, τα απαιτούμενα από τη γεωλογική μελέτη και σχεδιασθέντα στο χάρτη ίχνη. Για το λόγο αυτό τα πλοία διαθέτουν τις υπερσύχρονες και μεγάλης ακριβείας συσκευές εύρεσης αλλά και τήρησης θέσης. Για την εκτέλεση των ερευνών και τη συλλογή αξιόπιστων στοιχείων απαιτείται χρόνος τουλάχιστο 60-70 ημερών και οι καιρικές συνθήκες (άνεμος, κυματισμός, βροχή, χαλάζι) στη περιοχή να είναι ευνοϊκές ώστε ο θόρυβος περιβάλλοντος να είναι στα κατώτατα επίπεδα.
Οι συσκευές παραγωγής ήχου παράγουν, συνήθως ανά 10-15 δλ, το ηχητικό σήμα που ταξιδεύει προς το βυθό (ταχύτητα διάδοσης του ήχου στη θάλασσα είναι περίπου 1500 μ/δλ ανάλογα με θερμοκρασία, πίεση, αλατότητα).
Τα κύματα εισχωρούν στο βυθό σε ένα βάθος περίπου 4 με 6 χιλιομέτρων (ταχύτητα διάδοσης περίπου 2.500 μ/δλ) ανάλογα με τις απαιτήσεις της έρευνας.
Το ηχητικό κύμα, ανακλάται στις διαχωριστικές επιφάνειες των γεωλογικών στρωμάτων και επιστρέφει στην επιφάνεια, όπου συλλαμβάνεται (Acquisition).από τα ρυμουλκούμενα καλώδια που έχουν τα υδρόφωνα.
Τα συλλεγόμενα σήματα μαζί με όλα τα άλλα απαραίτητα στοιχεία επεξεργάζονται (processing), στους εξαιρετικά ισχυρούς και σύγχρονους υπολογιστές για να γίνει η ανάλογη ανάλυση και ερμηνεία (Interpretation).
Από αυτή την «ηχητική ακτινογραφία» θα προκύψουν τα συμπεράσματα για την ύπαρξη ή όχι, περιοχών με υδρογονάνθρακες.
Η περίπτωση του Oruçreis
Το πλοίο Oruçreis έπλεε στη περιοχή που ανακοινώθηκε με τη παράνομη NAVTEX και που όπως βλέπουμε στο παρατιθέμενο χάρτη, είναι στην ανοικτή θάλασσα (σε διεθνή ύδατα) και έχει σχεδόν σε όλο της το εύρος βάθος 3.000 μέτρα.
Το μεγαλύτερο της περιοχής (το βορειοδυτικό) βρίσκεται εντός της εν δυνάμει Ελληνικής ΑΟΖ αφού δεν έχει ανακηρυχτεί ακόμη, ένα μικρό της μέρος (ανατολικά) βρίσκεται εντός της Κυπριακής ΑΟΖ και ένα πολύ μικρό μέρος η βόρεια γωνία είναι εντός της εν δυνάμει Τουρκικής ΑΟΖ.
Στη περιοχή λοιπόν αυτή και με τα χαρακτηριστικά του πλοίου, δεν μπορεί να λειτουργήσει το ρομποτικό υποβρύχιο όχημα για συλλογή δειγμάτων από τον βυθό γιατί αυτό πάει μέχρι 1500 μέτρα, ούτε και η συσκευή Geological Sampling Box Corer που πάει μέχρι 2.500μ. Μπορεί όμως οριακά να χρησιμοποιηθεί το Piston Corer (μέχρι τα 3.000 μ) για τη συλλογή των ιζημάτων. Όμως η χρήση αυτού την ημέρα μπορεί να γίνει αντιληπτή από απόσταση ενός χιλιομέτρου ενώ τη νύχτα είναι δύσκολη. Αν λοιπόν έκανε τέτοια ενέργεια και αυτή έγινε αντιληπτή, τότε ναι, παραβίασε την υφαλοκρηπίδα μας και ας μην έχουμε ανακοινώσει τα εξωτερικά της όρια στον ΟΗΕ. Η υφαλοκρηπίδα μας υπάρχει ab initio και ipso facto και το τουρκικό ερευνητικό κινήθηκε μέσα στη περιοχή που προσδιορίζει η Ελλάδα βάσει της μεθοδολογίας της μέσης γραμμής)
Η συλλογή δειγμάτων νερού (Sampling), η συλλογή στοιχείων περιοχής όπως θερμοκρασίας, αλατότητας, ανέμου, κυματισμού κοκ (DATA Acquisition), μπορεί να γίνει χωρίς να παραβιάζει κανένα κανόνα αφού δεν έχουμε ακόμη ανακηρύξει ΑΟΖ. Το πλοίο ήταν στην ανοικτή θάλασσα όπου η επιστημονική έρευνα είναι ελεύθερη (Μέρος VII, Ανοικτή Θάλασσα, Τμήμα I, Γενικές Διατάξεις, άρθρο 87 παράγραφος 1 στ της σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας).
Ειδικότερα όμως στη περίπτωση της λήψης θερμοκρασιών που χρησιμοποιείται ο βαθυθερμογράφους απορριπτόμενου στοιχείου, επειδή η βολίδα στο τέλος πέφτει στο βυθό και εισέρχεται στα ιζήματα του, μπορούμε να πούμε πως παραβιάζει την υφαλοκρηπίδα μας.
Η εκτέλεση βαθυθερμογραφικής παρατήρησης δεν είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτή, όμως είναι σίγουρο πως γίνεται γιατί τα στοιχεία της είναι απαραίτητα.
Το πλοίο έχει τη δυνατότητα να κάνει σεισμικές έρευνες 2D και 3D μέχρι βάθος 20.000. Όμως η εκτέλεση απαιτεί χρήση πηγών παραγωγής ήχου που θα εκπέμπονται τουλάχιστο ανά 10-12 δλπ επί 24ώρου βάσεως,. Οι ήχοι όμως αυτοί μπορούν εύκολα να εντοπιστούν από πάρα πολύ μεγάλη απόσταση (10-15 νμ).
Το πλοίο απ’ότι είδαμε είχε απλώσει καλώδια, όπως και το σύστημα συσκευών παραγωγής ηχητικών κυμάτων και έπλεε συνεχώς με χαμηλή ταχύτητα. Συνεπώς, αφού το ανέφερε και ο τέως σύμβουλος ασφαλείας του πρωθυπουργού, το πλοίο έκανε έρευνες δηλ. γινόταν κανονικά οι εκπομπές των ηχητικών σημάτων.
Η χρήση ηχητικών σημάτων που εισχωρούν στο βυθό κατά τις έρευνες, αφενός εμπίπτουν στον όρο «εξερεύνηση της υφαλοκρηπίδας» και αφετέρου γίνονται για εντοπισμό υδρογονανθράκων. Συνεπώς το πλοίο έκανε παραβίαση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων (άρθρο 77 παράγραφος 2 της σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας) και ας μην έχουμε καταθέσει τα εξωτερικά όρια της υφαλοκρηπίδας στον ΟΗΕ αφού αυτή υπάρχει ab initio και ipso facto.
Το πλοίο ερευνών έπλεε συνεχώς στη περιοχή με μικρή ταχύτητα και επειδή στις έρευνες χρησιμοποιούνται μικρές ταχύτητες (3-5 κόμβοι και όσο μεγαλύτερο το βάθος περιοχής, τόσο μικρότερη η ταχύτητα έρευνας), αυτό σημαίνει πώς ερευνούσε. Όμως, η παρουσία πέντε συνοδών και μάλιστα τόσο κοντά, μας προδίδει ότι το πλοίο δεν ενδιαφερόταν να λάβει αξιόπιστα και αξιοποιήσιμα στοιχεία αλλά ήθελε να προκαλέσει εντυπώσεις, να ελέγξει αντιδράσεις και γενικά να κάνει θόρυβο.
Τα όποια στοιχεία συνέλεξε το πλοίο είναι ανακριβή και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διαμόρφωση σωστών γεωλογικών χαρτών για εντοπισμό συγκεντρώσεων υδρογονανθράκων. Επίσης όλες οι έρευνες για εντοπισμό κοιτασμάτων υδρογονανθράκων διαρκούν τουλάχιστο 2μήνες και όχι 2 εβδομάδες, εκτός και αν κάτι συμβεί και διακοπούν.
Η Τουρκία συνεπώς με αυτά που είδαμε, χρησιμοποίησε και τη NAVTEX και το Oruçreis με τα 5 συνοδά πολεμικά του, για να προκαλέσει και να ισχυροποιήσει τις γεωπολιτικές της διεκδικήσεις στη περιοχή.
Τα γεγονότα αυτά έδειξαν για άλλη μια φορά πως πρέπει να βιαστούμε στην χάραξη των εξωτερικών ορίων της περιοχής μας (υφαλοκρηπίδα) για να μπορούμε άφοβα να την υπερασπιζόμαστε!
Δεν είναι δυνατόν η Τουρκία που δεν είναι καν μέλος της σύμβασης για το δίκαιο της Θάλασσας, να συμμορφώνεται με πρόνοιες της συνθήκης, να χαράσσει παράνομα σύνορα με χώρα που δεν είναι ούτε απέναντι ούτε προσκείμενη της και να ενημερώνει τον ΓΓ/ΟΗΕ για τα όρια και εμείς που είμαστε μέρος της σύμβασης, να μην έχουμε ακόμη συμμορφωθεί με το άρθρο 76 παράγραφος 9 που αναφέρει: «Το παράκτιο κράτος καταθέτει στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών χάρτες και σχετικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων και γεωδαιτικών στοιχείων που περιγράφουν μόνιμα τα εξωτερικά όρια της υφαλοκρηπίδας του. Ο Γενικός Γραμματέας δίνει τη δέουσα δημοσιότητα σ’ αυτά.». Αυτό ανεξάρτητα του ότι πολλοί μπορεί να πουν πως αφορά όρια άνω των 200 νμ αφού η επανάληψη και ασάφεια εννοιών σε συνδυασμό με συγκεχυμένη παραγραφοποίση μπορεί να το δικαιολογήσει.
Επίσης για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας πρέπει να αξιοποιήσουμε το ταχύτερο τις προβλέψεις των παραγράφων 1 & 2 του άρθρου 83 που λέει: «Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας με βάση το διεθνές δίκαιο προκειμένου να επιτευχθεί μια δίκαιη λύση. Αν η συμφωνία δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα σε εύλογο χρονικό πλαίσιο, τα ενδιαφερόμενα κράτη (η Λιβύη είναι μέρος της σύμβασης) προσφεύγουν στις διαδικασίες που προβλέπονται στο μέρος XV». Πρέπει με κάθε τρόπο να δημοσιοποιήσουμε τα όρια έστω και με κάποια υποσημείωση.
Όσον τώρα αφορά την ΑΟΖ πρέπει το ταχύτερο να συμφωνήσουμε με την Κύπρο, να προσδιορίσουμε τη κοινή γραμμή Κύπρου, Αιγύπτου, Ελλάδας και μετά να ενημερώσουμε τη Λιβύη για τα κοινά μας σύνορα. Αν δεν το κάνουμε θα εμφανιστούν και από εκείνη την κατεύθυνση μεγάλα προβλήματα.
Φυσικά πριν κάνουμε όλα αυτά θα πρέπει απαραιτήτως να έχουμε προχωρήσει στη χάραξη των γραμμών βάσεως για να είναι η αφετηρία μετρήσεως όλων των ζωνών, αντί της φυσικής ακτογραμμής που έχουμε τώρα, και να τις ανακοινώσουμε στον ΟΗΕ.