Γράφειο ο Βαγγέλης Πάλλας
Δημοσιογράφος I.J.F
Λίγες μέρες πριν την επέτειο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας, κάθε είδους αποτίμηση των 41 χρόνων που παρήλθαν μας οδηγεί στο εξής ερώτημα: Τι απέγινε η αριστερά στη χώρα μας;
Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται 41 χρόνια από την αποκατάσταση ή μάλλον την ίδρυση της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας.
Αντίθετα με τις υπόλοιπες εθνικές επετείους, η 24η Ιουλίου του 1974 εορτάζεται όχι με μια επιβλητική στρατιωτική παρέλαση αλλά με μια, συμπαθητική απλώς, δεξίωση στους κήπους του Προεδρικού Μεγάρου. Λογικό. Η θέσπιση ενός καθεστώτος – λελογισμένης έστω – λαϊκής κυριαρχίας στην Ελλάδα προήλθε από τη χρεοκοπία των ενόπλων δυνάμεων. Εάν δεν είχε συμβεί το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, εάν δεν είχε αποδειχθεί η στρατιωτική χούντα τελείως ανίκανη να αντιμετωπίσει την κατάσταση που η ίδια είχε προκαλέσει, καμία πράξη αντίστασης δεν θα κατάφερνε να την ανατρέψει. Ο ηρωισμός του Αλέκου Παναγούλη, η τριήμερη εξέγερση του Πολυτεχνείου, οι μερικές χιλιάδες άνθρωποι που φυλακίστηκαν ή βασανίστηκαν εξωραΐζουν απλώς το γεγονός της επταετούς υποταγής του ελληνικού λαού σε μια δράκα ημιαγραμμάτων και ημιπαραφρόνων αξιωματικών, που ωστόσο ήξεραν να τον κολακεύουν χαρίζοντας τα χρέη στους αγρότες, μυθοποιώντας την πορεία του Παναθηναϊκού προς το Γουέμπλεϊ, ευλογώντας γενικά τις πιο ποταπές και τις πιο κιτς πτυχές της εθνικής ψυχοσύνθεσης. Η φράση «ε, ρε, Παπαδόπουλος που μας χρειάζεται!» ξεστομιζόταν για δεκαετίες ίσως μετά την πτώση της δικτατορίας από διάφορους ταλαίπωρους, που ένιωθαν πιο οικείο τους τον «τίμιο» καραβάνα από τους «διεφθαρμένους» πολιτικούς… Η πρόοδος πάντως που επιτελέστηκε από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα είναι αναμφισβήτητα τεράστια. Τόσο μεγάλη, ώστε οι άνθρωποι που διατηρούν κάποια ιστορική μνήμη έχουν συχνά την αίσθηση ότι έχουν ζήσει σε δύο διαφορετικές χώρες.
Το 1974, η φτωχή Ελλάδα κοιτούσε με δέος την ανεπτυγμένη Δύση, περίμενε τα εμβάσματα των ναυτικών και των μεταναστών της, χόρευε καλαματιανούς μέσα σε λεωφορεία που αγκομαχούσαν στους κακοτράχαλους δρόμους της, μαζευόταν στα καφενεία της επαρχίας για να δει ασπρόμαυρη τηλεόραση κι ονειρευόταν ακόμα την αντιπαροχή, που θα της εξασφάλιζε ένα μικρό διαμέρισμα με λουτροκαμπινέ. Το 1974, ένα ταξίδι στο Λονδίνο αποτελούσε για τον μέσο Έλληνα όνειρο ζωής, μια κούτα εισαγόμενα τσιγάρα εθεωρείτο δώρο περιωπής, ο κόσμος έπινε ρετσίνα στα κουτούκια, η ελληνοχριστιανική ηθική απασχολούσε λογοκριτές οι οποίοι μαύριζαν με μαρκαδόρο τις ρώγες των κοριτσιών στα σοφτ πορνό περιοδικά. Εάν κάποιος πέθαινε το 1974 και επανερχόταν στη ζωή το 2015 θα θαμπωνόταν απ’ την ένταση των χρωμάτων και την ποικιλία των μουσικών, των γεύσεων, των «διαφορετικών» συμπεριφορών στη σημερινή Ελλάδα, οι οποίες όχι μόνο επιτρέπονται αλλά και ενθαρρύνονται, αρκεί να εντάσσονται σε κάποιο life style.
Η απόσταση που διανύθηκε τα τελευταία 41 χρόνια καθιστά το εγχείρημα της μεταπολίτευσης άκρως επιτυχημένο και δικαιώνει εκείνους που το πραγματοποίησαν θετικά η Αρνητικά.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανέλαβε υπό συνθήκες αυτόχρημα δραματικές και πέτυχε να εγκαθιδρύσει ένα μοντέλο δυτικής δημοκρατίας, αποδεδειγμένης πλέον διάρκειας και αντοχής. Έλυσε το καθεστωτικό απαλλάσσοντας οριστικά τη χώρα από τους βασιλιάδες και τις αυλές τους (που επανεμφανίστηκαν υπό μορφήν φάρσας μία γενεά αργότερα ποζάροντας στις στήλες των κοσμικών εντύπων) και υπέγραψε τη συμφωνία ένταξης στην ΕΟΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ολοκλήρωσε τον εκδημοκρατισμό -σάρωσε το μετεμφυλιακό κράτος των χωροφυλάκων-και γκρέμισε “ τα κάθε λογής κοινωνικοπολιτικά στεγανά που έκαναν ένα μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων να αισθάνονται καταδικασμένοι στην «απ’ έξω». Ο Κώστας Σημίτης επαγγέλθηκε την εξυγίανση -«όχι στην Ελλάδα των κολλητών, ναι στην Ελλάδα των μ πολιτών»- και περιέγραψε μια χώρα με σύγχρονες δομές, ικανή να συμμετέχει στον σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα και να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στα Η Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή.
Τι λείπει τότε “τι φταίει και η καρδιά μου καίει” (Ν. Πορτοκάλογλου).
Λείπει κατά τη γνώμη μου η αριστερά. Η αριστερά που έδινε κάποτε ταξική συνείδηση και περηφάνια στους απλούς ανθρώπους, που πρόσφερε ένα διαφορετικό σύστημα αξιών, μια προοπτική ρήξης και ανατροπής, ένα συλλογικό όνειρο. Για το μέλλον.
Η Αριστερά που προσείλκυε επί δεκαετίες τα καλύτερα παιδιά και μερικούς απ’ τους σημαντικότερους διανοουμένους, η Αριστερά που – παρά τις εσωτερικές της αγκυλώσεις – κατάφερε να εμπνεύσει πλατιά λαϊκά μέτωπα: το ΕΑΜ επί κατοχής, την ΕΔΑ πριν από τη δικτατορία. Η Αριστερά που διαδραμάτισε (ημι) παράνομη το ρόλο του κοινωνικού καταλύτη, βρέθηκε απολύτως νόμιμη μετά το 1974 να διασπάται αλλεπάλληλα, να συρρικνώνεται ολοένα και να οδηγείται στα μετόπισθεν – είτε στο περιθώριο – των εξελίξεων.
Ακόμα και αν υπήρξαν φωτεινές στιγμές, η Αριστερά στάθηκε ο μεγάλος χαμένος της Μεταπολίτευσης, αφού ποτέ δεν μπόρεσε να διατυπώσει μια πειστική εναλλακτική πρόταση.
Μονάχα μία σύγχρονη απροκατάληπτη και επαναστατική επί της ουσίας αριστερά θα μπορούσε να αποτελέσει το αντίπαλο δέος των νεοφιλελεύθερων οικονομικών επιλογών, απέναντι στις εθνικιστικές και ξενοφοβικές κορώνες των ένθεν και ένθεν. Κομματαρχών, αλλά και στην κυριαρχία του Life Style, την έπαρση των νεόπλουτων και την αποβλακωτική ηγεμονία των συστημικών ΜΜΕ. Μονάχα μια τέτοια αριστερά θα μπορούσε να υπαγορεύσει ένα μοντέλο συλλογικότητας.
Μια Τέτοια αριστερά είναι εδώ …