του Μανώλη Κλώντζα *
Η καταστροφή των ιστορικών φυσικών τοπίων και η ανάγκη υπεράσπισης των ενιαίων- νέου τύπου μνημείων
Ζούμε σε μια εποχή ολικής ανατροπής της ιστορικής σχέσης ανθρώπου και περιβάλλοντος. Εδώ και χρόνια έχει σχεδόν χαθεί η σύνδεση του φυσικού ιστορικού τοπίου με τις τοπικές κοινωνίες, την τοπική αγροτική οικονομία. Ο ντόπιος πληθυσμός στην συντριπτική του πλειοψηφία έχει σταματήσει να καλλιεργεί και να παράγει όλα εκείνα τα αγαθά που ιστορικά έθρεψαν εκατοντάδες γενιές, σταμάτησε να συντηρεί τις πεζούλες, τις κατασκευές για την συλλογή νερού, τα καλντερίμια και τα μονοπάτια. Αυτό εκτός των άλλων έχει ως αποτέλεσμα την ταχεία διάβρωση του εδάφους, την μεταβολή του χαρακτήρα της χλωρίδας και πανίδας, την άναρχη βόσκηση σε τελική ανάλυση την αποξένωση του τόπου από τις τοπικές κοινωνίες. Οι γεωργικές καλλιέργειες στα πεδινά πάσχουν από την εντατική μονοκαλλιέργεια, την υπερεκμετάλλευση των εδαφών, την ανατροπή του φυσικού ιστορικού και γεωλογικού ανάγλυφου. Μια διαδικασία που οδηγεί στην εν πολλοίς μετατροπή των ζωντανών και γεμάτων ζωή εδαφών σε μάζα ανόργανης ύλης, της εξαφάνισης της ιστορικής- παραδοσιακής χλωρίδας και πανίδας.
Η άναρχη δόμηση, εκείνη κυρίως που σχετίζεται με την τουριστική οικονομία, είναι βασισμένη σε επιλογές ευκαιριακές, χωρίς καμία έστω και στοιχειώδη συμβολή των τεράστιων δυνατοτήτων και της συσσωρευμένης γνώσης από την ανάπτυξη των επιστημών. Η εξέλιξη και η επιτάχυνση της διαδικασίας αυτής επιβαρύνει ακόμα περισσότερο το πρόβλημα.
Η προστασία και η διάσωση του ιστορικού φυσικού τοπίου μας, εκείνου που στον ένα ή στον άλλο βαθμό χαρακτήριζε για αιώνες ή για χιλιετίες τους τόπους μας είναι αναγκαιότητα όχι μικρότερης αξίας ή διαφοράς σε σχέση με τα μνημεία ή τεχνουργήματα ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης εργασίας δηλαδή αυτά που συνηθίζουμε να αποκαλούμε αρχαιότητες ή μνημεία.
Τι είναι όμως μνημείο;
Μνημείο είναι το κάθε κινητό ή ακίνητο, υλικό ή άυλο αντικείμενο από το οποίο μπορούμε να αντλήσουμε κάποια ιστορική πληροφορία, είναι στην ουσία το κάθε υλικό ή άυλο αποτύπωμα της επενέργειας του ανθρώπου στην φύση.
Με βάση αυτή την προσέγγιση, μνημείο αποτελούν τα υπεραιωνόβια δένδρα , το κρητικό άλογο, αλλά ακόμα και η κρητική διάλεκτος, άσματα, ή η ιδιαίτερη μουσική που επιβιώνει στο πέρασμα των αιώνων κλπ. Μια ελιά χιλιάδων ετών αποτελεί ένα ζωντανό μνημείο που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από ένα ανθρώπινο τεχνούργημα ή κατασκευή. Ειδικά στην περίπτωση που δεν μιλάμε για άγρια ελιά, αλλά για ένα δένδρο που για εκατοντάδες γενιές, πρόγονοί μας, με τον ιδρώτα τους καλλιέργησαν για να καλύψουν τις φυσικές ανάγκες τους. Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό και τα κρητικά άλογα που τείνουν σε εξαφάνιση(αφού με ευθύνη της κεντρικής και τοπικής διοίκησης δεν έχουν αναγνωριστεί ως τέτοια) , η κρητική μέλισσα κ.α. Με άλλα λόγια μνημείο δεν είναι μόνο ένα τεχνικό συγκρότημα , μια κατασκευή, κάποιο τεχνούργημα. Είναι και το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εντάσσονται όλα αυτά , αλλά και σε τελική ανάλυση είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι, η κοινωνία, η φύση ως ενότητα μέσα από μια ιστορική οπτική που δένει το χθες μας, με το σήμερα και το αύριο.
Μνημεία δηλαδή μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα προσέγγισης είναι όλα εκείνα τα δημιουργήματα προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας(όπως όμως και της σκέψης ως κορυφαίας έκφρασής της), τα φυσικά έμβια ή ανόργανα αποτελέσματα της επενέργειας του ανθρώπου στο δοσμένο φυσικό ιστορικό τοπίο.
Κυρίως η αρχαιολογική έρευνα, μας επιβεβαιώνει πως ένα από τα βιολογικά κοινωνικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου είναι ότι κατανοεί την ύπαρξη του παρελθόντος ή του μέλλοντος και προβληματίζεται πάνω σε αυτά. Θέτει ερωτήματα, κάνει αναγωγές και ψάχνει για απαντήσεις που τις χρησιμοποιεί περισσότερο ή λιγότερο, ατομικά ή συλλογικά για την καλυτέρευση του επιπέδου ζωής του.
Είναι μία επίμονη μακρόχρονη διαδικασία που φτάνει στο ανώτερο στάδιό της με την έρευνα. Κατάφερε όμως να φτάσει εξίσου κοπιαστικά με τα όποια ιστορικά πισωγυρίσματα και στο ανώτερο στάδιο έρευνας που είναι η επιστημονική έρευνα παρά την διάσπαση της που την χαρακτηρίζει την εποχή μας. Η κατανόηση του παρελθόντος ως μέρος του «είναι μας» αποτελεί στην ουσία (στη βάση της επενέργειας με την οργανική και ανόργανη φύση μας) μία φυσική, βιοχημική, κοινωνική διαδικασία που εξελίσσεται στον χρόνο. Δεν μένει στάσιμη. Είναι μια διαδικασία που δεν είναι ούτε γραμμική, ούτε έχει πάντα την ίδια δυναμική.
Ίσως η βασικότερη επιστήμη που μελετά την σχέση αυτή στο πέρασμα των χιλιετιών είναι και η αρχαιολογία. Η ταχύτατη ανάπτυξη της αρχαιολογίας ως επιστήμης άρα και της οπτικής της για τα μνημεία και για τον κόσμο μας, εδράζεται στην απαραίτητη για τις ανάγκες της έρευνας δημοκρατική και ισότιμη συνεργασία με άλλες επιστήμες. Μια διαδικασία εντελώς αναγκαία για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Η αρχαιολογία στις μέρες μας θέτει για το παρελθόν τα ίδια σύνθετα ερωτήματα που θέτει καθημερινά για το σήμερα ο άνθρωπος. Από αυτή την άποψη εδώ και καιρό έχει ξεπεράσει τον ίδιο της τον «εαυτό» περνώντας σε ένα νέο επίπεδο. Στο επίπεδο της ενιαίας επιστήμης ή της κοσμολογίας. Από μόνο του όμως αυτό το άλμα ανατρέπει σε μεγάλο βαθμό την παλιά οπτική για τα ίδια τα μνημεία, αλλά και για τον ίδιο τον ρόλο της επιστήμης ευρύτερα. Όλο και περισσότερο γίνεται αντιληπτή και αποδεικνύεται ερευνητικά η πολυεπίπεδη σημασία της φύσης μέρος της οποίας είναι η ανθρώπινη κοινωνία.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στον Ισθμό της Ιεράπετρας οι άνθρωποι εκείνοι που με τον κόπο τους χρόνια τώρα διαφύλαξαν και προστάτεψαν αυτά τα αρχαία δένδρα ήταν εκείνοι που πρωτοστάτησαν στην υπεράσπιση του ενιαίου αρχαιολογικού χώρου από την καταστροφή που προκαλείται από την χωροθέτηση βιομηχανικών αιολικών πάρκων. Βρέθηκαν εξαιτίας αυτής της οπτικής τους δίπλα σε αρχαιολόγους που υπερασπίζονται ακριβώς τις ίδιες αξίες. Είναι ένα μεγαλούργημα του ανθρώπου παραγωγού και δημιουργού αξιών που εδράζεται ακριβώς στην ιδιαίτερη αυτή σχέση με την ίδια τη φύση. Σήμερα η UNESCO τέτοιες μνημειακές ενότητες, όπως αυτό του Ισθμού Ιεράπετρας, που αγκαλιάζονται από τις τοπικές κοινωνίες προσπαθεί να αναδείξει. Η επιλογή μεμονωμένων ανθρώπινων ιστορικών κατασκευών, αποσπασμένων από τη σχέση τους με την φύση και την τοπική κοινωνία αποτελεί εδώ και αρκετό καιρό ξεπερασμένο παρελθόν. Δυστυχώς όμως η καταστροφή από την ανατροπή του φυσικού – ιστορικού – γεωλογικού αναγλύφου που λαμβάνει χώρο στην ευρύτερη περιοχή κλείνει τις πόρτες σε τέτοιες προσπάθειες ένταξης του ενιαίου αρχαιολογικού, φυσικού, ιστορικού τοπίου στην UNESCO.
Φυσικά από την άλλη, αυτή ακριβώς η διαδικασία υπεράσπισης των μνημείων και της φύσης από την τοπική κοινωνία, κόντρα στον άναρχο χαρακτήρα της παραγωγής και των κυρίαρχων επιλογών, κόντρα στη βία που ασκείται εκεί από τις εταιρείες, την κεντρική ή τοπική διοίκηση, σε συνδυασμό με τον σημαντικότατο μνημειακό και φυσικό πλούτο της περιοχής είναι εκείνο που η UNESCO πρέπει να προστατεύσει. Θεωρώ ότι η τοπική κοινωνία μέσω των πολιτιστικών συλλόγων της και άλλων συλλογικοτήτων θα μπορούσε να καταφέρει να το θέσει ως στόχο.
Η ανάδειξη της ιδιαίτερης ιστορικής σχέσης της τοπικής κοινωνίας με την φύση προβάλει την αδιάσπαστη αυτή ενότητα και αυτό γιατί ο άνθρωπος και η κοινωνία του δεν μπορεί να κατανοηθεί αποκομμένα από τη φύση. Αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα στο πλαίσιο της οποίας αλληλοεπιδρούν και μεταλλάσσονται. Αποτελέσματα της διαδικασίας αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με τη φύση είναι η εξέλιξη του ίδιου του ανθρώπου, όπως και σε μεγάλο βαθμό οι αλλαγές στη φύση είναι αποτέλεσμα της επενέργειας του ανθρώπου στο πλαίσιο της.
Ο άνθρωπος εξελίσσεται ως βιολογικό ον στο πλαίσιο της φύσης, αλλάζει χρώμα, ύψος, αισθητηριακές και επικοινωνιακές δεξιότητες, τρόπο ζωής. Ταυτόχρονα με την επενέργειά του στη φύση αλλάζει ιστορικά τον χαρακτήρα της φύσης. Μεταλλάσσει τη φύση προσαρμόζοντάς την στις ανάγκες του.
Τα μνημεία λοιπόν δεν είναι τίποτα άλλο από αδιάσπαστο μέρος αυτής της ίδιας φυσικής ενότητας και ως τέτοια πρέπει να κατανοηθούν, να προστατευτούν και να αναδειχθούν.
Η κοινωνική, βιοχημική ανάγκη του ανθρώπου για κατανόηση του παρελθόντος του είναι αποδεδειγμένη αρχαιολογικά. Στην ουσία τα όποια μνημεία δεν είναι τίποτα άλλο από μεταλλαγμένη φύση με την οποία ο άνθρωπος συνδέεται μέσα από τη διαδικασία της ιστορικής, κοινωνικής σκέψης. Μέσα δηλαδή από την σύνθετη αυτή διαδικασία τα υλικά μνημεία αποκτούν υπόσταση και στο επίπεδο της μνήμης ή της συνείδησης. Σήμερα οι νέες τεχνολογίες επιστημονικής καταγραφής και αποτύπωσης αναδεικνύουν περίτρανα όλο αυτό το μεγαλείο.
Μνημειακούς τόπους και αναφορές ο άνθρωπος είχε σε όλη τη μακρόχρονη περίοδο που αντιλαμβανόμαστε τον άνθρωπο ως τέτοιο. Άρα λοιπόν αποτελεί μια διαδικασία που περνάει κατά πολύ τη θεσμοθετημένη από τις πολιτειακές ή κρατικές δομές «μνημειακή πολιτική». Η σύγχρονη επιστήμη ακριβώς αυτή την ιδιαίτερη σχέση προσπαθεί να κατανοήσει και να αναδείξει. Άρα οι αρχαιολόγοι, οι ανθρωπιστικοί επιστήμονες που ασχολούνται με τα μνημεία και την κοινωνία θα πρέπει να επικαιροποιούν, να επικοινωνούν τη νέα γνώση και ταυτόχρονα να αφουγκράζονται τις τοπικές κοινωνίες.
Σήμερα η εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής στην βάση της άναρχης μονοκαλλιέργειας ή πολύ περισσότερο τα βιομηχανικά αιολικά πάρκα έχουν διαφορετικές επιπτώσεις από τόπο σε τόπο. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχουν όλοι οι τόποι το ίδιο γεωλογικό φυσικό ανάγλυφο, γιατί δεν έχουν όλοι οι τόποι τις ίδιες κλιματολογικές, υδρολογικές συνθήκες, πολύ περισσότερο δεν έχουν όλοι οι τόποι την ίδια φυσική ιστορικότητα και τις ίδιες φυσικές παραγωγικές δυνατότητες.
Ας πάρουμε το παράδειγμα της Ολλανδίας σε σχέση με τα βιομηχανικά αιολικά πάρκα: πολύ μεγάλο μέρος της χώρας έχει ένα φυσικό ιστορικό τοπίο που χρονολογείται μόλις μερικούς αιώνες, με αλούβια γεωλογικά στρώματα. Εκεί έχουμε όπως φαίνεται μικρότερες επιπτώσεις. Το ίδιο συμβαίνει και σε περιοχές όπως πχ η Ουγγαρία ή η βόρεια Γερμανία. Στην Ελλαδική χερσόνησο όμως και ειδικά στα νησιά η κάθε παρέμβαση ανατρέπει άρδην και ανεπιστρεπτί όχι μόνο το ιστορικό φυσικό τοπίο αλλά και το γεωλογικό φυσικό ανάγλυφο, αφού τα αλούβια εδάφη είτε αποτελούν ένα πολύ μικρό επιφανειακό στρώμα είτε απουσιάζουν εντελώς. Η ένταση των γεωλογικών ανατροπών στην ιστορική εποχή μας είναι συγκρίσιμη με τις φυσικές αλλαγές εκατομμυρίων ετών. Αυτό συμβαίνει γιατί κριτήριο για την όποια επιλογή δεν είναι οι φυσικές κοινωνικές ανάγκες μας αλλά το κεφαλαιοκρατικό κέρδος. Επιβαρυντικά λειτουργεί και ο ίδιος ο χαρακτήρας της ιδιοκτησίας πάνω στην γη. Η άναρχη εντατικοποίηση της μονοκαλλιέργειας στην γεωργική παραγωγή έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την σταδιακή μετατροπή της ζωντανής και ιστορικής γης σε ανόργανη – μια υλική βάση παραγωγής βιομηχανικών αγροτικών προϊόντων εξαρτημένων όλο και περισσότερο από την χημεία. Οι σημερινές γενιές παραλάβαμε ένα σχετικά παρθένο φυσικό ιστορικό τοπίο. Ως τέτοιο πρέπει να το παραδώσουμε στις επόμενες γενιές και όχι «έρημο» από ανόργανα υλικά.
Η βίαιη μετάλλαξη της χλωρίδας και της πανίδας είναι ένας παράγοντας, εύκολα κατανοητός. Ο επηρεασμός από υδρογεωλογική άποψη είναι κάτι που δυσκολότερα μπορούμε να αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας, αλλά αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχει. Ειδικά μάλιστα στην Κρήτη που η άναρχη υπεράντληση υδάτων επηρεάζει αποδεδειγμένα την όλη διαδικασία ερημοποίησης. Εκατοντάδες γενιές Κρητικών μάζευαν μέσω της εργασίας τους με διάφορες τεχνικές νερό μετατρέποντας διαχρονικά τον τόπο σε γόνιμο. Σήμερα όμως η υπεράντληση υδάτων από γεωτρήσεις ανατρέπει ριζικά την ιστορική αυτή σχέση. Οι δύο τελευταίες γενιές όχι τυχαία και παρά την τεχνολογία και την γνώση έχουν ανατρέψει όλον αυτόν τον ιδιαίτερο πλούτο.
Με τα βιομηχανικά αιολικά πάρκα η κατάσταση θα ανατραπεί ραγδαία προς το χειρότερο. Η καταστροφή μνημείων ως φυσικο – ιστορικών συνόλων, δηλαδή ως μέρος της ίδιας της φύσης μας είναι εκτός των άλλων και μια μαχαιριά στην ιστορία και την οικονομία του τόπου η οποία βασίζεται στον τουρισμό και στην αγροτοκτηνοτροφία. Βλέποντας ως αρχαιολόγοι αντίστοιχες ιστορικές ανθρώπινες επιλογές και δράσεις θέτουμε το ερώτημα «cuibono». Ποιος ωφελείται δηλαδή και ποιος όχι. Ο τυχαίος και μόνο στη βάση των αιολικών δυνατοτήτων τρόπος χωροθέτησης και το τεράστιο κόστος για την κοινωνία λόγω της φορολόγησης φτάνει για να δώσει απάντηση στο θεμελιακό αυτό ιστορικό ερώτημα. Ιστορικά οι νέες τεχνολογίες σε γενικές γραμμές βοηθούν την όποια κοινωνική ανάπτυξη και την καλυτέρευση της ζωής των ανθρώπων. Εδώ όμως συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Η φύση και η κοινωνία σηκώνουν όλο το βάρος για μια συγκεκριμένη τεχνολογική επιλογή. Τέτοιες επιλογές ιστορικά δεν αντέχουν στον χρόνο αφού αποτελούν βαρίδιο για την ανάπτυξη της κοινωνίας και της φύσης.
Δεν είναι τυχαίο ότι δεν υπάρχει καμία σοβαρή περιβαλλοντική μελέτη, πολύ περισσότερο καμία φυσικο – ιστορική μελέτη. Το βιομηχανικό αιολικό πάρκο για παράδειγμα που κατασκευάζεται στον ενιαίο αρχαιολογικό φυσικό ιστορικό χώρο του Ισθμού αποτελεί παγκόσμια αρνητική πρωτοτυπία. Αν από την αρχή με την βοήθεια των νέων τεχνολογιών και τεχνικών γινόταν μια στοιχειώδης αντικειμενική καταγραφή της βίας και της όχλησης στο αρχαιολογικό φυσικο – ιστορικό σύνολο, δεν θα είχαμε οδηγηθεί ως εδώ.
Στις μέρες μας σε διεθνές επίπεδο η αρχαιολογία χρησιμοποιεί νέες, σύγχρονες μεθόδους και τεχνικές για τον προσδιορισμό της βίας ή της οπτικής όχλησης των μνημείων. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγεται το τυχαίο και οποία υποκειμενική ή κακόβουλη επιλογή. Ο χάρτης που πάνω σε αυτή τη βάση δημιούργησα δεν είναι κάτι νέο επιστημονικά. Είναι πάγια πρακτική προσδιορισμού της βίας υπό την μορφή της οπτικής όχλησης σε αρκετές χώρες. Αντίθετα, η προσέγγιση του «βλέπω δεν βλέπω» όχληση και βία στη βάση της όποιας υποκειμενικής οπτικής είναι πέρα για πέρα αντιεπιστημονική, άρα και επικίνδυνη. (εικόνα 2)
Σήμερα το βιομηχανικό αιολικό πάρκο έχει είδη από τεχνική άποψη δημιουργηθεί ανατρέποντας το φυσικό ιστορικό αρχαιολογικό τοπίο, ανατρέποντας το ιστορικό γεωλογικό ανάγλυφο. Οι ανεμογεννήτριες στον αρχαιολογικό χώρο του ισθμού Ιεράπετρας είδη στέκουν! Τώρα πια ο καθένας μπορεί να δει μαύρο σε άσπρο τα αποτελέσματα. Οι νέες αρχαιολογικές και τεχνολογικές μέθοδοι προσδιορισμού της βίας φυσικά και επιβεβαιώνονται περίτρανα. Η επιλογή από τις κρατικές υπηρεσίες υπεύθυνων για την προστασία των μνημείων, τρόπων πρόβλεψης της καταστροφής ή της βίας στην βάση των υποκειμενικών εκτιμήσεων και αισθήσεων κατάρρευσε πανηγυρικά εκ του αποτελέσματος.
Ακριβώς η σχέση των τοπικών κοινωνιών με το ιστορικό φυσικό τοπίο τους είναι αυτό που χαρακτηρίζει την κάθε κοινωνία. Τον τρόπο ζωής της, την οικονομία της, το πώς αντιλαμβάνεται αυτό που ονομάζουμε ιδιαίτερη πατρίδα, αυτό που μακροπρόθεσμα επηρεάζει τόσο μορφολογικά όσο και πολιτισμικά το “είναι” της.
Όταν το ιστορικό φυσικό τοπίο ανατρέπεται από φυσικούς ή ανθρωπογενείς παράγοντες έχει άμεση επίπτωση για την κοινωνία. Έχουμε αρκετά αρχαιολογικά παραδείγματα πολιτισμών που ανατρέποντας το φυσικό ιστορικό τοπίο τους οδηγήθηκαν είτε σε καταρρεύσεις είτε σε μαζική μετανάστευση. Η αποξένωση των τοπικών κοινωνιών από τη γη και τον ιδιαίτερο, ιστορικό χαρακτήρα της σε οικονομικό επίπεδο είναι ένας άλλος ακόμα παράγοντας που δρα επιβαρυντικά. Φτάνουμε σε ένα επίπεδο που τον άνθρωπο δεν τον συνδέει τίποτα με την ιστορία του και τον τόπο του. Αποκτά εν πολλοίς την οπτική του «φυγά μετανάστη», αποκομμένος καθώς είναι από κάθε φυσικο-ιστορική πληροφορία. Ο δικός τόπος του γίνεται «ξένος», μακριά από εκατομμύρια πληροφορίες που οι πρόγονοί του από γενιά σε γενιά αποκτούσαν ήδη στην παιδική κιόλας ηλικία τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις ιστορικά παρατηρούμε αύξηση της βίας, αύξηση των φαινομένων διαφθοράς, κατάρρευση των φυσικών θεσμών ή δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, οικονομική επιβράδυνση ή κατάρρευση.
Οι βίαιες αυτές ανατροπές των φυσικών ιστορικών τοπίων και του γεωλογικού ανάγλυφου έχουν φυσικά άμεσες επιπτώσεις και στην ίδια την ασφάλεια των τοπικών κοινωνιών αφού δημιουργούν προϋποθέσεις για φωτιές, πλημμύρες, είτε προκαλούν έλλειψη υδάτων ή ακόμα και απαξίωση της ποιότητας των προς καλλιέργεια εδαφών. Περίτρανο παράδειγμα οι πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες στην Εύβοια που όπως έχει αποδειχθεί ξεκάθαρα από την πρόσφατη (πριν τις καταστροφικές πλημύρες) έρευνα είναι αποτέλεσμα των γενικών ανατροπών του φυσικού ιστορικού τοπίου που συντελείται με ιδιαίτερη ένταση στην περιοχή τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Στην καλύτερη των περιπτώσεων η τοπική κοινωνία μπορεί να ζητά αντιπλημμυρικά έργα. Η αιτία όμως του προβλήματος είναι η γεωλογική και φυσικο-ιστορική ανατροπή που είναι αποτέλεσμα κυρίως της αναρχίας ή της αντιεπιστημονικότητας στην χωροθέτηση βιομηχανικών αιολικών πάρκων όπως και στον εξίσου άναρχο χαρακτήρα των κυρίαρχων οικονομικών επιλογών(αποξενωμένων από τις πραγματικές ανάγκες της τοπικής κοινωνίας). Άλλες αιτίες είναι η ραγδαία αλλαγή του χαρακτήρα της αγροτικής παραγωγής και η άναρχη δόμηση. Από αυτή την άποψη καμία λύση που δεν θα εδράζεται στην έστω και μερική αποκατάσταση της όλης ανατροπής δεν μπορεί να αποτελέσει μακροπρόθεσμη λύση.
Ας δούμε τώρα μερικά επιχειρήματα που ακούμε συχνά από εκπροσώπους κρατών ή κρατικών φορέων που υστερούν σε διεθνές επίπεδο στην προστασία μνημείων:
Από αρκετά κράτη και τις υπηρεσίες τους τίθεται πολλές φορές το επιχείρημα ότι «έχουμε πολλά μνημεία και δεν τα προλαβαίνουμε». Η προσέγγιση αυτή με βάση όλα τα παραπάνω είναι στατική και ξεκομμένη από την εξέλιξη της γνώσης, άρα και αντιεπιστημονική. Η εξέλιξη των επιστημών, της τεχνολογίας και των μεθοδολογιών, μας δίνει σήμερα την δυνατότητα για ταχύτατη και πολυεπίπεδη προσέγγιση. Αν μέναμε σε μια τέτοια λογική η επιστήμη θα ήταν αναγκασμένη να αναμασά γνώση παλιά, ξεπερασμένη, γηρασμένη, θα αποκόβονταν από τις σύγχρονες οπτικές και τις ανάγκες της ίδιας της κοινωνίας. Ακριβώς το αντίθετο όμως είναι το υπόβαθρο της κάθε επιστημονικής θεώρησης.
Ένα άλλο επιχείρημα που ακούμε πολλές φορές από τις κρατικές διοικήσεις είναι ότι το δοσμένο μνημείο που κινδυνεύει να καταστραφεί (ή που καταστρέφεται) δεν είναι αναγνωρισμένο από το κράτος ως τέτοιο ή δεν είναι «σημαντικό». Είναι επιχειρήματα ποταπά και εδράζονται σε μια τεχνοκρατική «κοινή λογική». Μέσα από μια τέτοια όμως λογική τα περισσότερα μνημεία κάποτε δεν ήταν αναγνωρισμένα θεσμικά. Είναι η εξέλιξη της επιστήμης και της γνώσης, η πρόοδος της κοινωνικής σκέψης ακόμα και η εξέλιξη του ίδιου του ανθρώπου που επιβάλει ή όχι το προσδιορισμό της δοσμένης κατασκευής, ή φυσικού ιστορικού τοπίου ως μνημείο. Μια διαδικασία που εξελίσσεται στον χρόνο και δεν διέπεται από καμία σταθερότητα ούτε βασίζεται μόνο στην όποια οπτική των κρατικών δομών. Μέσα από μια τέτοια λογική οι μακεδονικοί τάφοι ή τα βυζαντινά κάστρα δεν θα είχαν χαρακτηριστεί ποτέ ως μνημεία γιατί κάποτε δεν ήταν αναγνωρισμένα ως τέτοια. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για διάφορα παλαιολιθικά ή μεσολιθικά μνημεία, πολύ περισσότερο για μνημεία από τα χρόνια της Ελληνικής επανάστασης ή από σύγχρονες ιστορικές περιόδους. Περισσότερο αναχρονιστικές και άκρως αντιεπιστημονικές και επικίνδυνες είναι αναφορές από δομές κρατών για την «μη σπουδαιότητα» του α΄ ή β΄ μνημείου. Η «σπουδαιότητα» όμως πέρα από την αντιεπιστημονικότητα του όρου δεν ορίζεται αξιωματικά ούτε μένει σταθερή στο διηνεκές. Τέτοιες προσεγγίσεις συνήθως ταυτίζονται με οικονομικές ή πολιτικές επιδιώξεις των ελίτ ή των κρατικών δομών. «Σημαντικόμετρα» στην έρευνα, στην επιστήμη και στην φύση δεν υπάρχουν. Το αντίθετο. Η πολυεπίπεδη αλληλεπίδραση του ανθρώπου και της κοινωνίας στα πλαίσια της φύσης καταδεικνύουν το ότι δεν υπάρχουν σημαντικά και ασήμαντα μνημεία. Είναι επίσης μια από τις βασικές αιτίες που σήμερα ως μνημείο δεν κατανοείται μόνο ένα δοσμένο σημείο ή κατασκεύασμα αλλά όλο το φυσικο-ιστορικό περιβάλλον και πλαίσιο του οποίου αποτελεί αδιάσπαστο μέρος. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ακόμα και μνημεία που αποκαλούνται από τα ίδια στόματα «ασήμαντα» γίνονται αφορμή για την προστασία ενός δοσμένου φυσικού ιστορικού τοπίου. Οι διάφορες οάσεις που συναντάμε στα μήκη και τα πλάτη της χώρας μας έχουν αποκτήσει τέτοιο χαρακτήρα εξαιτίας ακριβώς της έστω και ελλιπούς ή αναχρονιστικής προστασίας του δοσμένου χώρου.
Η πυρκαγιά και η καταστροφή του μνημειακού χώρου των Μυκηνών αποκαλύπτει περίτρανα την υστέρηση και τον αναχρονιστικό χαρακτήρα των κυρίαρχων προσεγγίσεων σε σχέση με τα μνημεία. Η καταστροφή στις Μυκήνες εδράζεται στην διαχρονικά ελλιπή και αποσπασματική πολιτική προστασίας των μνημείων. Μνημείων που αντιμετωπίζονται ξεκομμένα από το φυσικό ιστορικό τοπίο τους και την κοινωνία. Χαρακτηριστικό είναι ότι η καταστροφή έλαβε χώρα σε μια εποχή που κυριαρχούσε το θέμα της αξίας της προστασίας των μνημείων σε σχέση με την Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη όπου η εκεί κυρίαρχη ιδεολογική πίεση κατάφερε να αλλάξει τον χαρακτήρα του μνημείου, από πανανθρώπινο σε θρησκευτικό. Την ίδια στιγμή που οι κυρίαρχες ιδεολογικές, θρησκευτικές επιλογές του Τουρκικού κράτους θυσίαζαν το κορυφαίο αυτό μνημείο στην Κωνσταντινούπολη, το Ελληνικό κράτος θυσίασε το μνημείο των Μυκηνών στην βάση των μακροχρόνιων οικονομικών του επιλογών. Αποδείχθηκε εντελώς γυμνό σε υποδομές και πολιτικές προστασίας ακόμα και ενός μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Ενός μνημείου που κατανοείται ως τέτοιο μόνο μέσα από την ενότητά του με το φυσικό ιστορικό τοπίο. Οι αναγκαίες πολιτικές ασφάλειας και προστασίας του ζωντανού και ανόργανου «είναι» μας, διαχρονικά παραμελούνται κάτω από την πίεση κεντρικών επιλογών άναρχων και με μόνο γνώμονα την κερδοφορία του κεφαλαίου. Αυτός είναι ο βασικότερος λόγος που τα μνημεία προσεγγίζονται αποσπασμένα από τα φυσικά ιστορικά τοπία τους και την κοινωνία.
Υπάρχει βέβαια και μια άλλη διάσταση που εδράζεται στην λογική του «σημαντικόμετρου». Βλέπουμε πολλές φορές μνημεία ή ιστορικούς τόπους που ως «φυλακές» με κάγκελα και συρματοπλέγματα είναι αποκομμένα από την κοινωνία δηλαδή από αυτούς στους οποίους στην ουσία ανήκουν. Αντίθετα όμως. Η διεθνής πείρα και έρευνα αποκαλύπτει ότι τα ελεύθερα μνημεία, ενταγμένα στην καθημερινή ζωή των τοπικών κοινωνιών και ανοιχτά στην μη καταστροφική αρχαιολογική έρευνα μακριά από κάθε κερδοσκοπική εμπορική δραστηριότητα, τα καθιστά περισσότερο ασφαλή και κοινωνικά χρήσιμα.
Στην ίδια κατηγορία εμπίπτουν και οι προσπάθειες ελέγχου ή περιορισμού της αρχαιολογικής, ιστορικής ή περιβαλλοντικής έρευνας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η όλη διαδικασία υπεράσπισης των μνημείων, φυσικών ιστορικών τοπίων, της ίδιας της έρευνας από τους επιστήμονες και την κοινωνία είναι ο καταλύτης που οδηγεί την επιστήμη και την κοινωνία μπροστά. Η πρόσφατη δικαίωση από το ΣΤΕ της ερευνητικής διεπιστημονικής ομάδας του Πετρά Σητείας για την απαρεμπόδιστη συνέχιση της διεπιστημονικής έρευνας στον νεκροταφείο ελίτ του ανακτορικού συνόλου του Πετρά αποτελεί λαμπρό παράδειγμα. Οι μακροχρόνιες γραφειοκρατικού χαρακτήρα προσπάθειες παρεμπόδισης και περιορισμού της έρευνας δεν στάθηκαν ικανές να κάμψουν την θέληση και των αγώνα των επιστημόνων για τα αυτονόητα σε σχέση με την έρευνα και την επιστήμη ως τέτοια. Η Ελληνική δικαιοσύνη με απόφαση που μπορεί να χαρακτηριστεί νομολογία μέσα σε αρκετά δύσκολες συνθήκες δικαίωσε την διεπιστημονική ερευνητική ομάδα. Το ερώτημα φυσικά παραμένει. Γιατί οι κρατικές υπηρεσίες και η τοπική διοίκηση έχουν την ανάγκη να παρεμποδίζουν ή να μην βοηθούν ή να κατευθύνουν την επιστημονική έρευνα. Για καλή τύχη της εν λόγω έρευνας (με βάση τον ίδιο τον ίδιο τον χαρακτήρα και την μεθοδολογία της αρχαιολογικής έρευνας), η όλη στοιχειοθέτηση που έλαβε υπόψιν η δικαιοσύνη αποδεικνύεται στο διηνεκές και αντικειμενικά σε υλική βάση – πράγμα αρκετά δύσκολο για έρευνες ή δράσεις άλλων ανθρωπιστικών επιστημών.
Ένα άλλο επιχείρημα το οποίο ακούμε συχνά είναι ότι η αρχαιολογία και οι λοιπές επιστήμες προστασίας του φυσικο-ιστορικού περιβάλλοντος δεν μπορούν να σταματούν την οικονομική ανάπτυξη. Με μια πρώτη ματιά το επιχείρημα δείχνει ισχυρότατο. Φτάνει όμως να ρίξουμε μια ματιά στην εξέλιξη κοινωνιών που αποκόπτονται από το παρελθόν τους για να κατανοήσουμε το ποσό ρηχές και επικίνδυνες είναι τέτοιες προσεγγίσεις. Από την άποψη της άμεσης σύνδεσης και της ενότητας των μνημείων με την τοπική κοινωνία τίθεται το ερώτημα: ανάπτυξη για ποιόν; Από την άλλη η αρχαιολογία σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να λειτουργεί κατά της προόδου. Ακριβώς ο σύγχρονος διεπιστημονικός χαρακτήρας της αποτελεί εργαλείο για την ολιστική ανάπτυξη προς όφελος του ανθρώπου παραγωγού αξιών και της φύσης ως ενότητα. Η αποξενωμένη από την φύση και την ιστορική γνώση οικονομική-κοινωνική δραστηριότητα είναι ο κύριος και βασικός παράγοντας βίας σε βάρος της ενότητας άνθρωπος – φύση. Αποτελεί σε τελική ανάλυση από κοινού με την μορφή και τον τρόπο παραγωγής καταλύτη αποξένωσης του ανθρώπου τόσο από τον τόπο του όσο και από την ίδια την εργασία του. Για αυτούς κυρίως τους λόγους η διάσταση ανάμεσα στην αρχαιολογική επιστήμη ή στις ανθρωπιστικές επιστήμες και στην οικονομική πολιτική αποτελεί επικίνδυνη για την κοινωνία και την φύση προσέγγιση.
Στην βάση όλων των παραπάνω αντικειμενικά στοιχειοθετείται η προσπάθεια από την ίδια την τοπική κοινωνία για προστασία και ανάδειξη του ιστορικού φυσικού τοπίου του Ισθμού ως μνημείο νέου τύπου. (εικόνα 4)
Η αναγκαιότητα αυτή εν πολλοίς εδράζεται στην επαναστατική και πέρα για πέρα ορθή και ιστορική για την εποχή που έγινε απόφαση της πολιτείας από το έτος 2000 (μετά από πρόταση της τότε «ΚΔ Εφορείας Αρχαιοτήτων») που ανέδειξε το βόρειο αυτό τμήμα του Ισθμού ως ενιαίο αρχαιολογικό χώρο. Είναι εξάλλου το μοναδικό μη ορεινό τμήμα του δήμου Ιεράπετρας που μέχρι την χωροθέτηση του βιομηχανικού αιολικού πάρκου στον αρχαιολογικό χώρο δεν είχε χάσει τον φυσικό-ιστορικό του χαρακτήρα και δεν έχει ανατραπεί η ιστορική σχέση του φυσικού ιστορικού τοπιού με την τοπική κοινωνία. Ακριβώς η όλη διαδικασία ενεργής υπεράσπισης του μνημειακού αυτού χώρου από την τοπική κοινωνία είναι το χαρακτηριστικό που αναβαθμίζει το μνημειακό αυτό σύνολο δίνοντάς του διεθνή και πανανθρώπινη αξία.
Οι διεθνείς οργανισμοί προστασίας μνημείων και η επιστημονική κοινότητα πρέπει να αγκαλιάσουν και να στηρίξουν αυτήν την πολύμορφη, ενεργή διαδικασία υπεράσπισης του ενιαίου μνημειακού συνόλου από την τοπική κοινωνία ως μια ενότητα. Ένα νέου τύπου ζωντανό μνημείο κόντρα στα «μνημεία» των ευκαιριακών, αντιεπιστημονικών επιλογών και της βίας.
*Μανώλης Κλώντζας, Αρχαιολόγος
Έδρα Αρχαιολογίας και Μουσειολογίας-Unesco MASARYK University
Ερευνητικό Επιστημονικό Κέντρο ARCHAIA Brno