Το 29% των τουριστικών αφίξεων του συνόλου της χώρας πραγματοποιήθηκαν στην Κρήτη το 2017, ενώ το 80% των διανυκτερεύσεων έγιναν το 4μηνο Ιουνίου – Σεπτεμβρίου, γεγονός που αναδεικνύει για μια ακόμη φορά το πρόβλημα της εποχικότητας και του κρητικού τουρισμού.
Τα στοιχεία της ετήσιας μελέτης του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων για τα βασικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας δείχνουν ότι 5 περιφέρειες της χώρας, με την Κρήτη να βρίσκεται στη δεύτερη θέση, συγκεντρώνουν πάνω από το 85% των τουριστικών ροών της Ελλάδας.
“Η εποχικότητα είναι το διαχρονικό μας πρόβλημα” μας είπε ο πρώην πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδοχείων Ηρακλείου Νίκος Χαλκιαδάκης, αναφέροντας ότι πέρυσι οι αφίξεις στο νησί ξεπέρασαν τα 5,5 εκατομμύρια.
Γενικότερα, τα 30 εκατομμύρια έφτασε ο αρθμός των τουριστών που επισκέφθηκε τη χώρα μας μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2017 και η Κρήτη ήταν η δεύτερη περιφέρεια της χώρας με τον μεγαλύτερο όγκο εισπράξεων που άγγιξαν τα 2 δισ. και 922 εκατομμύρια ευρώ.
Οι τουρίστες που έκαναν φέτος διακοπές στην Κρήτη δαπάνησαν κατά μέσο όρο 663 ευρώ με μέση δαπάνη τα 73 ευρώ την ημέρα, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε το Sete Intelligence για τους κερδισμένους και τους χαμένους του τουρισμού το πρώτο εξάμηνο της σεζόν.
Στο σύνολο της χώρας η μέση είσπραξη ανά επίσκεψη ανήλθε στα 435 ευρώ και η μέση δαπάνη ανά ημέρα στα 67 ευρώ. Στη χθεσινή γενική συνέλευση του ΞΕΕ παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά τα βασικά στοιχεία της ετήσιας μελέτη του ΙΤΕΠ.
Σύμφωνα με τη μελέτη, διαπιστώνεται ότι η εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού εξακολουθεί να παραμένει υψηλή, καθώς στο 4μηνο Ιουνίου-Σεπτεμβρίου (και για το 2016 και για το 2017) καταγράφεται το 70% των αφίξεων και σχεδόν το 80% των διανυκτερεύσεων στα τουριστικά καταλύματα.
Παράλληλα παρατηρείται έντονος δυισμός στον ελληνικό τουρισμό, ο οποίος απεικονίζεται σε όλες τις τουριστικές μεταβλητές, καθώς 5 περιφέρειες (Αττική, Κρήτη, Νότιο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία, Ιόνια Νησιά) συγκεντρώνουν πάνω από το 85% των τουριστικών ροών στη χώρα. Επίσης όπως καταγράφηκε στη μελέτη, το μέσο μέγεθος του ελληνικού ξενοδοχείου παραμένει για χρόνια σταθερό και κυμαίνεται γύρω στα 42 δωμάτια. Το 2017 καταγράφηκε ποσοστιαία άνοδος κατά 11,3% στο μέσο έσοδο ανά δωμάτιο με βάση την κατηγορία του ξενοδοχείου σε σχέση με το 2016.
Όπως διαπιστώνει η μελέτη, η ονομαστική αύξηση που παρατηρείται στο ακαθάριστο μέσο έσοδο ανά δωμάτιο δεν συνοδεύεται και από αύξηση στο αντίστοιχο καθαρό έσοδο, καθώς το ξενοδοχειακό προϊόν επιβαρύνεται υπέρμετρα από άμεση και έμμεση φορολογία. Για να μπορέσουν συνεπώς τα ξενοδοχεία να παραμένουν ανταγωνιστικά υποχρεώνονται να συγκρατούν τις τιμές τους, αναφέρει η έρευνα του ΙΤΕΠ.
Σύμφωνα με τη μελέτη, το 85% των διανυκτερεύσεων στα ξενοδοχεία αφορά τους αλλοδαπούς επισκέπτες, γεγονός που καταδεικνύει την πίεση που υφίστανται τα ξενοδοχεία που βασίζονται στον εσωτερικό τουρισμό.
Πεντακόσιες νέες μονάδες
Τέλος, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι την περίοδο 2012-2017 άνοιξαν 498 νέα ξενοδοχεία συνολικής δυναμικότητας 17.153 δωματίων, ενώ διέκοψαν τη λειτουργία τους 427 μονάδες συνολικής δυναμικότητας 11.715 δωματίων.