Της Πηνελόπης Ι. Ντουντουλάκη
Είμαι ο γρύλος Σάιντακ και τις τελευταίες μέρες έχω αράξει και κουρνιάζω στο κλαδί μια πολύχρωμης πιπεριάς, που τα φύλλα της έχουν αρχίσει να κιτρινίζουν από το κρύο. Είναι πρωί και οι μαθητές με τις τσάντες στις πλάτες πηγαίνουν στο σχολείο, ενώ οι περαστικοί ανταλάσσουν καλημέρες και μιλούν για τις γιορτές που έρχονται:
-Πού θα περάσετε τις γιορτές;
-Στο σπίτι μας, πού αλλού;
Πίσω από την αυλή είναι το μικρό σπίτι της Περσεφόνης, πρέπει να είναι δυο δωμάτια όλο κι όλο. Εκείνη μόλις που έχει ξυπνήσει και ανοίγει το παράθυρο για να αερίσει. Στη μύτη μου έρχεται η ευωδιά από τα κυπαρισσόκλαδα που είναι βαλμένο σε μια στάμνα πάνω στο τραπέζι. Είναι στολισμένο με λίγες πολύχρωμες μπάλες και μια μικρή αλυσίδα με λουλουδόσχημα, χρωματιστά φωτάκια. Μου αρέσουν πολύ αυτά τα φωτάκια, όπως τα βλέπω να αχνοφέγγουν πίσω από το ξασμένο βαμβάκι που μοιάζει με χιόνι και είναι απλωμένο πάνω στα κλαδιά.
Ακούω την Περσεφόνη που φωνάζει:
-Ισίδωρε, έλα να χαρείς τον πρωινό ήλιο!
Kαι είμαι βέβαιος πως εκείνος πάλι θα απαντήσει παραπονιάρικα:
-Ήλιος με τα δόντια θα είναι, πιστεύω!
Όσο να σηκωθεί ο Ισίδωρος, η Περσεφόνη εχει ποτίσει τις γλάστρες και έχει ετοιμάσει τον καφέ. Δίπλα στα παλιά πορσελάνινα φλυτζανάκια έχει βάλει το πιατάκι με τα κουλουράκια και δυο μελομακάρονα.
-Ο γρύλος είναι ακόμα εκεί! Δεν κουνάει από την πιπεριά!
-Πού θα βρει καλύτερα: Θέλει κι αυτός παρέα! απαντά ο Ισίδωρος, που ξεδιπλώνει την εφημερίδα του.
Δεν το φαντάζονται, αυτοί οι καλοί άνθρωποι, πως εγώ έχω μάθει τα ονόματά τους και μοιράζομαι με εκείνους τη φεγγοβολιά από τα μικρά, χρωματιστά λαμπάκια των Χριστουγέννων που λάμπουν μέσα από το τζάμι του παράθυρου και κάνουν το μικρό σπιτάκι να μοιάζει μαγικό.
Είμαι ο γρύλος Σάιντακ και -απίστευτο αλλά αληθινό- βρίσκομαι ήδη μέσα στο σπίτι της Περσεφόνης και του Ισίδωρου! Ο καιρός έχει κρυώσει αρκετά και ένιωσα την ανάγκη να βρεθώ σε έναν πιο ζεστό χώρο. Πήδησα μέσα στο σίτι, συγκεκριμένα πάνω στο κυπαρισσόκλαδο, πριν προφτάσει η Περσεφόνη να κλείσει το παράθυρο. Η υποδοχή που μου επεφύλαξαν ήταν αυτή που θα ονειρευόμουν:
-A, τώρα έχουμε και τον επισκέπτη μας! Ισίδωρε, έχουμε παρέα για τα Χριστούγεννα!
-Φίλε μου καλώς όρισες στο φτωχικό μας, κάποια ψιχουλάκια από τα κουλουράκια μας μπορεί να σου αρέσουν! Περσεφόνη, ξέρεις πόσο ζει ένας γρύλος;
-Οχι, εσύ ξέρεις;
O Ισίδωρος, που ήταν ναυτικός και αγαπά το διάβασμα, ξέρει τα πάντα για μας. Βέβαια, εγώ ήδη ξέρω πως οι γρύλοι ζουν λίγο. Το έχω μάθει από νωρίς, μου το είπε και κάποια φίλη που είχα γνωρίσει πριν ένα μήνα:
-Αν είσαι δυο μηνών, μπορεί να προφτάσεις τα Χριστούγεννα…
-Είμαι λιγότερο από δύο μηνών…
-Λένε πως τα Χριστούγεννα είναι η πιο όμορφη γιορτή. Εγώ δεν θα τα ζήσω μέχρι τότε, εσύ όμως θα θυμάσαι τα λόγια μου, όταν έρθει αυτή η μεγάλη γιορτή. Μπορεί να βρεθείς μέσα σε κάποιο σπίτι, επειδή εμείς δεν αγαπάμε πολύ το κρύο, φίλε μου Σάιντακ!
Η φίλη μου με είχε βαφτίσει Σάιντακ και εμένα μου αρέσει που έχω το δικό μου όνομα. Μόλις γεύτηκα λίγο από τα ψίχουλα του μελομακάρονου και παραχόρτασα. Πετώ από το κυπαρισσόκλαδο μέχρι τους τοίχους γύρω και εξερευνώ το σπίτι. Υπάρχει ένα ρολόι ψηλά στον τοίχο πάνω από την είσοδο του σπιτιού, ένας καθρέφτης και δυο παλιές φωτογραφίες στους πλαϊνούς τοίχους. Υπάρχει το τραπέζι με τις δυο καρέκλες, ένας καναπές και πιο κει ο νεροχύτης και ο πάγκος της κουζίνας. Πίσω από μια πόρτα, στον ανατολικό τοίχο, είναι το υπνοδωμάτιο. Εκεί δεν πηγαίνω. Η φίλη μου είχε πει πως καμμιά φορά οι άνθρωποι ενοχλούνται με το τραγούδι μας:
-Yπάρχουν κάποιοι που το θεωρούν κακό προμήνυμα, ενώ άλλοι, πάλι, το θεωρούν καλό οιωνό.
Τα χρωματιστά φωτάκια στα κλαδιά ανάβουν μέρα και νύχτα. Η Περσεφόνη λέει πως αυτή θα είναι πάντα η πιο αγαπημένη της σπατάλη για τα Χριστούγεννα. Περττό να πω ότι με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο.
Είμαι ο γνωστός φλύαρος γρύλος, δεν χρειάζεται να λέω συνεχώς το όνομά μου, πάντως είμαι ο γρύλος που κάθε μέρα γράφει το δικό του ημερολόγιο στη σκέψη του. Μακάρι να υπήρχε κάποιος να γράψει το ημερολόγιο αυτό στο χαρτi,για μένα… Άκουσα την Περσεφόνη να λέει πως η εγγονή της, που είναι κάπου σε μια άλλη χώρα, είναι συγγραφέας:
-Iσίδωρε, παρατήρησες πόσο πιστός φίλος μας έχει γίνει ο γρύλος; Αν ήταν εδώ η Χαρίκλεια, σίγουρα θα έγραφε για κείνον!
-Πού ξέρεις, μπορεί κάποτε να της πούμε την ιστορία του μαζί μας και να τη βρει ενδιαφέρουσα!
Μόνο ενδιαφέρουσα; Έχω ακούσει τις υπέροχες τις Χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις του Ισίδωρου και της Περσεφόνης, τότε που ήταν οι ίδιοι ήταν νέα παιδιά και αργότερα, όταν δημιούργησαν τη δική τους οικογένεια. Εχω μάθει τόσα πολλά ακόμα, τις μέρες που είμαι εδώ! Όπως για τα πεζοδρόμια, που πρόκειται να στρώσει ο Δήμος στη γειτονιά αυτή, καθώς άκουσα τον Ισίδωρο να λέει:
-Θα περίμενε κάποιος να γνωρίζουν οι αρμόδιοι πως τα μόνα ασφαλή πεζοδρόμια είναι αυτά με τους μικρούς κυβόλιθους, που έφτιαξαν σε κάποια σημεία στην Κάτω Πόλη. Μπορεί να κοστίζουν κομμάτι παραπάνω, αλλά δεν είναι κρίμα να φτιάχνουν πεζοδρόμια ακατάλληλα και, επιπλέον, επικίνδυνα; Αν, βέβαια, τα πεζοδρόμια φτιάχνονται για τους πεζούς…
Ακόμα, άκουσα τα παράπονα της Περσεφόνης για τα νέα κάλαντα των Φώτων. Έτσι έμαθα πως υπάρχουν και πιο παλιά κάλαντα:
-Ωραία τραγούδησαν τα παιδιά, αλλά αναρωτιέμαι αν διδάσκονται τα παραδοσιακά κάλαντα της Κρήτης! Μήπως οι νέοι δάσκαλοι δεν τα γνωρίζουν;
-;Ελα να τα πούμε μαζί, Περσεφόνη μου, να τα ακούσει και ο φιλοξενούμενός μας!
Άκουσα, λοιπόν, τα παραδοσιακά κάλαντα των Φώτων, που οι δύο μαζί τραγούδησαν με χαρά και συγκίνηση:
“Σήμερα είναι τω(ν) Φωτώ (ν), π’ αγιάζουν οι παπάδες
και μεσ’ στα σπίτια μπαίνουσι και λεν τον Ιορδάνη
ο Ιορδάνης Βαπτιστής εγύρισε και είπε:
-Χαρίσετέ μου τα κλειδιά τα μαργαριταρένια
ν’ ανοίξω τον Παράδεισο…”
Ύστερα η Περσεφόνη, που κρατούσε τον ρυθμό χτυπώντας ένα κουτάλι πάνω στο ποτήρι, είπε:
-Νομίζω πως ο φίλος μας ακούει με πολλή προσοχή. Τι να νιώθει, άραγε; Μακάρι να μπορούσε να μας πει!
Όχι, δεν έχω παράπονο. Είμαι ο γρύλος Σάιντακ και χαίρομαι πάρα πολύ απόψε, καθισμένος πάνω στο κλαδί του έλατου με το ξασμένο βαμβάκι και τα χρωματιστά φωτάκια που φωτίζουν τόσο στοργικά. Νυστάζω λίγο και δεν έχω όρεξη να φάω τα ψιχουλάκια που άφησε στο πιάτο η Περσεφόνη. Ελπίζω να μην με παρεξηγήσει. Νιώθω ευγνωμοσύνη για όσα έζησα και είμαι πολύ υποχρεωμένος στους ανθρώπους που με καλοδέχτηκαν στο σπιτικό τους και περάσαμε μαζί τα Χριστούγεννα. Στ’ αλήθεια πρέπει να είναι η πιο όμορφη γιορτή. Αν ήταν να ζήσω ξανά, πάλι Χριστούγεννα θα ήθελα να ζήσω. Πάντα Χριστούγεννα…