Αντιγράφω από το μικρό καλαίσθητο φυλλάδιο που συνοδεύει τον κάθε θεατή της παράστασης του έργου του Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ «Το Ημερολόγιο ενός Τρελού», δίκην προγράμματος και που υπογράφει ο σκηνοθέτης και ερμηνευτής του σπουδαίου μονολόγου :
«Αυτός ο ήρωας του Γκόγκολ δεν είναι απλώς ένας τύπος, σκέφτηκα, είναι ένας ολόκληρος κόσμος που έρχεται σε σύγκρουση με έναν άλλο κόσμο. Μια σύγκρουση τραγική, που το αποτέλεσμα για τον ήρωα δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από την τρέλα ή τον θάνατο! Ο Γκόγκολ επέλεξε την τρέλα!! Ίσως γιατί «η τρέλα είναι ο χειρότερος θάνατος» …
Όταν αποφασίζεις να γράψεις μια κριτική για μια παράσταση – και μάλιστα ενός τόσο σπουδαίου έργου – πρέπει να μαζέψεις όλα τα στοιχεία που την συνθέτουν, να τα αξιολογήσεις και να τα παρουσιάσεις χωρίς να αδικήσεις κανένα. Και τα στοιχεία αυτά είναι: το κείμενο, η σκηνοθεσία, η παράσταση, η ερμηνεία και το κοινό.
1. Το κείμενο.
Το κείμενο γράφτηκε από τον συγγραφέα το 1835, σε ηλικία μόλις 26 χρονών, σαν διήγημα. Διασκευάστηκε σαν θεατρικό κείμενο από τους Ροζέ Κοτζιό και Συλβί Λυνώ το 1962 και παρουσιάστηκε στο ελληνικό κοινό από τον Δημήτρη Χορν τον Οκτώβρη του 1963, σε μια ιστορική παράσταση, που σημάδεψε την πορεία του έργου στην ελληνική παραστασιολογία . Αφορά την πορεία προς την τρέλα του ήρωα του έργου, ενός ταπεινού υπαλλήλου της Τσαρικής δημόσιας διοίκησης, του Ποπρίτσκιν. Μια πορεία που προκαλείται από μια σειρά ταπεινωτικών περιστατικών στην καριέρα του υπαλληλάκου και εκδηλώνεται με αφορμή τον ανομολόγητο έρωτά του προς την κόρη του διευθυντή του.
Είναι άραγε ο έρωτας αυτός η αιτία; Όχι! Αιτία είναι η υποτίμηση μιας προσωπικότητας από την ταξικότητα της κοινωνίας, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα, πράγμα που καθιστά το κείμενο καθ’ εαυτό ιδιαίτερα επίκαιρο. Και όπως επισημαίνει ο σκηνοθέτης – ερμηνευτής Βασίλης Μαυρομάτης, ο ήρωας έχει να επιλέξει ανάμεσα στην «…τρέλα και τον θάνατο!». Άλλωστε τέτοια φαινόμενα έχουν εκδηλωθεί και αλλού μέσα στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας: σκεφτείτε την δική μας περίπτωση με τον Καρυωτάκη.
Στην σύγχρονη παρανοϊκή εποχή μας το έργο προβάλει ιδιαίτερα επίκαιρο. Η πολιτική κατάσταση στην χώρα μας έχει οδηγήσει πολλούς συμπολίτες μας σε «απονενοημένα διαβήματα» (έτσι το λέμε τώρα εξωραίζοντας υποκριτικά την πραγματική διάσταση του γεγονότος), είτε από ενοχές είτε από υπερευαισθησία – κυρίως το δεύτερο. Και η συντεταγμένη πολιτεία παραμένει αδιάφορη στην καλύτερη περίπτωση, ή προσβλητική απέναντι στο φαινόμενο που προκάλεσε η ίδια αποσείοντας κάθε ευθύνη από πάνω της.
Μήπως ήλθε η ώρα να αναστρέψουμε αυτή την πορεία;
2. Η σκηνοθεσία.
Αν το κείμενο γράφτηκε από τον συγγραφέα για μια μονοσήμαντη ερμηνεία, τότε θα ήταν εντελώς περιττό να ανεβαίνει η παράσταση κάθε λίγο και λιγάκι από διάφορα θεατρικά σχήματα. Στην χειρότερη των περιπτώσεων θα παρέμενε ένα απλό λογοτεχνικό κείμενο όπου ο κάθε αναγνώστης θα έδινε την δική του ερμηνεία σ’ αυτό. Όμως το θεατρικό πλέον κείμενο αποτελεί μια πρόκληση για κάθε σκηνοθέτη και κάθε ερμηνευτή.
Εδώ έχουμε μια τέτοια περίπτωση. Ο κ. Μαυρομάτης κατέληξε στην προσωπική του ερμηνεία πάνω στο θεατρικό κείμενο, αυτή που περιγράφεται στο απόσπασμα από το πρόγραμμα. Και την ακολούθησε με συνέπεια. Ο ήρωας του συγκρούεται με τα «αόρατα» πρόσωπα της ιστορίας πραγματικά και συνθλίβεται από την απεριόριστη αδράνεια που έχουν.
Η σκηνοθετική γραμμή αυτή δεν «τόλμησε» να συγκρουστεί εντονότερα με την αδράνεια αυτή. Έπρεπε; Κατά την άποψή μου ναι! Όφειλε ο κ. Μαυρομάτης να γίνει πιο «επιθετικός» (στα πλαίσια μιας θεατρικής διδασκαλίας), να ωθήσει τα πράγματα στα άκρα, τον θεατή να υποφέρει με τα δεινά του ήρωα, να αισθανθεί την καταπίεση σαν δική του υπόθεση και όχι να συμπάσχει από οίκτο προς το αδύναμο πλάσμα που …
3. Η παράσταση.
Εν προκειμένω όμως η σκηνοθετική άποψη δεν τίθεται εν αμφιβόλω. Η παράσταση είχε μια ακροβατική συνέπεια ως προς την σκηνοθετική γραμμή:
– Λιτό, καλαίσθητο και λειτουργικό σκηνικό
– Υποβλητική μουσική επένδυση
– Καθαροί φωτισμοί
– Υποστηρικτική ενδυματολογία
Για όλα αυτά θα μπορούσαν να εκφραστούν επί μέρους ενστάσεις, σε μικρολεπτομέρειες που όμως δεν επέδρασαν πάνω στο κυρίαρχο στοιχείο της παράστασης την …
4. Ερμηνεία
Παρατηρώντας τον ηθοποιό, πλέον, Βασίλη Μαυρομάτη, να υποδύεται τον Ποπρίτσκιν επί σκηνής, μου ήλθαν στο μυαλό τα λόγια του Σαίξπηρ από τον Άμλετ:
«Να λέτε τα λόγια σας, παρακαλώ, καθώς σας τα πρόφερα εγώ, να γλιστράνε στη γλώσσα. Μα αν τα παίζετε στο στόμα, καθώς κάνουνε πολλοί από σας τους θεατρίνους, προτιμώ να ειπεί τους στίχους μου ο δημόσιος κήρυκας. Ούτε να πριονίζετε τον αέρα τόσο πολύ με το χέρισας έτσι. Παρ’ όλα σας να τα κάνετε με χάρη. Γιατί ακόμα και στον χείμαρρο, στη θύελλα και, θα έλεγα , στον ανεμοστρόβιλο του πάθους πρέπει να μάθετε να κρατάτε κάποια μετριοπάθεια, που να το μαλακώνει. Ω, με πειράζει κατάκαρδα ν’ ακούω έναν κρεμανταλά με την περούκα στην κόκα να ξεσκίζει ένα πάθος, να το κομματιάζει, να το ξεκουρελιάζει ολότελα, για να σπάζει τα αφτιά των θεατών της πλατείας, που οι περισσότεροι το μόνο που μπορούν να νιώσουν είναι τα ακατανόητα βουβά σκηνικά κι η φασαρία. Θα ‘πρεπε έναν τέτοιο μάγκα να τον μαστιγώνουν που παρακάνει την Τερμαγάντη και υπερηρωδίζει τον Ηρώδη. Να τ’ αποφεύγετε, σας παρακαλώ.
Ούτε πάλι να παραείστε κρύοι, παρ’ αφήστε να σας κυβερνάει η κρίση σας η ίδια. Να συμφωνάει εκείνο που κάνετε μ’ εκείνο που λέτε, εκείνο που λέτε μ’ εκείνο που κάνετε. Με την ξέχωρη τούτη παρατήρηση: να μην ξεπερνάτε το μέτρο της φύσεως. Γιατί κάθε τι που είναι υπερβολικό, είναι έξω απ’ τον σκοπό της δραματικής τέχνης, που προορισμός της πάντοτε και πρώτα και τώρα ήταν και είναι, να κρατάει σαν να ειπούμε τον καθρέφτη μπροστά στην φύση. Να δείχνει στην αγνότητα το δικό της σχήμα, στη ντροπή τη δική της εικόνα και αν δίνει την αληθινή ηλικία και σωματική διάπλαση της εποχής, τη μορφή και το αποτύπωμά της. Τώρα αν αυτό γίνει υπερβολικό ή λειψό, μ’ όλο που κάνει τον ανήξερο να γελάει, τον έμπειρο δεν μπορεί, θα τον δυσαρεστήσει. Που αυτού του ενού η κρίση στο τι σας επιτρέπεται ή όχι πρέπει να βαραίνει περισσότερο από ολόκληρο θέατρο από τους άλλους. Ω, είναι κάτι θεατρίνοι, που τους είδα να παρασταίνουν και άκουσα κι άλλους να τους θαυμάζουν, που, ο Θεός να με συγχωρέσιε, δεν μοιάζανε ούτε στη φωνή, ούτε στη περπατησιά ούτε με χριστιανό, ούτε με ειδωλολάτρη, ούτε καν με άνθρωπο. Τόσο κορδωνόντουσαν και μούγκριζαν, που νόμισα πως θα τους είχε φτιάσει κανένας από τους μεροδουλιάρηδες της φύσεως και δεν τους είχε φτιάσει καλά, τόσο φρικτά παράσταιναν την ανθρωπότητα.
Ω, να διορθωθείτε στην εντέλεια! Και να μην επιτρέπετε σ’ αυτούς που κάνουν τους κωμικούς να λένε περισσότερα απ’ όσα είναι γραμμένα στο μέρος τους. Γιατί είναι πολλοί απ’ αυτούς που γελάνε οι ίδιοι για να κάνουν καμπόσους χαζούς θεατές να γελάσουν κι εκείνοι, ενώ τη στιγμή αυτή κάποιο σπουδαίο μέρος του έργου θα ‘πρεπε να τραβήξει την προσοχή τους. Αυτό είναι κακοήθεια και δείχνει την ελεεινότατη φιλοδοξία του κωμικού που το κάνει. Πηγαίνετε να ετοιμαστείτε.»
Συνεπής ο κ. Μαυρομάτης, στην ερμηνεία του, με αυτό που προσδιόρισε σαν σκηνοθετική άποψη. Προσωπικά θα «απαιτούσα» (αν μου επιτραπεί ο όρος) μια μεγαλύτερη εσωτερικότητα στην έκφραση, ειδικά στην έναρξη της παράστασης. Η μοναξιά, συνήθης προάγγελος μιας ψυχικής κατάπτωσης, θα μπορούσε να τον καθοδηγήσει σε τέτοια ατραπό του λόγου.
Παρ’ όλα αυτά όμως ο ηθοποιός δίδαξε ορθή εκφορά του λόγου, ευκρίνεια στην άρθρωση και συνέπεια λόγων και έργων και τούμπαλιν.
5. Και το κοινό …
Και έρχομαι τώρα στον … δικό μου ρόλο. Ήμουν ένας από τους είκοσι επτά θεατές που παρακολούθησαν την αξιόλογη αυτή παράσταση. Στην αίθουσα του Βενιζελείου Ωδείου Χανίων αυτοί οι ελάχιστοι τυχεροί φάνταζαν σαν σκιές μιας πόλης που επαίρεται για την «κουλτούρα» της. Λυπάμαι που το καταγράφω, αλλά δεν νομίζω ότι συμβαίνουν τακτικά τόσο σημαντικά πολιτιστικά γεγονότα στην πόλη μας, ή υπάρχουν παράλληλες πολιτιστικές δράσεις τόσες που να διαχέεται η πολιτισμική διάθεση του κοινού.
Από την άλλη η πνευματική «ηγεσία» του τόπου, οι θεράποντες της θεατρικής τέχνης – ερασιτέχνες και μη – οι «μυημένοι» και οι γνώστες, οι κρίνοντες και επικρίνοντες, έλαμψαν δια της απουσίας τους. Αφήστε τους ταγούς της πολιτείας, αιρετούς και δοτούς «άρχοντες», που διαγκωνίζονται στις ποδοσφαιρικές συναντήσεις στα Περιβόλια, αλλά αποφεύγουν επιμελώς να «καθοδηγήσουν» το ποίμνιο των ψηφοφόρων προς την αναζήτηση μιας πολιτισμικής ανέλιξης.
Ελπίζω η μελλοντική πορεία της παράστασης να διορθώσει αυτή την ατέλεια. Για το καλό το δικό μας και των παιδιών μας.
Μανόλης Πουλής