Της Πηνελόπης Ι. Ντουντουλάκη
“Όπου ακούς μεγάλο λόγο, βάστα και μικρό καλάθι…”.
Η παροιμία αντήχησε ξαφνικά στη σκέψη του Ευριπίδη, καθώς αντίκρισε, μέσα στο βουβό σπίτι, το καλαθάκι του πλεξίματος της Δώρας.
-Το καλαθάκι αυτό, θυμάσαι πόσες δαντέλες φιλοξένησε?
Η ερώτηση της αδελφής του αντάμωσε δικές του σκέψεις και ερωτήματα. Πόσες δαντέλες, αλήθεια, είχαν φιλοξενηθεί εκεί, βγαλμένες από δείγματα έμπνευσης και υπομονής! Πόσα δείγματα, αντίγραφα έργων παλαιών νοικοκυράδων, ας είναι αναπαυμένη η ψυχή τους: Η Σοφία, η Ζαμπία, η Αγγελική, η Μαρία, η Άννα, η Κωνσταντίνα, η Ελένη… Αμέτρητα ονόματα και ιστορίες, μια διαφορετική ιστορία για κάθε μια από τις ορεσίβιες δαντελοπλέκτριες : ” Εγώ, ξέρεις πώς έπλεκα? Έκοβα την τσίτα από τον αθάνατο και την έκανα βελονάκι. Έτσι έμαθα να πλέκω, στο βουνό, την ώρα που έβοσκα τα πρόβατα…”
Μέσα σε αυτό το καλαθάκι που είχε σχήμα κουρουπωτό και τοξοειδή επιχείλια, φτιαγμένα από τεχνίτη καλαθοπλέκτη, φιλοξενούνταν όλο και κάποια νέο δείγμα πλέξης, όλο και μια καινούργια δαντέλα, με τη δική της ξεχωριστή ονομασία: το κυπαρισσάκι, η κουκουνάρα, το γιασεμί, το τριαντάφυλλο, η γαρυφαλιά, η αχιβάδα, η αράχνη, ο Σταυρός, η πέρδικα, τα χελιδόνια, ο αετός, η πεταλούδα. Μέτρα ατέλειωτα δαντέλας στόλισαν πετσέτες προσώπου, κουρτίνες, σεντόνια, τραπεζομάντηλα. Έγιναν κρεβατόγυροι, καναπελίκια, διακόσμησαν ανώφλια σπιτιών και τζάκια που ήταν πια σβηστά.
Όμως ο Ευριπίδης είχε να θυμηθεί και άλλα σχετικά με κάποιο άλλο καλάθι που υπήρχε στο σπίτι. Ήταν το αυτοσχέδιο “αναβατώριο”, μέσω του οποίου η μητέρα τους τάιζε τα αδέσποτα γατάκια που έβρισκαν καταφύγιο κάτω, στη μεγάλη αυλή, όπου υπήρχε περιβόλι με πορτοκαλιές. Σε κείνο το καλάθι η Δώρα έβαζε τα “κουνετάκια” με φαγητό για τα ζώα, κι εκείνα βουτούσαν μέσα στο καλάθι και έτρωγαν ανενόχλητα. Στη συνέχεια, το καλάθι μαζεύονταν πάλι με το σκοινί που υπήρχε δεμένο στο μπαλκόνι.
Στην επιφάνεια της σκέψης του αναδύθηκε η μορφή του μπαρμπα Μιχάλη, που έμενε στο ημιτελές ισόγειο του σπιτιού, μια αποθήκη δίχως πόρτα. Τον γνώρισαν όταν ενοικίασαν εκείνο το σπίτι. Ο μπαρμπα Μιχάλης έμενε εκεί χρόνια, κάτι σαν φύλακας άγγελος του σπιτιού. Είχε κλείσει πρόχειρα την είσοδο με ένα κινητό φύλλο από κόντρα πλακέ και κοιμόταν τα βράδια σε ένα παλιό σιδεροκρέβατο. Παλιός αθλητής, είχε περάσει τα ενενήντα και ήταν ακόμα χειμερινός κολυμβητής.
Ο μπαρμπα Μιχάλης ήταν περήφανος άνθρωπος, δυνατός και αισιόδοξος. Ποτέ δεν ζήτησε κάτι. Όμως η Δώρα το θεωρούσε αυτονόητο να του ξεχωρίζει τη μερίδα του από το φαγητό που μαγείρευε. Έβαζε σε ένα κουτί με καπάκι που έκλεινε καλά το φρεσκομαγειρεμένο φαγητό, συμπλήρωνε με ψωμί, φρούτο και χαρτοπετσέτες και έστελνε κάποιο από τα παιδιά της να το παραδώσουν στον αποδέκτη.
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που μπορεί να λαχταρούσαν ένα πιάτο ζεστό φαγητό και το γεύονταν χάρη στην ενσυναίσθηση και την προνοητικότητα της Δώρας. Στο σπίτι της οικογένειας τακτικά φιλοξενούνταν συγγενείς που έρχονταν για λίγο από το χωριό, και για όλους υπήρχε μια θέση στο τραπέζι. Μια φορά, μάλιστα, εκείνα τα χρόνια που τα μέσα συγκοινωνίας ήταν δυσεύρετα και οι μετακινήσεις δύσκολες, κάποιοι συγγενείς χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού αργά μέσα στη νύχτα. Η Δώρα και ο σύζυγός της σηκώθηκαν από τον ύπνο. Οι συγγενείς χρειάζονταν τόπο για να διανυκτερεύσουν. Επιπρόσθετα, ήταν νηστικοί. Στο σπίτι, εκείνη την ώρα, δεν υπήρχε μαγειρεμένο φαγητό. Η Δώρα άναψε τη γκαζιέρα και έστησε το τηγάνι για να τηγανίσει αυγά και πατάτες. Ίσως η νύστα της να ήταν η αφορμή για μια αδέξια κίνηση, με αποτέλεσμα να πέσει το καυτό λάδι πάνω στα πόδια της. Τα αυγά και οι πατάτες τηγανίστηκαν, τις επόμενες μέρες όμως και μέχρι την επούλωση των εγκαυμάτων η Δώρα υπέφερε πολλά.
Η Δώρα δεν συνήθιζε να παινεύει τον εαυτό της. Ωστόσο, λίγο πριν φύγει από τη ζωή, φαίνεται ότι αναστοχαζόταν τον αγώνα της και μονολογούσε: ” Λένε, όταν κάποιος πεθαίνει, έρχονται μπροστά του όλοι εκείνοι τους οποίους βοήθησε και του θυμίζουν: ” Μου έδωσες ένα πιάτο φαγητό”, “Μου έδωσες ρούχα που δεν είχα”, “Με υπερασπίστηκες όταν με αδικούσαν”, “Είπες ένα καλό λόγο για μένα”….”
-Καημένη μάνα, ήσουν πολύ σπουδαία… Είπε ψιθυριστά ο Ευριπίδης. Αμέσως μετά, όμως, του φάνηκε ότι άκουσε μια γνώριμη φωνή να του απαντά:
-Τα λόγια είναι περιττά. Τα έργα είναι που μιλάνε. Όπου ακούς μεγάλο λόγο, βάστα και μικρό καλάθι!…