Του Πάνου Παναγιώτου
Στην αρχαία Ελλάδα του 5ου αιώνα π.Χ. το επάγγελμα του τραπεζίτη δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης και συχνά ταυτιζόταν με αυτό του τοκογλύφου.Οι τράπεζες σχετίζονταν με δάνεια και σύμφωνα με τα πάτρια ήθη «όπου υπήρχε δάνειο δεν υπήρχε φίλος», μια και όταν «ένας άνθρωπος είναι φίλος δεν δανείζει αλλά δίνει». Και σε μια τέτοια περίπτωση τόκος ήταν η ευγνωμοσύνη του δανειζομένου προς τον δανειστή του. Ο Πλάτων στους Νόμους του ρητά ζητά να απαγορευτούν τα έντοκα δάνεια.
Ο ελληνικός πολιτισμός δεν ήταν “πλουτοκεντρικός” αλλά ανθρωποκεντρικός. Η ελληνική φιλοσοφία θεωρούσε το χρήμα ως μέσο για την απόκτηση αγαθών αλλά τίποτε περισσότερο. Εφόσον το κέντρο της ελληνικής φιλοσοφίας είναι ο άνθρωπος και καθώς η τοκογλυφία οδηγεί στον εξευτελισμό του ανθρώπου, ήταν λογικό να θεωρείτο ανήθικη. Η πρακτική χρέωσης τόκων είχε αποκηρυχτεί από πολλούς Έλληνες και ξένους φιλοσόφους και ηγέτες, όπως ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Κικέρων, ο Μουχάμαντ κλπ. Ο Κάτων, όταν ρωτήθηκε “τί γνώμη έχεις για τη τη χρέωση τόκων;” απάντησε “τί γνώμη έχεις για τη δολοφονία;”
Ο κυρίαρχος τότε θεσμός της πόλης-κράτους είχε ως αποτέλεσμα την ύπαρξη μεγάλου αριθμού ανεξαρτήτων κρατών, πολλά από τα οποία έκοβαν δικά τους νομίσματα, ποικίλης πραγματικής, ονομαστικής και εμπορικής αξίας. Η κυκλοφορία τόσο πολλών και ανόμοιων ως προς την αξία τους νομισμάτων δυσκόλευε τις διάφορες εμπορικές συναλλαγές και αποτέλεσε την αιτία ανάπτυξης μίας αγοράς νομισματικών ισοτιμιών, όπου γινόταν ο υπολογισμός της αξίας κάθε νομίσματος σε σχέση με τα υπόλοιπα.
Η διαδικασία αυτή έδωσε λαβή για τη δημιουργία του επαγγέλματος του αργυραμοιβού – ενός ατόμου που θα αντάλλασσε τα διάφορα νομίσματα επί αμοιβής. Μεταξύ άλλων, οι αργυραμοιβοί έπρεπε να γνωρίζουν τις αξίες και το βάρος των νομισμάτων κάθε κράτους και να καθορίζουν την αξία τους σε σχέση με το νόμισμα της χώρας στην οποία γινόταν η συναλλαγή. Έπρεπε να ξεχωρίζουν τα κίβδηλα νομίσματα και να εντοπίζουν τα ελλιποβαρή.
Η αναγνώριση της ανάγκης για την αγορά συναλλάγματος ήταν ελληνική αλλά η εκμετάλλευση της νεοσυσταθείσας αγοράς νομισματικών ισοτιμιών δεν ενδιέφερε του Έλληνες και έμεινε στα χέρια των εμπόρων του χρήματος. Οι ιδιώτες τραπεζίτες επεκτάθηκαν και σε αυτόν τον τομέα τον οποίο συμπεριέλαβαν στις δραστηριότητες τους.
Ακόμη, τα νομίσματα, εκτός από τη χρήση τους ως μέσο για τον υπολογισμό της αξίας των προϊόντων και τη διευκόλυνση των συναλλαγών, λειτουργούν τα ίδια ως εμπορεύματα στις περιοχές εκείνες που δεν διαθέτουν τα απαραίτητα πολύτιμα μέταλλα. Οι τραπεζίτες βρήκαν και άλλον έναν τομέα εμπορίας χρήματος, πουλώντας χρήμα στις περιοχές που δεν είχαν και παίρνοντας ως αντάλλαγμα γη και αγαθά.
Έτσι, οι τραπεζικές εργασίες, σε εκείνη τη φάση χωρίζονταν στις εξής κατηγορίες:
- στη δοκιμασία και στην ανταλλαγή νομισμάτων
- τις καταθέσεις
- τις χορηγήσεις δανείων
- την εκτέλεση εντολών προς τρίτους.
Σύντομα, στις κύριες τραπεζικές εργασίες, εκτός από την ανταλλαγή των νομισμάτων και τον έλεγχο της γνησιότητάς τους, τις έντοκες καταθέσεις και τα έντοκα δάνεια, συγκαταλέγονταν και άλλες.
Ανάμεσά τους:
- η διαχείριση περιουσιών
- η συγκατάθεση σε δάνειο, η αποδοχή παρακαταθηκών
- η έκδοση πιστωτικών επιστολών που εξοφλούνταν σε άλλη πόλη από κάποιον άλλο τραπεζίτη με τον οποίο συνεργαζόταν η τράπεζα που είχε εκδώσει τη σχετική επιστολή.
Αναφέρεται ότι με αυτό τον τρόπο ο Κικέρων κάλυψε κάποτε τα έξοδα του γιου του, όταν αυτός βρισκόταν στην Αθήνα.
Για την ανταλλαγή και τη «δοκιμασία» των νομισμάτων, εργασίες που έκαναν και οι αργυραμοιβοί, η προμήθεια ήταν συνήθως γύρω στο 5%-6% επί της αξίας των νομισμάτων, με μια πρόσθετη επιβάρυνση αν η ανταλλαγή γινόταν ανάμεσα σε νομίσματα κατασκευασμένα από διαφορετικά μέταλλα.
Για τις παρακαταθήκες, τη φύλαξη δηλαδή χρημάτων, πολύτιμων αντικειμένων κ.ά., οι ιερές τράπεζες δεν εισέπρατταν «φύλακτρα». Αλλά και δεν έδιναν τόκο για τις βραχυπρόθεσμες καταθέσεις.
Για καταθέσεις μεγάλης διάρκειας ξέρουμε πχ. ότι στην Αθήνα του 4ου αιώνα. π.Χ. το επιτόκιο ήταν γύρω στο 10%.
Ρόλο τραπεζών και μάλιστα ανταγωνιστικό αυτού των ιδιωτικών τραπεζών έπαιξαν και τα ιερά.
Όσον αφορά στις ιδιωτικές τράπεζες, ωστόσο, κατά κανόνα τα επιτόκια ήταν πολύ υψηλότερα αυτών των ιερών ενώ στα λεγόμενα ναυτοδάνεια, τα επιτόκια έφταναν ακόμη και στο 100% όταν, σε περίπτωση απώλειας του πλοίου μαζί με το φορτίο του, ο δανειστής δεν είχε καμία αξίωση από τον δανειζόμενο.
Σταδιακά, οι ιδιωτικές τράπεζες απέκτησαν αρκετά μεγάλη δύναμη ώστε να μπορούν να καλύψουν τις δανειακές ανάγκες ολόκληρων πόλεων. Επειδή στην αρχαία Ελλάδα, όμως, οι πόλεις αποταμίευαν κατά κανόνα χρήματα κατά τις περιόδους ειρήνης οι περιπτώσεις που χρειάζονταν δάνεια ήταν, κυρίως, στις περιόδους πολέμων. Αυτό, όμως, είχε ως αποτέλεσμα οι ιδιωτικές τράπεζες να αυξάνουν τον κύκλο εργασιών του σε περιόδους πολέμου και γι΄ αυτές οι πόλεμοι να αποτελούν πηγή πλούτου.
Επιπλέον, μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση πολέμων ανάλογα με τον ποιον από τους αντιπάλους θα επέλεγαν να δανειοδοτήσουν και με τί κόστος. Τελικά, οι τραπεζίτες κατάφεραν μέσω του ελέγχου του εμπορίου χρήματος να επηρεάσουν τόσο την οικονομική, όσο και την κοινωνικοπολιτική ζωή της Αρχαίας Ελλάδας.
Η επιρροή αυτή αποτυπώνεται και στην τέχνη καθώς μια σειρά έργων αντλούν θεματολογία από Έλληνες που έφτασαν στην πτώχευση και την εξαθλίωση χρωστώντας σε τραπεζίτες. Αν και η Ελλάδα άκμασε στο πραγματικό εμπόριο, στη ναυτιλία, στον πολιτισμό και στις τέχνες και παρά το γεγονός πως έφτασε να γίνει κυρίαρχος οικονομική και στρατιωτική δύναμη για αιώνες, δεν κατάφερε ποτέ, πιθανώς γιατί ήταν αντίθετο στη φιλοσοφία της, να αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο στο εμπόριο του χρήματος και αυτό τελικά της κόστισε καθώς το κενό στην αγορά καλύφθηκε από τραπεζίτες συχνά όχι με τον καλύτερο και πιο ηθικό τρόπο.
*Ο Πάνος Παναγιώτου είναι χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής
Πηγή: XrimaNews