Της Νάντιας Μπαντέκα, Λέκτορας Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Χάγης
Τις τελευταίες ημέρες βιώνουμε μια συνθήκη στην πολιτική πραγματικότητα της χώρας που παραπαίει μεταξύ συνταγματικότητας και συνταγματικής εκτροπής. Αυτή η συνθήκη τείνει να συγχύσει τους ρόλους των διακριτών εξουσιών – εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική, – να θολώσει τις διαχωριστικές τους γραμμές, με αποτέλεσμα την υπονόμευση του κράτους δικαίου αλλά και την απορρύθμιση ορίων που απαιτούν έντονη κοινωνικοπολιτική ωρίμανση για να τεθούν και να διασφαλιστούν. Παράλληλα, ο δημόσιος διάλογος τείνει να εστιάζει σε πράγματα που, πέρα από τα πλαίσια απλών αντανακλαστικών, ίσως και να επικεντρωνόταν ελάχιστα ή καθόλου. Μήπως η ελληνική κοινωνία έχει εκτεθεί σε τέτοια ανεπανόρθωτα πολιτική κατάπτωση τόσο σε επίπεδο πράξης αλλά και ρητορικής και διαλόγου, που πλέον δυσκολεύεται να ξεχωρίσει το μαύρο από το άσπρο και το γκρι;
Πιο συγκεκριμένα, τρία περιστατικά της τελευταίας εβδομάδας αντανακλούν αυτό το φαινόμενο:
Πρώτο περιστατικό, οι δηλώσεις του Υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη πως «όλα τα προσφυγόπουλα θα κάνουν μάθημα μετά τις 14:00 στα σχολεία», στηλιτεύοντας μάλιστα πρακτικές όπως εκείνες του Ωραιόκαστρου. Μια δήλωση που στην ουσία της εκφράζει οτι το μη νόμιμο (σύμφωνα με αντίστοιχη νομολογία του ΕΔΔΑ όπως Sampanis and others v Greece), δηλαδή ο διαχωρισμός μαθητών σε διαφορετικό σχολικό πρόγραμμα πρωί-απόγευμα βάσει ενός διακριτικού χαρακτηριστικού τους, αυτοαποκαλείται δέον και προοδευτικό. Παράλληλα, ελάχιστος λόγος γίνεται για την ουσία του ζητήματος όπως όφειλε να είναι, με τάξεις υποδοχής, ενισχυτικά τμήματα, και πρωτίστως κοινά μαθήματα με όλους τους μαθητές των κανονικών πρωινών τάξεων, ώστε να δρομολογηθεί μια διαδικασία ένταξής τους στην ελληνική κοινωνία μέσω της εκπαίδευσης. Όλα αυτά απέναντι σε μια κοινωνική ομάδα που πλήττεται από παντού και δε διαθέτει ούτε τα μέσα ούτε τις ανάλογες προτεραιότητες να κάνει χρήση των υπάρχοντων ένδικων βοηθημάτων.
Το δεύτερο περιστατικό αφορά στην εισήγηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο ίδιος κάνει την εξής αναφορά: «Τί πολίτευμα θά θέλαμε; Ἀσφαλῶς ὄχι αὐτό πού ζήσαμε στή νεότερη Ἑλλάδα μέχρι σήμερα». Δηλαδή ο Αρχιεπίσκοπος ως θεσμικός εκπρόσωπος της Εκκλησίας και ως νομικό πρόσωπο θέτει ζήτημα πολιτεύματος. Ο Αρχιεπίσκοπος που δεν είναι ούτε αστός ούτε και φυσικό πρόσωπο θεωρεί ότι μπορεί και θέτει ζήτημα πολιτεύματος. Παρόλα αυτά, ο δημόσιος διάλογος με λίγες εξαιρέσεις εστίασε στο ζήτημα των θρησκευτικών και σε οιονεί δημοψηφίσματα. Δε χτύπησε δηλαδή κάποιο καμπανάκι από το γεγονός ότι ο θεσμικός ρόλος του Αρχιεπισκόπου είναι συγκεκριμένος, τον γνωρίζει καλά, και κάνοντας αναφορές στο «τι πολίτευμα θέλουμε» πέραν της προκλητικότητας του ζητήματος εκφεύγει και του θεσμικού του ρόλου. Το θέμα του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία και του ρόλου της εκκλησίας σε αυτό – που πάλι τείνουμε να εστιάζουμε στο πρώτο και όχι στο δεύτερο – αποτελεί σίγουρα ζήτημα. Αποτελεί άραγε όμως το μείζον θέμα όταν η Εκκλησία δια στόματος Αρχιεπισκόπου μιλάει για το «τι πολίτευμα θέλουμε;» Αποτελεί άραγε μείζον ζήτημα όταν εκεί που πρέπει πράγματι να στραφεί ο δημόσιος διάλογος είναι να προτρέψει το νομοθέτη να προχωρήσει με νομοθετήματα που έχε ήδη προτείνει σε ζητήματα όπως η καύση των νεκρών, το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία, η ισότητα και ισονομία μειοψηφιών; Θέματα που δεν εμπίπτουν στο γράμμα του Άρθρου 3 του Συντάγματος, το οποίοι ρυθμίζει τις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους και προπαντός να το κάνει χωρίς να εμπλέκεται σε δημόσιο διάλογο με την Εκκλησία ωσάν να είναι η ίδια μέρος με έννομο συμφέρον.
Μήπως η ελληνική κοινωνία έχει εκτεθεί σε τέτοια ανεπανόρθωτα πολιτική κατάπτωση τόσο σε επίπεδο πράξης αλλά και ρητορικής και διαλόγου, που πλέον δυσκολεύεται να ξεχωρίσει το μαύρο από το άσπρο και το γκρι;
Το τρίτο περιστατικό αφορά στις δηλώσεις του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας κυρίου Νίκου Σακελλαρίου έξω από το Μέγαρο Μαξίμου, για το γεγονός ότι το ΣτΕ έχει υποχρέωση «να αφουγκράζεται την κοινωνία.» Η υπόνοια και μόνο ότι η Δικαιοσύνη οφείλει να λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα με το κοινωνικό βαρόμετρο, σύμφωνα με τη δημοφιλία τους, και σε κοινή γραμμή με την κοινωνική πλειοψηφία είναι όχι απλά θεσμικά τερατώδης αλλά και επικίνδυνη για το κράτος δικαίου και την διασφάλιση των ελευθεριών των πολιτών. Η Δικαιοσύνη αποτελεί σίγουρα τον τελευταίο θεσμό που οφείλει να έχει οποιαδήποτε άλλη σχέση με την κοινωνία πέρα από την εξασφάλιση της δίκαιης και ισότιμης επιβολής του νόμου, αλλά και της προστασίας των πολιτών απέναντι σε καταχρήσεις του ρόλου και των ορίων της Εκτελεστικής και της Νομοθετικής εξουσίας.
Ο δημόσιος διάλογος και η κοινή γνώμη σφυροκοπούνται καθημερινά από μια Οργουελικών διαστάσεων συνθήκη που συγχέει όχι μόνο έννοιες αλλά και θεσμούς, αρμοδιότητες, και εξουσίες. Κυρίως όμως ζούμε έντονα την απειλή της αλλοίωσης των πολιτικών, κοινωνικών και νομικών αισθητηρίων μας σε τέτοιο βαθμό ώστε να κεντρίζουμε σε πράγματα ελάσσονα και να χάνουμε το μείζον. Τείνουμε να μετατραπούμε, άθελά μας, σε μια κοινωνία χωρίς προσανατολισμό που μουδιασμένη από την καθημερινή κατάπτωση παύει να αντιλαμβάνεται και να αντιδρά στα κρισιμότερα χτυπήματα. «Ελευθερία είναι η ελευθερία να λες ότι δύο και δύο ίσον τέσσερα», αλλά πριν το πεις πρέπει πρώτα να καταλάβεις ότι κάποιος άλλος σου λέει ότι δεν είναι τέσσερα, αλλά πέντε.