Η διοίκηση της ΤτΕ φαίνεται ότι επεξεργάζεται μια πρόταση για τη συνολική διαχείριση τέτοιου είδους προβληματικών στοιχείων ενεργητικού με σκοπό να τα βγάλει από τα βιβλία της. Έτσι, η πρόταση που επεξεργάζεται αφορά τη δημιουργία μιας Bad Bank που θα διαχειρίζεται τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, καθώς εκτιμά ότι αυτά θα αυξηθούν το επόμενο διάστημα.
Με βάση τα στοιχεία που παρέθεσε η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε στο τέλος Μαρτίου 2020 στα 60,9 δισ. ευρώ από 68,5 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς, ποσό που αντιστοιχεί στο 37,3% του συνόλου των χορηγήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Βέβαια όπως παραδέχεται η ΤτΕ με την αβεβαιότητα αναφορικά με την κλιμάκωσή του αποθέματος «κόκκινων δανείων» στο επόμενο διάστημα, την περιορισμένη δυνατότητα λόγω χαμηλής κερδοφορίας για τη δημιουργία κεφαλαίου από τις τράπεζες, την εκτιμώμενη επιδείνωση της σχέσης της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης (DTC) έναντι του Δημοσίου ως ποσοστό των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, αλλά κυρίως την επιτακτική ανάγκη χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, καθίσταται σαφές ότι απαιτούνται επιπλέον ενέργειες, τόσο από τις τράπεζες, όσο και από την Πολιτεία.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι από το 37,3 % που βρίσκονται σήμερα τα κόκκινα δάνεια, στην καλύτερη περίπτωση θα μειωθούν με τα υφιστάμενα εργαλεία (πωλήσεις δανείων, τιτλοποιήσεις, ΗΡΑΚΛΗΣ) στο 25% περίπου, ποσοστό που εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο και πολλαπλάσιο του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού – SSM (2,7% και 3,2% αντίστοιχα με στοιχεία του Δεκεμβρίου 2019).
Η διοίκηση της ΤτΕ φαίνεται ότι επεξεργάζεται μια πρόταση για τη συνολική διαχείριση τέτοιου είδους προβληματικών στοιχείων ενεργητικού με σκοπό να τα βγάλει από τα βιβλία της. Έτσι, η πρόταση που επεξεργάζεται αφορά τη δημιουργία μιας Bad Bank που θα διαχειρίζεται τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Η πρόταση αυτή έρχεται καθώς εκτιμάται ότι η επίπτωση στο Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας των τραπεζών από τη διενέργεια των εν λόγω συναλλαγών τιτλοποίησης θα ανέλθει κατά μέσο όρο σε τρεις μονάδες. Συνεπώς, καθίσταται σαφές ότι απαιτούνται επιπλέον ενέργειες προς την κατεύθυνση μείωσης του υφιστάμενου αποθέματος ΜΕΔ.
Το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών αποτελείται από τη λεγόμενη αναβαλόμενη φορολογία, περιπλέκει περισσότερο την κατάσταση. Η ΤτΕ εκτιμά ότι ο αναβαλλόμενος φόρος από το 54% των ιδίων κεφαλαίων που αντιπροσωπεύει σήμερα στα επόμενα 4 τρίμηνα, χωρίς να ληφθούν υπόψη οποιεσδήποτε επιπτώσεις από την πανδημία, η συμμετοχή του DTC στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών θα προσεγγίσει το 75%.
Ενδεχόμενες ζημίες που σχετίζονται με το υφιστάμενο απόθεμα ΜΕΔ καλύπτονται αποκλειστικά από τις τράπεζες και όχι από τον Έλληνα φορολογούμενο, μέχρι του ελάχιστου ορίου δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και αποκλείεται οποιαδήποτε διασύνδεση του προτεινόμενου σχήματος με ενδεχόμενα σενάρια εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης. Τέλος, ταυτόχρονα κρίνεται απαραίτητη η αναμόρφωση του πλαισίου εξυγίανσης ιδιωτικού χρέους, αναφέρει η Έκθεση.
Στα μέσα Ιουνίου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε αναφερθεί στο ενδεχόμενο μιας «Bad Bank» στην τηλεόραση του Bloomberg, τονίζοντας ότι «είναι μια επιλογή, αλλά δεν νομίζω ότι είναι απαραίτητη τώρα» χαρακτηρίζοντάς την ως σχέδιο έκτακτης ανάγκης που μπορεί να παραμείνει ως εφεδρεία στην περίπτωση που πάει κάτι στραβά με το αρχικό πρόγραμμα, καθώς το σχέδιο «Ηρακλής» στοχεύει στη μείωση κατά 40% των υφιστάμενων επισφαλών δανείων.