Γράφει ο Βαγγέλης Πάλλας,
Δημοσιογράφος, Ερευνητής, Αναλυτής Α.Ε.J./I.F.J.
Αυτό που έχω μάθε, είναι ότι υπάρχουν δυο ειδών άνθρωποι. Εκείνοι που συμφιλιώνονται με τα δύσκολα και εκείνοι που με πείσμα τα αντιμετωπίζουν.
Στο διάβα της ζωής μας είναι σχετικά εύκολο να τους ξεχωρίσεις. Γνωρίζω ανθρώπους που δουλεύουν στο γιαπί και το μυαλό τους στροφάρει πιο γρήγορα και από δικηγόρους. Όπως γνωρίζω και κάποιους αστούς έμπορους και «μορφωμένους» που για να καταλάβουν ένα πολιτικό ανέκδοτο περνάει καμιά ώρα. Στην ελληνική κοινωνία όπου όλες οι αντοχές έχουν γκρεμισθεί και το κυνήγι του χρήματος είναι αυτοσκοπός.
Ο αστός και μορφωμένος κοιμάται το βράδυ στα μεταξωτά σεντόνια, ενώ οι εργάτες από το γιαπί προσπαθούν να ζεσταθούν και να ξεκουράσουν τα κουρασμένα τους πόδια και χέρια.
Ο αστός δίνει νόημα στη ζωή του, φυσώντας την κάπνα του ακριβού του πούρου και της έπαρσης. Οι άλλοι οι δουλευταράδες με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί ανύποπτοι μεγαλειώδεις, με κουρασμένα μάτια να κοιτούν χαμηλά στο φλύαρο μωσαϊκό.
Στην ίδια πόλη ζουν, τον ίδιο αέρα αναπνέουν και οι δυο άνθρωποι ζουν ολομόναχοι. όμως είναι καλά. Άλλοι γελούν, άλλοι δακρύζουν. Δεν ξέρω πια που να κοιτάξω τους ανθρώπους. Μέχρι χθες ακόμα τους κοίταζα στα μάτια. Έψαχνα το βλέμμα τους και το ακολουθούσα. Πάνω τους διαθλάται η ψυχή και φεύγει δεξιά και αριστερά. Ελάχιστοι σε κοιτάζουν ίσα στα μάτια. Αμήχανοι σαν να θέλουν να κρύψουν κάτι. Ένα άγνωστο κουβάρι που όλο τυλίγεται. Ο αστός που γίνεται ένα με τη βροχή στα πεζοδρόμια. Ο μετανάστης – πρόσφυγας που λουφάζει σαν τρομαγμένο πουλί, στην στάση, όταν κάποιος κοιτώντας τον αυστηρά αρχίζει να παραλύει. Συζητήσεις που συναντιούνται. Ένα κουβάρι που τυλίγεται απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ όλη την πατρίδα. Γέφυρες. Στα μάτια τα δικά μας που μάθαμε να ζούμε και να γλεντάμε τη ζωή με το γλυφό της νερό, με την δροσιά του μπάτη, αυτοί οι άνθρωποι φαντάζουν σαν χολιγουντιανοί πρωταγωνιστές. Σύγχρονοι σκλάβοι, περιζωσμένοι με τα ρούχα της δουλειάς, περνούν απαρατήρητοι μέσα από το πλήθος εκείνων που δοξάζουν τις μαύρες Παρασκευές με τα αστραφτερά χαλιά.
Γνώρισα πολλούς ανθρώπους. Είναι εδώ και αρκετό καιρό θλιμμένοι. Στην αρχή εδώ και 10 χρόνια όταν τους συνάντησα φαινόταν κοινωνικοί, γελούσαν δυνατά και εγκάρδια. Ήταν πάντα με το δικό τους απλό προσωπικό τρόπο, περιποιημένοι, χτενισμένοι και δοτικοί. Μιλούσαν δυνατά, γρήγορα αψεγάδιαστα, διαβάζανε παρακολουθούσανε παραστάσεις, αγαπούσανε τη μουσική, αγαπούσανε τους ανθρώπους και πάνω απ’ όλα σκεπτόταν.
Αυτοί οι άνθρωποι είχαν φτιάξει ένα δικό τους κόσμο και ένιωθαν ασφαλείς μέσα σ’ αυτόν. Ήταν ο κόσμος τους. Πήγα στα σπίτια τους, γνώρισα τους φίλους τους, ξενυχτίσαμε, είπαμε πολλά, μοιραστήκαμε τις σκέψεις μας, προβληματιστήκαμε, γελάσαμε όλοι μαζί. Βλέπεις οι θλιμμένοι ξέρουν και να γελούν πολύ και να έχουν φίλους.
Οι άλλοι άνθρωποι είναι πολύ ουσιαστικοί, σχεδόν κανείς τους δεν καταλαβαίνει. Κάποτε, χρόνια πριν, ήταν σαν όλους τους άλλους. Είχαν σαν τους άλλους σπίτι, οικογένεια και δουλειά. Είχαν άψογα ρούχα, καθαρά πουκάμισα, δερμάτινα πορτοφόλια με λεφτά. Δεν γελούσαν γιατί ένα απόγευμα τυχαία είδαν τους άλλους, τον πραγματικό τους εαυτό που τους περίμενε. Αυτοί μένανε στην άκρη της πόλης, μέσα σε παράγκες, είχαν για πόρτες κουρελούδες. Μια μέρα το πήρανε απόφαση και πήγαν να ζήσουν στις παράγκες. Φυσικά κανείς πια στην πόλη τους δεν υποληπτεύονται. Όμως δεν τους πείραζε. Βγαίνανε το βράδυ βόλτα όλοι μαζί και γελάγανε.
Οι άλλοι άνθρωποι που ξέρω δεν χρειάστηκε να βγουν έξω από την κοινωνία γιατί απλούστατα ήταν μια ζωή έξω στους δρόμους και ζούσαν σαν παιδιά. Οι άλλοι τους βλέπανε λυπημένους. Λυπημένοι ήταν. Αυτό είναι αλήθεια. Ώρες περιπάταγαν στους δρόμους της πόλης, φορώντας τα τριμμένα τους παλτά. Μέχρι που μια νύχτα τους πήρε από πίσω μια δεκάδα αδέσποτα σκυλιά. Από εκείνη τη νύχτα όλα αλλάξανε. Έπαψαν να ζουν στους δρόμους. Έφτιαξαν παράγκες και πίσω από τις παράγκες έφτιαξαν άλλες μικρότερες για κάθε σκυλί. Κάθε πρωί χτυπούν το κουδούνι. Τα σκυλιά ξυπνάνε και τρέχουν κοντά τους. Φεύγουν μαζί και κόβουν βόλτες όλη μέρα στους δρόμους της πόλης και γελάνε…
Δεν ξέρω ποια τελικά είναι η εικόνα του άλλου. Δυο εικόνες του ίδιου νομίσματος, αφού και η ίδια η νύχτα είναι σύνηθες δύο. Αυτή που τριγυρνάει με όλα τα φώτα αναμμένα και η άλλη, η δεύτερη που ζει μόνιμα μέσα στην άλλη. Άλλωστε αυτός είναι ο λόγος που η πρώτη έχει γίνει υστερική. Εγκαταλείπει προσχήματα και λεπτότητες και κρεμάει όπου τύχει τα σφαχτά της. Καταλαμβάνεται από μια κρίση υστερίας, παίρνει το χάπι της, κλειδώνει δυο φορές την πόρτα αφήνοντας τον χώρο ελεύθερο για την δεύτερη νύκτα. Με όλα τα αγρίμια της, τα σκοτεινά πλάσματα και τον απύθμενο βόθρο της.
Υπάρχουν άνθρωποι που αποφασίζουν με χίλιους τρόπους να βγουν από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού τους και να δώσουν μια απάντηση σ’αυτό που μπροστά τους ορθώνεται ακόμα και με την μορφή μοίρας. Μοναχοί χωρίς αρματωσιά με μοναδικό τους όπλο, πως θέλουν πολύ να είναι άνθρωποι και να έχουν όνειρα. Αυτοί οι Δαβίδ παλεύουν με τους Γολιάθ. Ορμούν και νικούν. Αποφασίζουν να μην κρυφτούν πίσω από τα κλειστά τους παράθυρα όταν ακούν τα κλάματα του δαρμένου πιτσιρικά. Βρίσκουν τρόπους να βοηθούν όλους αυτούς που χρειάζονται. Βρίσκουν τρόπους να αντιστέκονται, να ορμούν με αντοχή και δύναμη στη ζωή που παλεύουν να κρατηθούν.
Κατορθώματα ανθρώπων με μοναδικά όπλα την επιμονή και το τσαγανό. Άνθρωποι χωρίς μούσκουλα και γραμμώσεις που ξέρουν να γεμίζουν τα κενά με γέλια και όνειρα, που κάθονται τις Κυριακές στο τραπέζι και πίνοντας φτηνό κρασί σε απλά ποτήρια συζητούν χωρίς να κουνούν σημαίες. Σαν άνθρωποι που ήρθαν σ’ αυτό τον κόσμο όχι για να χειροκροτούν, ούτε για να εξυπηρετήσουν, αλλά για να φωτίσουν όμορφα τα σκοτάδια τους.
Άνθρωποι που ξέρουν ν’ ακούν την αλήθεια, ακόμη κι αν πρέπει ν’ αναλάβουν κομμάτι της ευθύνης. Ανθρωποι που μιλούν χωρίς να διαφημίζουν ασίγαστες φωτιές.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι οπαδοί της ζωής, όχι του κράτους, ούτε της ουτοπίας. Και τα έργα τους είναι οι ευεργεσίες. Οι εξεγέρσεις της επανάστασης της αξιοπρέπειας. Της πιο δύσκολης απ’ όλες τις άλλες επαναστάσεις. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν στον κόσμο για να αλλάξουν…