Αυξάνεται όλο και περισσότερο το ποσό που καλούνται οι πολίτες να πληρώσουν από την «τσέπη» τους για φάρμακα. Οι αλλαγές στη φαρμακευτική πολιτική που προχώρησαν και όσες προωθούνται προκαλούν αυξημένη συμμετοχή των ασφαλισμένων. Εκτός, όμως, της θεσμοθετημένης συμμετοχής, σημαντικές είναι οι επιβαρύνσεις για σκευάσματα που δεν αποζημιώνονται.
Όπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις για τη φαρμακευτική αγορά στην Ελλάδα το 2023, μια μελέτη που κάθε χρόνο εκδίδει το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ), οι ιδιωτικές δαπάνες για φάρμακα (out of pocket, όπως λέγονται) αυξήθηκαν σε 1,078 δις ευρώ, σε σχέση με 1,016 δις ευρώ το 2022. Πρόκειται για μια αύξηση κατά 6%, που είναι όμως σημαντική εάν αναλογιστεί κανείς ότι οι άμεσες πληρωμές κάθε χρόνο παίρνουν την… ανηφόρα, αυτές δε του 2023 κόστισαν επιπλέον 62 εκατομμύρια ευρώ.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τις πληροφορίες, η δαπάνη των πολιτών για Μη Συνταγογραφούμενα Φάρμακα (ΜΗΣΥΦΑ) ανήλθε το 2023 σε 391 εκατ. ευρώ, σε σύγκριση με 349 εκατ. ευρώ το 2022.
Αντίστοιχα, η δαπάνη για σκευάσματα αρνητικής λίστας (δηλαδή φάρμακα που συνταγογραφούνται αλλά δεν αποζημιώνονται από το κράτος) το 2023 ανήλθε σε 130 εκατ. ευρώ, έναντι 127 εκατ. ευρώ το 2022, ενώ για φάρμακα αποζημιούμενα, τα οποία, όμως, επέλεξε ο ασθενής να πληρώσει εξολοκλήρου, τα 540 εκατ. ευρώ του 2022 ανέβηκαν σε 557 εκατ. το 2023.
Αντίθετα, σταθερές, με μικρές διαφοροποιήσεις, είναι οι δαπάνες σε ό,τι αφορά στη συμμετοχή των ασθενών για φάρμακα. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από εκτιμήσεις, η θεσμοθετημένη συμμετοχή για φαρμακευτικά σκευάσματα το 2023 (10%, 25%) ανήλθε σε 409 εκατ. ευρώ (413 εκατ. ευρώ το 2022). Η επιβάρυνση που προκύπτει από τη διαφορά λιανικής και ασφαλιστικής τιμής διαμορφώνεται το 2023 σε 273 εκατ. ευρώ, έναντι 276 εκατ. ευρώ το 2022.
Όλες οι παραπάνω κατηγορίες πληρωμών από τους πολίτες είναι ιδιωτικές δαπάνες, δηλαδή χρήματα που καταβάλλουν οι ίδιοι για φαρμακευτική περίθαλψη. Συνολικά το 2023, οι δαπάνες αυτές ανήλθαν κοντά σε 1,8 δις ευρώ, έναντι 1,7 δις ευρώ το 2022.
Νέες αυξήσεις στις τιμές των φαρμάκων
Με τα διαρθρωτικά μέτρα του Υπουργείου Υγείας για τον εξορθολογισμό της φαρμακευτικής δαπάνης, προκύπτουν νέες αυξήσεις στη συμμετοχή των ασθενών.
Τον Φεβρουάριο προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση στους πάγκους των φαρμακείων από πολίτες που ανακάλυπταν μεγαλύτερη συμμετοχή συγκεκριμένων γενοσήμων φαρμάκων σε σχέση με εκείνη που συνήθιζαν να καταβάλουν.
Οι αυξήσεις στη συμμετοχή των γενοσήμων αποτελούν επακόλουθο της αλλαγής των όρων αποζημίωσης για τη συγκεκριμένη κατηγορία φαρμάκων και την κατάργηση της εξίσωσης λιανικής με ασφαλιστική τιμή.
Η ρύθμιση και η επακόλουθη διαμόρφωση των τιμών σήκωσαν θύελλα αντιδράσεων, αναγκάζοντας το Υπουργείο Υγείας να προχωρήσει στην επιβολή «κόφτη» ύψους 3 ευρώ για τη διαφορά λιανικής – ασφαλιστικής τιμής. Όπως και να έχει, πάντως, σε αρκετά γενόσημα η συμμετοχή είναι αυξημένη και σημαντική για τον μηνιαίο οικογενειακό προϋπολογισμό των ασφαλισμένων.
Την ίδια στιγμή, πριν από το Πάσχα αναμένονται νέες, αυξημένες, τιμές για αρκετά φάρμακα. Πρόκειται για σκευάσματα φθηνά, κυρίως κάτω των πέντε ευρώ, που είναι μοναδικά, δηλαδή δεν κυκλοφορούν άλλα στην ίδια κατηγορία. Το Υπουργείο Υγείας κρίνει πως είναι σημαντικό για λόγους δημόσιας υγείας να μη φύγουν από την αγορά λόγω κόστους. Οι τιμές τους, όμως, είναι πολύ χαμηλές σε σχέση με εκείνες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Με δεδομένο το υψηλό clawback (αυτόματες υποχρεωτικές επιστροφές) που καλούνται να καταβάλλουν οι φαρμακευτικές εταιρείες στη χώρα μας, δεν υπάρχει εμπορικό όφελος από την κυκλοφορία αυτών των φαρμάκων.
Γι’ αυτό και σε αρκετές περιπτώσεις παρουσιάζονται ελλείψεις και παραγγέλνονται εκτάκτως μέσω ΙΦΕΤ, σε έως και τριπλάσιες τιμές. Με σκοπό να σταματήσει αυτό το φαινόμενο, Υπουργείο Υγείας και ΕΟΦ επεξεργάζονται τα αιτήματα των φαρμακευτικών εταιρειών (για πάνω από 900 κωδικούς φαρμάκων) και θα προχωρήσουν σε αναδιαμόρφωση τιμών. Με την αύξηση των τιμών θα ακολουθήσει και αύξηση της συμμετοχής των ασφαλισμένων, η οποία, ωστόσο, θα είναι διαχειρίσιμη, όπως επιβεβαιώνουν πηγές από το Υπουργείο Υγείας.