Ετοιμη να εκμεταλλευθεί τη θετική συγκυρία για την αξιοποίηση των εγχώριων υδρογονανθράκων που διαμορφώνει η απόφαση της Ε.Ε. για ταχεία απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο και παράλληλα την αναγνώριση του φυσικού αερίου ως «πράσινης» επένδυσης, εμφανίζεται η κυβέρνηση.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης φέρεται να έχει δώσει το «πράσινο φως» στην Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ) για μια στοχευμένη επανεκκίνηση του προγράμματος στις περιοχές δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης και στο Ιόνιο που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και οι οποίες έχουν ήδη παραχωρηθεί σε πετρελαϊκές εταιρείες (Τotal – ExxonMobil – EΛΠΕ στην Κρήτη και ΕΛΠΕ στο Ιόνιο).
Τα κοιτάσματα
Ζητούμενο σε πρώτη φάση είναι η διερεύνηση των τριών περιοχών ώστε να διαπιστωθεί τι υπάρχει και στη συνέχεια στον βαθμό που αξιολογηθεί ότι η δυναμικότητα των κοιτασμάτων είναι τέτοια που μπορεί να μετασχηματίσει την ελληνική οικονομία, να προχωρήσει και η εκμετάλλευσή τους. Αυτό πρακτικά σημαίνει σεισμικές έρευνες και ερευνητικές γεωτρήσεις, ένα πρόγραμμα διάρκειας περίπου 2,5 ετών στην περίπτωση που η ελληνική πραγματικότητα καταφέρει να συναντήσει τους αντικειμενικούς χρόνους αυτών των διαδικασιών. Από απόψεως επενδύσεων θα απαιτηθούν περί τα 3 εκατ. δολάρια ανά περιοχή για τις γεωφυσικές έρευνες και περί τα 80-120 εκατ. δολάρια για κάθε ερευνητική γεώτρηση, που για κάποιες δύσκολες τεχνικά περιπτώσεις –που επιβάλλουν λόγοι περιβαλλοντικής προστασίας– μπορεί να φτάσει και τα 150 εκατ. δολάρια.
Μια πλήρης διερεύνηση των τριών περιοχών προϋποθέτει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αρμοδίων παραγόντων, πέντε με έξι ερευνητικές γεωτρήσεις. Για να προχωρήσει αυτός ο προγραμματισμός, η κυβέρνηση θα δώσει το επόμενο διάστημα ένα δυνατό σήμα αποφασιστικότητας προς τις ανάδοχες εταιρείες, που δεν το είχαν το προηγούμενο διάστημα, απόρροια του γενικότερου αρνητικού περιβάλλοντος που διαμόρφωσε η κατρακύλα των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου τη διετία 2019 και 2020 και η στρατηγική αποεπένδυσης των πετρελαϊκών.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η αναδιάταξη της ενεργειακής πολιτικής της Ε.Ε., με βασικό πυλώνα την ταχεία απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο, δημιουργεί ένα νέο περιβάλλον για επενδύσεις στον τομέα των υδρογονανθράκων, αφού εταιρείες και εθνικές κυβερνήσεις αξιολογούν ότι το κενό που προκύπτει δεν μπορεί να υποκατασταθεί σε βάθος χρόνου μόνο από LNG και επανεξετάζουν τη στρατηγική τους με αυτό το δεδομένο. Οι χώρες της Ευρώπης συνειδητοποίησαν επίσης μέσα στην ενεργειακή κρίση, όπως φάνηκε και από δηλώσεις αξιωματούχων της Ε.Ε., ότι το φυσικό αέριο είναι απαραίτητο ως καύσιμο – γέφυρα για την ενεργειακή μετάβαση, τουλάχιστον μέχρι να ωριμάσουν νέες τεχνολογίες, γι’ αυτό και εντάχθηκε στην πράσινη ταξινομία παίρνοντας παράταση ζωής μέχρι το 2050. Μαζί με το φυσικό αέριο δεν είναι λίγες οι ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και πετρελαϊκές εταιρείες όπως η Total, που στρέφουν ξανά το ενδιαφέρον τους και στην παραγωγή πετρελαίου.
Το ενδιαφέρον μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών για εξόρυξη αερίου και πετρελαίου έχει αναθερμανθεί.
Η Νορβηγία, ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου της Ευρώπης, ανακοίνωσε ήδη ότι σκοπεύει να αυξήσει μέχρι και 9% την παραγωγή της και η Δανία ότι θα συνεχίσει να εκμεταλλεύεται μέχρι το 2050 τα δικά της κοιτάσματα. Η Ολλανδία συνεχίζει να εκμεταλλεύεται το μεγάλο κοίτασμα φυσικού αερίου Γκρόνιγκεν, νέα προγράμματα για την αξιοποίηση των κοιτασμάτων τους σχεδιάζουν η Ιταλία και η Ισπανία, ενώ η Μεγάλη Βρετανία ανακοίνωσε μέσα στην κρίση ότι θα εξαντλήσει κάθε ποσότητα των οικονομικά αξιοποιήσιμων κοιτασμάτων της.
Θετική συγκυρία
Τη θετική αυτή συγκυρία αξιολόγησε και η ελληνική κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας ότι τα ελληνικά κοιτάσματα, πέραν της ενίσχυσης της ενεργειακής αυτάρκειας της χώρας, θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια νέα πηγή τροφοδοσίας στην Ευρώπη. Το στοίχημα θα κριθεί και από το πώς θα ανταποκριθούν οι εταιρείες – παραχωρησιούχοι των περιοχών νότια, νοτιοδυτικά της Κρήτης και στο Ιόνιο. Η κυβέρνηση πάντως φέρεται αποφασισμένη να προχωρήσει σε αντικατάστασή τους σε περίπτωση που δεν κινητοποιηθούν άμεσα και συζητάει ήδη με τέσσερις μεγάλες πολυεθνικές που φέρονται να έχουν δείξει ενδιαφέρον για τις τρεις περιοχές. Ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΔΕΥ, Αρης Στεφάτος, έχει μιλήσει για πιθανούς στόχους φυσικού αερίου, με κοιτάσματα αξίας 250 δισ. ευρώ.
Ενεργειακή αυτάρκεια
Το πρώτο σήμα για την επανεκκίνηση της προσπάθειας αξιοποίησής τους έδωσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός στο προχθεσινό διάγγελμά του για τα μέτρα αναχαίτισης της ακρίβειας. «Διεκδικούμε την ενεργειακή μας αυτάρκεια. Αυτό σημαίνει επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές, ξεπερνώντας κάθε γραφειοκρατικό εμπόδιο. Ανάπτυξη ηλεκτρικών διασυνδέσεων με κράτη όπως η Αίγυπτος. Μετατροπή της πατρίδας μας σε πύλη εισόδου υγροποιημένου φυσικού αερίου. Προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας και αντικατάστασης των παλαιών συσκευών. Και, ασφαλώς, αξιοποίηση των εθνικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου με οικονομικό ενδιαφέρον. Για το θέμα αυτό θα υπάρξουν σύντομα και νέες ανακοινώσεις», είπε ο πρωθυπουργός.
Επιταχύνεται η αναβάθμιση του ΤΑΡ
Τα σχέδια αναβάθμισης της δυναμικότητάς του επιταχύνει ο TΑΡ για να συνδράμει στις ανάγκες απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο. Η εμπορική διευθύντρια της κοινοπραξίας ανακοίνωσε χθες ότι ο TΑΡ μπορεί να διπλασιάσει τη χωρητικότητά του και να επεκταθεί σταδιακά, έως και 20 bcm μέσα σε 45-65 μήνες, ως αποτέλεσμα των αιτημάτων που θα ληφθούν κατά τη δεσμευτική φάση του market test, η οποία έχει προγραμματιστεί για τον Ιούλιο του 2023, αλλά μπορεί να επιταχυνθεί και να ξεκινήσει εντός του 2022. Οπως ανακοίνωσε η κοινοπραξία του TΑΡ, o αγωγός στον λίγο περισσότερο από τον ένα χρόνο λειτουργίας του έχει παραδώσει στην Ευρώπη 10 δισ. κ.μ. αερίου, μέσω του σημείου διασύνδεσης των Κήπων, στα ελληνοτουρκικά σύνορα, όπου συναντάται με τον αγωγό ΤΑΝΑP. Aπό αυτά, τα 8,5 δισ. κ.μ. παραδόθηκαν στην Ιταλία, συμβάλλοντας σημαντικά στην ενεργειακή ασφάλεια και τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού της Ευρώπης, όπως δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της κοινοπραξίας Luca Schieppati.