Έχετε διαβάσει αγαπημένα βιβλία σας σε κόμικ; Αν όχι ακόμη, σίγουρα θα το βρείτε αρκετά ενδιαφέρον και διαφορετικό, όπως ήδη το βρίσκουν και το αγαπούν, ολοένα και περισσότεροι αναγνώστες και στην Ελλάδα. Μπορεί για τα ελληνικά δεδομένα τα κόμικς να μην είναι ένα πολύ διαδεδομένο είδος, όπως είναι σε άλλες χώρες όπως η Ιαπωνία, αλλά ολοένα και περισσότερος κόσμος δίνει το “παρών” στα φεστιβάλ που πραγματοποιούνται.
Αυτές τις ημέρες στα Χανιά πραγματοποιείται το 6ο Chaniartoon όπου οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν διάφορες δράσεις, σε σχέση με το σκίτσο, την εικονογράφηση, το κόμικς, το animation, το game design, αλλά και τις νέες τεχνολογίες. Προβάλλονται ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους από όλο τον κόσμο, περισσότερους από 60 καλλιτέχνες από την Ελλάδα και το εξωτερικό οι οποίοι θα συμμετάσχουν στο φετινό Artist Alley, αλλά και πλήθος εργαστηρίων, παρουσιάσεων και ομιλιών, με ελεύθερη είσοδο για το κοινό.
Τη δική τους θέση στο Φεστιβάλ κατέχουν δύο αγαπημένα διηγήματα των εφηβικών μας χρόνων, “Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου” και “Το Καπλάνι της Βιτρίνας”, που έχουν διασκευαστεί σε graphic novels και οι δημιουργοί τους Γεωργία Ζάχαρη, Στέλλα Στεργίουν (διαδικτυακά) και Δημήτρης Μαστώρος, απόψε στις 21.00 θα βρίσκονται στην Αίθουσα «Μίκης Θεοδωράκης» στο Παλιό Λιμάνι των Χανίων, συμμετέχοντας σε εκδήλωση.
Λίγες ώρες πριν συνομιλήσουν με το κοινό, η Γεωργία Ζάχαρη και ο Δημήτρης Μαστώρος μίλησαν στο Cretalive για το είδος που “υπηρετούν”, τις δυσκολίες και τις προκλήσεις, το μέλλον του στα εγχώρια καλλιτεχνικά δρώμενα αλλά και τί … έχουμε να περιμένουμε από εκείνους στο μέλλον!
Το κόμικ είναι ένα είδος που στην Ελλάδα δεν είναι πολύ διαδεδομένο. Η Γεωργία Ζάχαρη εξηγεί ωστόσο πως “για μια χώρα που δεν έχει την ιστορία και την παράδοση στα κόμικ, όπως το Βέλγιο ή η Ιαπωνία για παράδειγμα, τα κόμικ είναι ένα αρκετά διαδεδομένο μέσο. Σε όλα τα φεστιβάλ κάθε χρόνο υπάρχει ένα όλο και μεγαλύτερο ενθουσιώδες αναγνωστικό κοινό που έρχεται στους πάγκους και αναζητεί συγκεκριμένα τους τίτλους που το ενδιαφέρει και αναζητεί καινούριες ιστορίες”. Αναφερόμενος στο κομμάτι της διασκευής κλασικών έργων σε graphic novels, ο Δ.Μαστώρος αναφέρει πως είναι διαδεδομένο και αποτελεί και μία επιλογή σχετικά ασφαλή τόσο για τον καλλιτέχνη όσο και για τον εκδοτικό οίκο, αφού “ένα αγαπημένο κείμενο έχει μια εγγύηση ότι θα’χει απήχηση, ότι ίσως ξεπεράσει και το ήδη μυημένο κοινό του κομικς. Και βγαίνουν θαυμάσια βιβλία σε διασκευές, δυστυχώς όμως έτσι δεν ενθαρρύνεται τόσο το πρωτότυπο σενάριο”.
Βιβλίο ή κόμικ;
Απάντηση σε αυτό το ερώτημα μάλλον δεν υπάρχει! Μπορεί ένα κόμικ να είναι πιο ελκυστικό για ένα παιδί, μια και όπως εξηγεί η Γ.Ζάχαρη “τα περισσότερα περιγραφικά πράγματα, από τα τοπία μέχρι τις εκφράσεις ενός χαρακτήρα, που σε ένα βιβλίο μπορεί να χρειάζονταν αρκετές σελίδες για να περιγραφούν, σε ένα κόμικ αποτυπώνονται μέσα σε λίγα καρέ. Αυτό μπορεί να δώσει το περιθώριο σε οποιοδήποτε αναγνώστη να επικεντρωθεί στη δράση χωρίς να χάσει το ενδιαφέρον του καθόλη την ιστορία”, ωστόσο ο Δ.Μαστώρος δεν παραβλέπει τον υποκειμενικό παράγοντα: “Νομίζω εξαρτάται από το παιδί. Μερικά βουτάνε μέσα στα βιβλία με μεγάλη ευχαρίστηση, ενώ άλλα (όπως εγώ) πήγα απευθείας στα κόμικς, γιατί η λογοτεχνία με κούραζε πολύ γρήγορα, η όρεξη ήρθε αργότερα. Οπότε ένα κλασικό λογοτεχνικό έργο σε κόμικς μπορεί να είναι απλά μια διαφορετική «πόρτα» για να μπεις σε έναν κόσμο, και νομίζω πως αν σε αγγίξει και ταξιδέψεις η χαρά να τον ξαναβρείς και σε μια άλλη μορφή θα παραμείνει ακέραια”.
“Ξεκλειδώνοντας” τις σκέψεις της Άλκης Ζέη!
Αποτελεί – αν μη τί άλλο – πρόκληση να καταφέρεις να οπτικοποιήσεις ένα διήγημα, πλέον κλασικό, μιας συγγραφέως που ανήκει στις “top” της Ελλάδας. Το εγχείρημα φαίνεται δύσκολο, και αναμφίβολα είναι, ωστόσο η διασκευή δίνει τη δυνατότητα μιας νέας δημιουργίας. “Νομίζω πως στην αρχή συχνά μπαίνεις στον κόσμο ενός αλλού δημιουργού κάπως μαγκωμένος, θέλοντας να σεβαστείς το ξένο έργο – και ιδιαίτερα όταν είναι τόσο γνωστό στο ευρύ κοινό, νιώθεις μια κάποια παραπάνω ευθύνη, αφού τόσος κόσμος έχει φανταστεί πρόσωπα και καταστάσεις του βιβλίου. Στην πορεία ωστόσο βάζεις και τη δική σου σκέψη, τη δική σου ματιά και ευαισθησία για να δέσει αργά αλλά σταθερά ως κάτι καινούργιο” – λέει ο Δημήτρης Μαστώρος για τον “Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου”, ένα βιβλίο που δεν είχε τύχει να διαβάσει ως παιδί, αλλά το ανακάλυψε ενώ ταυτόχρονα δούλευε πάνω σε αυτό. “Και πάλι πέρασα πολύ όμορφα, όχι μόνο επειδή το ανακάλυπτα, αλλά γιατί αμέσως φανταζόμουν πόσο ωραία θα βγει η τάδε σκηνή σε σκίτσα (όπως το μαλλί της Αντιγόνης που το μεγάλωνα όσο προχώραγε το βιβλίο, ή το πώς θα απεικόνιζα τα όνειρα του μικρού Πέτρου)” – αναφέρει ο ίδιος, προσθέτοντας πως το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν τόσο ευανάγνωστο και ξεκάθαρο στη γραφή του και στις εικόνες που δημιουργεί, ώστε “μερικές σκηνές ξεπηδάνε μόνες τους σε σχέδια”! Ένα μεγάλο στοίχημα για εκείνον πάντως ήταν το να καταφέρει να αποδώσει πιστά την Αθήνα της Κατοχής, από τα κτίρια μέχρι τα πιο μικρά αντικείμενα, για τα οποία χρειάστηκε εκτενές φωτογραφικό υλικό.
“Με την ανάγνωση, προκύπτει στο καθένα μας ένα διαφορετικό όραμα, ανάλογα και με τις δικές μας επιρροές και ερεθίσματα. Αυτό όμως είναι και το ενδιαφέρον στην προσαρμογή ενός λογοτεχνικού βιβλίου σε ένα άλλο μέσο; η ισορροπία ανάμεσα στο σεβασμό προς το πρωτότυπο έργο και στη δημιουργία ενός καινούριου” – λέει η Γεωργία Ζάχαρη. Ειδικά μιλώντας για το “Καπλάνι της Βιτρίνας”, ένα έργο κατεξοχήν αυτοβιογραφικό, επισημαίνει ότι “είχαμε (σ.σ. μαζί με τη συνδημιουργό Στέλλα Στεργίου) την υποστήριξη της οικογένειας της Άλκης Ζέη καθ’όλη τη διάρκεια. Αφενός μας παρείχαν φωτογραφικό υλικό και αφετέρου μας έδωσαν το ελεύθερο να σχεδιάσουμε τη δικιά μας ιστορία του καπλανιού και των παιδιών στο Λαμαγάρι”.
Συμπτωματικά, μάλιστα, το “Καπλάνι της Βιτρίνας” ήταν ένα βιβλίο που και οι δύο καλλιτέχνιδες είχαν αγαπήσει από μικρές κι έτσι η πρόταση για τη διασκευή τις πλημμύρισε χαρά. Γνώριζαν άλλωστε ήδη τους χαρακτήρες, πως μιλούν και πως μπορεί να κινούνται στο χώρο, κι ως εκ τούτου ο σχεδιασμός τους ήρθε σχεδόν … φυσικά μιας και οι δύο είχαν αντίστοιχες εικόνες. “Η αγωνία ήρθε σε μετέπειτα στάδιο όταν πλησίαζε η μέρα παράδοσης και της τελευταίας σελίδας!” – αναφέρει η Γεωργία.
Τί έχουμε να περιμένουμε στο μέλλον από τους τρεις καλλιτέχνες; Η Γεωργία Ζάχαρη και η Στέλλα Στεργίου τρέφουν αγάπη “για το έργο της Ιωάννας Μπουραζοπούλου, και ειδικά για την Τριλογία του Δράκου της Πρέσπας (που ανυπομονούμε να διαβάσουμε και το τελευταίο βιβλίο με το που βγει). Η Μπουραζοπούλου έχει φανταστικές περιγραφές που αυτόματα στήνουν το σκηνικό της ιστορίας ήδη από την πρώτη σελίδα και χτίζει ένα ολόκληρο σύμπαν με τους δικούς του κανόνες μέσα στο οποίο κινούνται οι χαρακτήρες, βάσεις που έχουν πάντα ενδιαφέρον στη μεταφορά σε κόμικ. Παράλληλα, ως δημιουργοί, θα θέλαμε να αφοσιωθούμε και στις δικές μας πρωτότυπες ιστορίες, φανταστικές ή μη, ή και τα δύο μαζί”. Όσο για το Δημήτρη Μαστώρο… κράταει τα σχέδιά του, προς το παρόν, μυστικά: “Δε θέλω να σας πω, για μην το γρουσουζέψω! Μπορώ να αποκαλύψω απλώς πως είναι από τη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, και έχει μέσα πολλά φαντάσματα”.
Διαβάστε περισσότερα για το Φεστιβάλ και τις επόμενες εκδηλώσεις ΕΔΩ.