Της Πηνελόπης Ι. Ντουντουλάκη
-Ας ήταν όλη η χρονιά Χριστούγεννα, κυρία Νέλλη μου! Έλεγε στη μεσόκοπη πελάτισσα η μπακάλισσα της γειτονιάς.
-Όχι μόνο η χρονιά, όλη η ζωή μας ας ήταν Χριστούγεννα! Υπερθεμάτισε εκείνη, καθώς ξεδιάλεγε ευλαβικά τα ψώνια της εβδομάδας, αφού πρώτα έλεγχε τις τιμές. Με πυρετώδικη σκέψη προσπαθούσε να ιεραρχήσει τα απόλυτα απαραίτητα. Άφηνε στην άκρη τα υπόλοιπα, με τα οποία κάποτε εφοδίαζε το ψυγείο και τα ντουλάπια της κουζίνας. Η μαρμελάδα ας περίμενε, το κίτρινο τυρί δεν είχε θέση, τα όσπρια την επόμενη φορά. Για τώρα, το ρύζι και ο τοματοπελτές, μαζί με λίγα μπισκότα για τον καφέ, αρκούσαν.
Από του Άη Στυλιανού και μετά, μια ακαθόριστα γλυκειά προσδοκία ξεδιπλωνόταν πάνω από την πόλη. Τα πρόσωπα των ανθρώπων, αγριεμένα από την καθημερινή αγωνία της βιοπάλης και της ανέχειας που έφερε η οικονομική κρίση, έπαιρναν σιγά-σιγά να μερώνουν.
Οι γεροντότεροι έσφιγγαν ακόμα πιο πολύ το πενιχρότατο κομπόδεμά τους, αυτό που τους εξασφάλιζε το λίγο γάλα και το ψωμί τους. Έκαναν υπομονή, με την προσδοκία πως θα τα καταφέρουν να αγοράσουν έστω δυο γλυκά, να μην πάνε με άδεια χέρια στα σπίτια των παιδιών τους. Πού οι εποχές που έδιναν ένα μικρό μπουναμά στα εγγόνια τους, το φιλοδώρημα στους μικρούς καλαντιστάδες, κάτι από το υστέρημά τους στους ζητιάνους! Τώρα είχαν να στηρίξουν –αυτοί, οι ανήμποροι- τα άνεργα παιδιά τους ή, ακόμα χειρότερα, τα άνεργα παιδόγγονά τους. Έπρεπε να στέκονται –αυτοί, οι υπέργηροι- κάθε βδομάδα στην ουρά μπροστά από το ταμείο της τράπεζας, για να πληρώνονται με δόσεις τη σύνταξή τους, όπως είχαν ορίσει οι οικονομικοί κηδεμόνες της μικρής και καταχρεωμένης χώρας. Έξαιμοι, με θολό και συννεφιασμένο βλέμμα, περίμεναν να εισπράξουν τα ελάχιστα χρήματα, που μονομιάς θα έκαναν και πάλι φτερά, μέχρι να έρθει πάλι η άλλη εβδομάδα και η επόμενη πληρωμή. Παρ’ όλα αυτά, αχνόφεγγε ακόμα μέσα τους η μικρή σπίθα της ελπίδας πως τα Χριστούγεννα θα γίνουν η αφορμή να περάσουν, με όλη την οικογένεια, λίγες στιγμές γαλήνιας ανάπαυλας και να ανταλλάξουν ελπιδοφόρες ευχές.
Η αφόρητη οικονομική δυσπραγία των πολλών, οι συνεχείς περικοπές μισθών και συντάξεων σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη υπερφορολόγηση, η ανεργία και η συνεχιζόμενη μετανάστευση των νέων, η αποτυχημένη πολιτική των κρατούντων, οι παρεμβάσεις ξένων συμφερόντων στα της οικονομίας της χώρας, ήταν καθημερινά θέματα συζήτησης στα καφενεία. Πάντως δεν έλειπαν και κάποιοι που επέκριναν τους επικρίνοντες, με μια ιδιότυπη έκφραση δυσανεξίας:
– Δεν επιτρέπετε να μιλάτε έτσι, διότι επηρεάζονται και οι άλλοι που σας ακούνε! Έλεγαν με απροκάλυπτη δυσφορία.
Έτσι, δίχως ουσιαστικό διάλογο και δίχως εμπνευσμένες προτάσεις για έξοδο από την κρίση, έτρεχαν οι μέρες και οι γιορτές: Ο Άγιος Ανδρέας, η Αγία Βαρβάρα, ο Άγιος Νικόλαος, ο Άγιος Μηνάς, ο Άγιος Ευστράτιος, ο Άγιος Ελευθέριος.
Αυτό το τρεχαλητό του χρόνου, τον ερχομό των εορτών εν μέσω επιδεινούμενης ένδειας, σκεφτόταν ο παππούς και η γιαγιά του δεκάχρονου Οδυσσέα, οι οποίοι έμεναν μαζί με τον πρώτο σε ηλικία εγγονό τους. Εκείνοι είχαν αναλάβει τα έξοδά του, παράλληλα με την όποια βοήθεια στην οικογένεια της μοναχοκόρης και του άνεργου γαμπρού τους, τον οποίο ταλάνιζε, τα τελευταία χρόνια, δυσίατο πρόβλημα υγείας. Τα μικρότερα παιδιά, δύο τον αριθμό, δεν είχαν ακόμα πάει στο δημοτικό σχολείο.
Ο παππούς και η γιαγιά δεν είχαν ιδιαίτερους πόρους, πέρα από μία πενιχρή σύνταξη. Είχαν, όμως, αναπτύξει στο έπακρο την προσπάθεια για αυτάρκεια και επιβίωση. Στα πλαίσια αυτά, ο παππούς, άλλοτε τεχνίτης σε ξυλουργείο, βοηθούσε όπου μπορούσε, ίσα για να εξασφαλίζει ένα ελάχιστο πρόσθετο έσοδο για τον προϋπολογισμό της οικογένειας.
Τα φετινά Χριστούγεννα περίμεναν και πάλι να τα γιορτάσουν στο φτωχικό τους, μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
-Δεν χρειάζονται σπουδαία πράγματα, Βασίλη μου, του έλεγε η γιαγιά. Αρκεί η ζεστή καρδιά!
Για κάποιους – λίγους- τα Χριστούγεννα ήταν περίοδος συνδυασμένη με έκτακτες δαπάνες, συχνότερες κοινωνικές συναναστροφές και κάποια εφήμερη αίσθηση ευωχίας. Το ακόμα χειρότερο, όμως, ήταν ότι, κάποιες φορές, η καταναλωτική διάθεση έπληττε τους ανθρώπους ανεξάρτητα από ηλικία και εισοδηματική κατάσταση, με αποτέλεσμα να χάνεται η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, να επιδεινώνονται τα αδιέξοδα, να επιτείνεται η λεγόμενη «εθνική κατάθλιψη». Ο Οδυσσέας άκουγε στο σχολείο για τα ηλεκτρονικά παιχνίδια που είχαν μερικά παιδιά, ή για τα κινητά τηλέφωνα που τους δώριζαν οι γονείς τους. Δεν ένιωθε ζήλια για όλα αυτά. Αντίθετα, ο νους του ήταν αλλού. Πάντα ένιωθε ότι υπάρχει –και αναζητούσε- κάποια νοητή λάμψη των ημερών. Όχι αυτή που δημιουργούν τα λαμπιόνια μέσα και έξω από τα σπίτια, αλλά την αθέατη φεγγοβολιά που απλώνεται σαν γλυκιά γαλήνη και θαλπωρή στην ψυχή. Ήθελε, με τον τρόπο του, να γνωρίσει αυτή τη λάμψη των Χριστουγέννων. Καθώς περνούσε έξω από τα φωταγωγημένα μαγαζιά και τα σπίτια, έβλεπε επιβλητικά έλατα στολισμένα με πολύχρωμες μπάλες, χρυσοκλωνιές, φωτάκια που τραγουδούσαν τα κάλαντα. Τίποτα από αυτά δεν τον συγκινούσε. Έβλεπε ακριβά ρούχα και παπούτσια στις βιτρίνες, γυαλιστερά παιχνίδια, άκουγε μαυλιστικές και χαρούμενες μελωδίες από τα μεγάφωνα των εμπορικών δρόμων. Δεν ένιωθε την ανάγκη να βραδύνει το βήμα του για να θαυμάσει κάτι από αυτά. Όμως επέλεγε να σταθεί, όσο διακριτικά μπορούσε, μπροστά στη βιτρίνα του παλιού αρτοποιείου-ζαχαροπλαστείου «Η ΣΜΥΡΝΗ».
Ιδιοκτήτης του παλιού φούρνου ήταν ένα ηλικιωμένο, ξερακιανό γεροντοπαλίκαρο που φορούσε πάντα γιλέκο και γραβάτα. Το μαγαζί ήταν ακριβώς σαν το αφεντικό του, καλοβαλμένο και λιτό, σοβαρό και με μια νοσταλγική νότα στην όλη ατμόσφαιρα. Στο μπροστινό μέρος του καταστήματος ήταν το πωλητήριο, ενώ πίσω υπήρχε, διακριτικά χωρισμένος, ο χώρος του εργαστηρίου. Οι υπάλληλοι, ντυμένοι με ασπρόμαυρα ρούχα και κόκκινες ποδιές, στριφογύριζαν, τις ώρες της αιχμής, από τον ένα χώρο στον άλλο. Ντουλάπες και ραφιέρες από σκουρόχρωμο ξύλο έντυναν τους τοίχους του καταστήματος. Πάνω στα ράφια αναπαύονταν παράξενα διακοσμητικά αντικείμενα, που θα ταίριαζαν και σε παλαιοπωλείο. Δεξιά της εισόδου υπήρχε ένα επίσης σκουρόχρωμο μικρό ξύλινο γραφείο, όπου συνήθιζε να κάθεται ο λιγομίλητος ιδιοκτήτης.
Δεν ήταν οι ευωδιές της κανέλλας και της βανίλιας, του βούτυρου και του γαρύφαλλου, η αιτία που έκανε τον Οδυσσέα να στέκεται σ’ εκείνη τη βιτρίνα. Δεν ήταν τα ταψιά με τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, τα κουλουράκια και τα μπισκότα. Του Οδυσσέα το βλέμμα στεκόταν σε ένα μικρό δέντρο με ασυνήθιστα στολίδια. Πάνω στα κλαδιά του συνωστίζονταν αγγελάκια με γαλάζια και ρόδινα φτερά, ολόλευκες μεταξένιες φορεσιές και έκφραση ουράνιας ρέμβης. Στα ίδια κλαδιά κάθονταν αηδόνια από χρωματιστό γυαλί έτοιμα να κελαηδήσουν τις πιο γλυκές μελωδίες. Ένας μικροσκοπικός Άη Βασίλης, σωστό τεχνούργημα, φτιαγμένος από χαρτόμαζα, ύφασμα και βαμβάκι, καθισμένος πάνω σε ασημένιο έλκυθρο, ήταν αδύνατο να περάσει απαρατήρητος. Φαναράκια φτιαγμένα από γυαλιστερό χαρτόνι και ζελατίνα, και ακόμα καρύδια, κουκουνάρες και κυπαρισσόμηλα –όλα αληθινά- σκεπασμένα με αστραφτερή χρυσή ή ασημένια σκόνη, καμπάνες σε διάφορα μεγέθη, παλαιικές μπάλες από θαμπό γυαλί σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, αστέρια και μεγάλες, διάφανες νιφάδες χιονιού, όλα αυτά και άλλα πολλά κρέμονταν από τα κλαδιά του δέντρου.
Από τον αχανή γαλαξία αυτού του στολισμού, ένα μόνο στολίδι είχε σταθεί ικανό να τραβήξει το βλέμμα και την προσοχή του παιδιού. Ήταν ένα μικροσκοπικό, ασημόχρωμο, μαυρισμένο από την πολυκαιρία θυμιατό, που κρεμόταν από το χαμηλότερο κλαδί του δέντρου. Το κλαδί αυτό, μάλιστα, έγερνε προς τα κάτω, διότι το θυμιατό, αν και πολύ μικρό, ήταν φτιαγμένο από μέταλλο και ήταν βαρύτερο από τα άλλα στολίδια. Ήταν ένα θυμιατό με τον σταυρό στην κορυφή, με τα μικρά κουδουνάκια που ηχούν μελωδικά και τις αλυσίδες που συγκρατούν το καπάκι μαζί με τη βάση. Ένα θυμιατό από αυτά που κρατάνε οι παπάδες στη λειτουργία και τα κατευθύνουν πέρα-δώθε προς το εκκλησίασμα, ενώ ο καπνός του θυμιάματος ευωδιάζει την ατμόσφαιρα, καθώς ανελίσσεται. Ένα θυμιατό σαν εκείνο που του έλεγε ο πατέρας του πως κρατούσε κάποτε, όταν ήταν παπαδοπαίδι και βοηθός εφημέριου, στην εκκλησία του χωριού του.
Εκείνο το μικρό θυμιατό ήθελε ο Οδυσσέας να έχει. Το φανταζόταν κιόλας, να στολίζει κάποιο κλαδί από κυπαρίσσι, βαλμένο στον παλιό χάλκινο μαστραπά που είχαν στο σπίτι, να γέρνει πάνω από τη χάρτινη φάτνη που είχε η γιαγιά φυλαγμένη στο σπίτι της. Ονειρευόταν ένα αλλιώτικο, φτιαγμένο από τον ίδιο -και για το λόγο αυτό μοναδικά όμορφο- χριστουγεννιάτικο δέντρο. Σκεφτόταν, ακόμα, τη χαρούμενη έκπληξη του πατέρα, που με τόση νοσταλγία του μιλούσε για τα παιδικά του χρόνια στο ορεινό χωριό του.
Ένα μυστήριο η ψυχή κάθε ανθρώπου, όπως έλεγε ο παππούς.
Έφτασε κιόλας η μέρα που έκλεισαν τα σχολεία. Ο Οδυσσέας, μόλις που τσίμπησε κάτι λίγο στο τραπέζι, γύρισε στο δωμάτιό του και σκεφτόταν. Απομεσήμερο βγήκε έξω και, κρατώντας σφιχτά στο χέρι το λιγοστό χαρτζιλίκι που είχε καταφέρει να μαζέψει τις τελευταίες μέρες, βάδισε προς το αρτοποιείο. Η ώρα ήταν κατάλληλη. Λίγοι άνθρωποι κυκλοφορούσαν στο δρόμο. Το κατάστημα ήταν άδειο από πελάτες.
Ο Οδυσσέας στάθηκε πάλι έξω από τη βιτρίνα και άφησε τη ματιά του να ξεκουραστεί πάνω στο θυμιατό. Βρισκόταν πάντα εκεί. Κανείς δεν πρόλαβε να το διεκδικήσει.
Πέρασε με απόφαση μέσα στην αίθουσα και καλησπέρισε τον ηλικιωμένο ιδιοκτήτη, που, καθισμένος πίσω από το γραφείο του, διάβαζε την εφημερίδα. Εκείνος ανασήκωσε το κεφάλι και κοίταξε, πάνω από τα ματογυάλια του, το μικρό επισκέπτη:
-Σε τι μπορώ να φανώ χρήσιμος, νεαρέ; Ρώτησε.
Ο Οδυσσέας κόμπιασε για ελάχιστα δευτερόλεπτα, βρήκε όμως και πάλι τη δύναμη να υποβάλλει το αίτημά του:
-Θα ήθελα να αγοράσω αυτό.
Έσπευσε να πάει κοντά στο στολισμένο δεντράκι, όπου κατηύθυνε το δείκτη του χεριού του προς το κλαδί με το θυμιατό, για να δείξει ακριβώς πού αναφέρεται.
-Α, το δέντρο δεν είναι για πούλημα, παιδί μου… Το δέντρο είναι του μαγαζιού, το στολίζουμε κάθε χρόνο. Λυπάμαι. Όμως θα βρεις άλλα, πιο μοντέρνα χριστουγεννιάτικα δέντρα στην αγορά. Στάσου μια στιγμή, να σε κεράσω κάτι από τα γλυκά που φτιάξαμε σήμερα.
Ο μαγαζάτορας πλησίασε στον πάγκο, πήρε μια μεγάλη λαβίδα και έπιασε ένα ολόφρεσκο μελομακάρονο και ένα λαχταριστό μπισκότο με σοκολάτα. Τα πρόσφερε, τυλιγμένα σε μια χαρτοπετσέτα, στο μικρό πελάτη, που έβαλε τα γλυκά στην τσέπη του, δίχως καν να τα δοκιμάσει. Το βλέμμα του έδειχνε αγωνία και απελπισία, καθώς έλεγε:
-Δεν θέλω να αγοράσω όλο το δέντρο, θέλω μόνο αυτό το μικρό θυμιατό.
-Α, αυτό το θυμιατό… Είπε με μυστηριώδες χαμόγελο ο ηλικιωμένος κύριος και πρόσθεσε:
– Αυτό δεν είναι απλό σίδερο, είναι αλπακάς. Ο αλπακάς είναι κάτι σαν το ασήμι. Δεν σκουριάζει. Αν το γυαλίσεις, γίνεται καθρέφτης. Αυτό, που βλέπεις, το είχε φέρει ο παππούς μου από την Πόλη. Εκεί τα έφτιαχναν κάποιοι σπουδαίοι τεχνίτες. Τέτοιοι τεχνίτες δεν υπάρχουν σήμερα. Το είχαμε πάντα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο μας, από πολύ παλιά. Είναι ενθύμιο, οικογενειακό κειμήλιο, ας πούμε. Πρέπει να ξέρεις ότι τα ενθύμια δεν είναι εμπόρευμα, δεν πωλούνται. Δεν θα ήθελες καλύτερα να αγοράσεις αυτό το μικρό γραμμόφωνο;
Με αυτά τα τελευταία λόγια έδειξε ένα μικροσκοπικό ξύλινο αντίγραφο γραμμόφωνου, ακουμπισμένο πάνω στο γραφείο του. Το πήρε στα χέρια του, γύρισε λίγες στροφές το κουρδιστήρι που είχε στο πλάι και ακούστηκε η μελωδία «Ω, έλατο…»
-Θα ήθελα μόνο το θυμιατό, είπε χαμηλοφτερουγιασμένο και έτοιμο να κλάψει το παιδί, που έβλεπε τις ελπίδες του να ξεθωριάζουν.
Ο ηλικιωμένος μαγαζάτορας έμεινε για λίγες στιγμές, συλλογισμένος και ελαφρά συνοφρυωμένος. Ύστερα στράφηκε γοργά προς το δεντράκι, έβγαλε το θυμιατήρι από το κλαδί και το έδωσε βιαστικά στον Οδυσσέα, λες και φοβόταν μήπως το μετανιώσει.
-Πάρε το, είναι δικό σου…
Εκείνος, με πρόσωπο φωτισμένο από απροσδόκητη χαρά, άπλωσε το χέρι με το αποταμιευμένο χαρτζιλίκι προς τον ιδιοκτήτη του μικρού θησαυρού και είπε:
-Σας ευχαριστώ πολύ!
-Τι είναι αυτό; Ρώτησε με αυστηρό ύφος ο ηλικιωμένος κύριος.
-Ε… Είναι το χαρτζιλίκι που μάζεψα για να σας πληρώσω, απάντησε με φωνή που μόλις ακουγόταν ο Οδυσσέας, και πρόσθεσε με πιο δυνατή και αποφασιστική φωνή:
-Αν δεν φτάνουν, όμως, θα μαζέψω και τα υπόλοιπα χρήματα, μην ανησυχείτε, δεν το ξεχνώ!
Ο μαγαζάτορας άφησε, για μια μόνο στιγμή, ένα αδιόρατο χαμόγελο να πλανηθεί στο πρόσωπό του:
-Να πας στο καλό, φίλε μου. Όπως είπαμε, τα ενθύμια δεν είναι για πούλημα. Το θυμιατό είναι δώρο από μένα. Εύχομαι να σου φέρει καλή τύχη!
Είπε τα τελευταία λόγια επιτακτικά, λες και έδινε κάποια διαταγή στο μικρό θυμιατό. Ύστερα έκανε στροφή, κάθισε στην πολυθρόνα του γραφείου του και έπιασε πάλι την εφημερίδα.
Κυριολεκτικά «πετώντας» έφυγε ο Οδυσσέας για το σπίτι. Πρώτα, όμως, πέρασε από το κοντινότερο ανθοπωλείο και αγόρασε ένα μικρό κυπαρισσόκλαδο.
Γύρεψε από τη γιαγιά του τον παλιό μαστραπά που είχε πάνω στο ντουλάπι της κουζίνας, τον ξεσκόνισε και έβαλε μέσα λίγα από τα βότσαλα που είχε μαζέψει το καλοκαίρι στη θάλασσα. Ύστερα ακούμπησε το μαστραπά πάνω στο μικρό μπουφέ και έβαλε μέσα το κλαδί. Έβγαλε από την τσέπη του το θυμιατό και ρώτησε:
-Γιαγιά, θα με βοηθήσεις να το γυαλίσω;
-Τι είναι αυτό, Οδυσσέα μου; Α, δεν ξανάγινε, ένα θυμιατό! Πού το βρήκες, παιδί μου;
-Ήθελα να το αγοράσω, αλλά ο κύριος που έχει το αρτοποιείο μου το έδωσε δώρο. Είπε ότι είναι ενθύμιο της οικογένειας.
-Καλωσύνη του, είπε η γιαγιά. Πολύ ωραίο το δώρο που σου έδωσε. Ας έχει καλά Χριστούγεννα, ο άνθρωπος!
Πήρε και σκούπισε καλά με ένα κομμάτι πανί, λίγη σόδα και λεμόνι το μικρό θυμιατό, που έφεξε και έλαμψε με όλα τα περίτεχνα σκαλίσματά του. Ο Οδυσσέας το κρέμασε στο κλαδί και εκείνη έβγαλε από το συρτάρι του μπουφέ την παλιά, χάρτινη φάτνη.
-Η φάτνη είναι δικό σου οικογενειακό ενθύμιο, έτσι δεν είναι, γιαγιά;
Εκείνη αρκέστηκε να πει, με φωνή σκουριασμένη από κάποια συγκίνηση:
-Στάσου, να φέρω να βάλουμε και λίγο χιόνι, όπως κάναμε παλιά…
Έφερε και έξανε ένα κομμάτι βαμβάκι. Το έξανε τόσο, που άπλωσε πολύ και έγινε ένα αχνό, διάφανο πέπλο. Το άπλωσε πάνω στο κυπαρισσόκλαδο και στάθηκε λίγο πιο πέρα να το καμαρώσει.
-Όταν σηκωθεί από τον ύπνο ο παππούς, θα δει την έκπληξη! Είπε με χαμόγελο. Ύστερα αγκάλιασε και φίλησε τον εγγονό της:
-Και του χρόνου καλύτερα, παιδί μου!
Κάποιοι, που ζουν στην ίδια πόλη με τον Οδυσσέα, λένε πως η τύχη της οικογένειας άλλαξε ξαφνικά προς το καλύτερο. Πως εκείνα τα Χριστούγεννα ο ιδιοκτήτης του φούρνου αποφάσισε να αναλάβει τα έξοδα της θεραπείας του άρρωστου πατέρα. Λένε, ακόμα, πως ανακοίνωσε την πρόσληψη του παππού του Οδυσσέα στην επιχείρηση και την πρόσληψη του εγγονού ως μαθητευόμενου βοηθού. Βέβαια, τον καιρό του σχολείου, ο Οδυσσέας θα απουσιάζει δικαιολογημένα από την εργασία του και, επομένως, θα αμείβεται κανονικά. Φίλοι και γείτονες της οικογένειας, που έμαθαν ότι ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης του φούρνου πέρασε την ημέρα των Χριστουγέννων στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, υποστηρίζουν πως αυτή η ιστορία θυμίζει ένα σοφό γνωμικό που λέει: «Η χαρά είναι το μόνο πράγμα που μπορείς να δώσεις χωρίς να το έχεις. Αν το προσφέρεις, είναι βέβαιο ότι και εσύ θα το αποκτήσεις».
Όμως όλα αυτά που λέγονται μπορεί και να είναι παραμύθια. Το μόνο βέβαιο φαίνεται να είναι πως το μικρό θυμιατό θα συνεχίσει, για πολλά χρόνια ακόμα, να στολίζει το κλαδί του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, ακριβώς πάνω από τη φάτνη με τον νεογέννητο Χριστό.