Τη διαβεβαίωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για συνέχιση της χρηματοδότησης του προγράμματος στέγασης αιτούντων άσυλο σε διαμερίσματα ESTIA και κατά το 2019 αποκαλύπτει σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επικεφαλής της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα, Φιλίπ Λεκλέρκ.
Ο κ. Λεκλέρκ κάνει λόγο για «εγγυήσεις» και «πολύ σταθερές διαβεβαιώσεις» από την πλευρά τής Επιτροπής για τη συνέχιση της χρηματοδότησης. Ωστόσο, η χρηματοδότηση δεν θα γίνεται, όπως μέχρι σήμερα, από τη Γενική Διεύθυνση Ανθρωπιστικής Βοήθειας και Πολιτικής Προστασίας (DG ECHO), η οποία έχει ανακοινώσει ότι θα αποχωρήσει από την Ελλάδα στα τέλη του 2018, αλλά από άλλες χρηματοδοτικές πηγές, που ακόμα δεν έχουν καθοριστεί (πιθανόν από τη DG HOME). Ο επικεφαλής της Ύπατης Αρμοστείας ζητάει η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση «να σταθεροποιηθεί και να γίνει κομμάτι του εθνικού προϋπολογισμού, ώστε οι δήμοι να νιώσουν πιο σίγουροι για να μπορέσουν να υλοποιήσουν ένα πρόγραμμα που έχει αποδείξει ότι έχει πολύ θετικά αποτελέσματα τόσο για τους αιτούντες άσυλο όσο και για τις τοπικές κοινωνίες».
Ο κ. Λεκλέρκ επισημαίνει ότι «αυτή η χρηματοδότηση για το 2019 είναι σημαντική, αλλά το κύριο είναι να δούμε τι θα γίνει μετά το 2019». Με την εξέλιξη αυτή, το πλάνο της μετάβασης αρμοδιοτήτων στην τοπική αυτοδιοίκηση για διαχείριση των διαμερισμάτων θα μετατεθεί για το 2020, οπότε «έτσι μας δίνεται περισσότερος χρόνος για να γίνουν οι θεσμικές αλλαγές στη σχέση μεταξύ υπουργείων και δήμων, ώστε να μπορέσει να υπάρξει πρόσβαση στην απαραίτητη χρηματοδότηση, είτε απευθείας στους δήμους είτε μέσω των εθνικών αρχών», προκειμένου «οι εθνικοί φορείς να αναλάβουν πλήρως την υλοποίηση του προγράμματος στέγασης».
Στη μεταβατική αυτή φάση ο ρόλος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες δεν έχει ξεκαθαριστεί, ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο κ. Λεκλέρκ, «ελπίζουμε ότι σταδιακά ο ρόλος μας θα αλλάζει σε αυτή τη μεταβατική φάση» και «σκοπός της Ύπατης Αρμοστείας είναι να εξασφαλίσουμε ότι σταδιακά κάποια από τα συμβόλαια θα υπογράφονται μέσα από τους ίδιους τους δήμους είτε μέσω της κυβέρνησης, αλλά δεν είμαστε ακόμα σε αυτό το σημείο». Μετά το 2019 ο στόχος είναι «όλο και περισσότερο το πρόγραμμα να υλοποιείται πλήρως από τον κρατικό προϋπολογισμό και μέσα από συμφωνίες με τους δήμους». Η Ύπατη Αρμοστεία ενδέχεται να κρατήσει «έναν πιο εποπτικό ρόλο», αν και ο κ. Λεκλέρκ δεν αποκλείει ο οργανισμός «να συνεχίσει να παίζει και ένα συντονιστικό ρόλο», διευκρινίζοντας ωστόσο ότι «αυτό πρέπει να διαμορφωθεί στη συνέχεια».
Σύμφωνα με τα εβδομαδιαία στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας, το πρόγραμμα ESTIA περιλαμβάνει σήμερα 23.374 θέσεις φιλοξενίας σε διαμερίσματα, κτίρια και ξενοδοχεία σε όλη την Ελλάδα, στις οποίες φιλοξενούνται 19.331 πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο. Στο πρόγραμμα συμμετέχουν επτά ΜΚΟ, καθώς και οι δήμοι Αθηναίων και Θεσσαλονίκης μαζί με όμορους δήμους, Λάρισας, Τρικκαίων, Καρδίτσας, Λιβαδειάς, Φιλαδέλφειας- Χαλκηδόνας και οι τέσσερις μεγάλοι δήμοι της Κρήτης (Ηρακλείου, Χανίων, Ρεθύμνου και Αγίου Νικολάου). Πιο πρόσφατη είναι η συμφωνία που υπογράφηκε με το δήμο Τρίπολης, τον πρώτο στην περιοχή της Πελοποννήσου.
Πολλοί από τους δημάρχους που συμμετέχουν στο πρόγραμμα ζητούν το διαμοιρασμό της ευθύνης σε όλους τους δήμους της Ελλάδας, κάτι που όμως για τον επικεφαλής της Ύπατης Αρμοστείας δεν είναι απαραίτητο. «Έχουμε δει πολλές φορές πως όταν κάτι επιβάλλεται από πάνω, τότε αυτό δεν υλοποιείται ποτέ. Γι’ αυτό το πρόγραμμα είχε τη φιλοσοφία από την αρχή ότι οι δήμοι θα συμμετέχουν σε εθελοντική βάση και αυτό συνέβαλε στην επιτυχία του», λέει ο κ. Λεκλέρκ και χαρακτηρίζει τη «συναίνεση βασικό στοιχείο του προγράμματος». Προσθέτει πάντως ότι «κανείς δεν θέλει τη γκετοποίηση των ανθρώπων» και γι’ αυτό «στόχος μας είναι το πρόγραμμα να εξαπλωθεί σε όσο το δυνατόν περισσότερες περιοχές». Παρατηρεί επίσης ότι μπορεί το μοντέλο της υποχρεωτικής φιλοξενίας προσφύγων σε όλους τους δήμους να έχει λειτουργήσει σε άλλες χώρες, «αλλά είναι κυρίως χώρες όπου υπάρχει το ομοσπονδιακό σύστημα, όπως η Γερμανία, όπου εκεί έχουν και ένα καλύτερο προγραμματισμό και τρόπο να μετράνε τα αποτελέσματα της κάθε δράσης».
Το μεγάλο στοίχημα για τον κ. Λεκλέρκ για το 2018 και το 2019 είναι η ένταξη στις τοπικές κοινωνίες. Όπως τονίζει, «πρέπει να δούμε όλοι οι εμπλεκόμενοι στο πρόγραμμα το πώς μπορούμε να οδηγήσουμε τους πρόσφυγες σε μεγαλύτερη ανεξαρτησία και αυτονομία, ώστε να σταθούν στα πόδια τους κάτι το οποίο είναι δύσκολο δεδομένου ότι στην Ελλάδα η κρίση συνεχίζει να υφίσταται και οι ευκαιρίες για εργασία είναι περιορισμένες». Ωστόσο, αυτό είναι κάτι που, όπως προσθέτει ο ίδιος, «οι δήμοι είναι σε πολύ καλή θέση να το υλοποιήσουν, γιατί γνωρίζουν πάρα πολύ καλά τις ίδιες τους τις κοινότητες, γνωρίζουν καλύτερα το πώς να συμβουλεύσουν και να παράσχουν υποστήριξη, να δουν τι επιλογές υπάρχουν στην αγορά εργασίας». Στο πλαίσιο αυτό, σημαντικός είναι και ο ρόλος της Πολιτείας, που «ήδη έχει ανακοινώσει προγράμματα καταγραφής των ικανοτήτων των αιτούντων άσυλο και προγράμματα εκμάθησης ελληνικής γλώσσας», όμως «αυτό που θα πρέπει να σκεφτούμε όλοι καλύτερα και με πιο δημιουργικό τρόπο είναι τι πιθανότητες έχουμε να μπορέσουμε να κάνουμε προγράμματα πρόσβασης των ανθρώπων στην αγορά εργασίας».
Το μεγάλο ζητούμενο πάντως παραμένει η κατάσταση στα νησιά υποδοχής προσφύγων. Εκεί η Ύπατη Αρμοστεία διαχειρίζεται 1.319 θέσεις φιλοξενίας σε διαμερίσματα και επιπλέον 376 θέσεις προσωρινού χαρακτήρα σε ξενοδοχεία μόνο για το χειμώνα. Ο κ. Λεκλέρκ χαρακτηρίζει την κατάσταση στα νησιά «πάρα πολύ εύθραυστη και αυτό εξαιτίας της δύσκολης υλοποίησης της Κοινής Δήλωσης Ευρωπαϊκής Ένωσης- Τουρκίας» και αναφέρεται στον υπερπληθυσμό των χοτσποτς και τις εντάσεις που δημιουργούνται. «Οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί στην ανάπτυξη προγραμμάτων μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, γι’ αυτό και δεν μπορούμε να βάλουμε στόχους σχετικά με τη δημιουργία θέσεων στέγασης στα νησιά όσο η Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας βρίσκεται σε ισχύ και καθορίζει ουσιαστικά το πλαίσιο», λέει. Όποια κίνηση γίνει, προσθέτει, «την κάνουμε σε πολύ στενή συνεργασία και διαβούλευση με τους κατά τόπους δήμους και με απόλυτη διαφάνεια όσον αφορά στον τοπικό πληθυσμό».
Πώς σχολιάζει την απάντηση του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής σε έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας για τους υψηλούς κινδύνους σεξουαλικής βίας κατά των γυναικών και παιδιών προσφύγων στα νησιά, που κάνει λόγο για «ανώνυμες βιωματικές εμπειρίες», τον ρωτάμε. Διευκρινίζει ότι «η ανακοίνωση δεν αποτελεί κατηγορία προς τις αρχές, απλά μια υπενθύμιση ότι θα πρέπει να καταβάλουμε όλοι προσπάθεια και αυτή η προσπάθεια θα πρέπει να είναι συνεχής, ώστε να φροντίσουμε ότι οι πιο ευάλωτοι από τους αιτούντες άσυλο που είναι οι γυναίκες και τα παιδιά, να βρίσκονται σε ένα ασφαλές περιβάλλον».
Καταλήγει δε λέγοντας ότι «κατά τη γνώμη μου αυτό που χρειάζεται δεν είναι μία επιστημονική έκθεση, γιατί οι επαγγελματίες που ασχολούνται με θέματα σεξουαλικής και έμφυλης βίας μιλάνε συχνά για τον φόβο που έχουν οι επιζώντες, φοβούνται γιατί βρίσκονται σε ιδιαίτερα ευάλωτη κατάσταση, φοβούνται συχνά ακόμα και τις αρχές, μπορεί να φοβούνται το δράστη, γι’ αυτό πολλές φορές διστάζουν να καταγγείλουν τα όποια περιστατικά. Εμείς βασίσαμε αυτή την ανακοίνωση πάνω σε μαρτυρίες που μαζέψαμε από συναδέλφους μας σε καθημερινή βάση και μέσα από σχέσεις εμπιστοσύνης που έχουμε χτίσει με τους αιτούντες άσυλο στα νησιά».