Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη
andrikakisalekos@gmail.com
Μοιάζει περίεργο, αλλά συχνά οι αναφορές στην εθελοθυσία του Αρκαδίου αναλώνονται στο πρόσωπο του πυρπολητή κι όχι στο ίδιο το τεράστιο γεγονός που συγκλόνισε την Ευρώπη στα τέλη του 1866 και στις αρχές του 1867. Όπως έγινε και πριν δυο ημέρες, με αφορμή σχετική αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας
Βεβαίως αυτό είναι εξηγήσιμο, καθώς ο πυρπολητής έχει την ξεχωριστή τιμή και θέση στην Ιστορία. Και μαζί η περιοχή της καταγωγής του.
Προφανώς το πρώτο θέμα δεν είναι το φυσικό πρόσωπο που έδωσε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, αφού η απόφαση ήταν συλλογική. Η ανατίναξη της μονής δεν ήταν εντολή ενός ανθρώπου, αλλά συναπόφαση των ηρωικών εγκλείστων.
Στην ιστορία, από την εποχή εκείνη, επικράτησε ως πυρπολητής ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης, από το Άδελε. Αργότερα από τ’ Ανώγεια, όπου υπάρχει και παλιό δημοτικό τραγούδι, αναφέρθηκε ο Ανωγειανός δάσκαλος Εμμανουήλ Σκουλάς, ενώ η ηρωική Χαρίκλεια Δασκαλάκη, έγκλειστη μαζί με τους γιούς, τη μια κόρη και τον γαμβρό της στο μοναστήρι, η οποία είδε να σκοτώνεται μπροστά στα μάτια της ένας γιός της, σε αφήγησή της στην εφημερίδα «Αιών» ανέφερε ως πυρπολητή το ράφτη του Μεγάλου Κάστρου, από τις Γωνιές Μαλεβιζίου Δράκο Ντελή (Τσιμπραγό). Τον ίδιο πυρπολητή ανέφερε και η Επιτροπή Κισσάμου των επαναστατών.
Υπάρχουν όμως και άλλα άγνωστα κείμενα τα οποία αναφέρουν δύο ακόμη πυρπολητές, και μάλιστα ιερωμένους, εκτός από τον ηγούμενο Γαβριήλ, το όνομα του οποίου είχε τότε γραφεί, αλλά έχει πλέον αποδειχτεί ότι πέθανε πριν την ανατίναξη. Έναν ηλικιωμένο ιερέα που ήταν στην πολιορκία, αλλά κι ένα καλόγερο, βοηθό του Γαβριήλ, τον οποίο αναφέρει ρεπορτάζ της εφημερίδας της εποχής «Κρήτη».
Για παράδειγμα, σε μια ανυπόγραφη επιστολή που απευθύνεται από την Κρήτη στον Εμμ. Σαπουντζάκη στη Σύρο, με ημερομηνία 12 Νοεμβρίου 1866, σε ένα δηλαδή από τα πρώτα ντοκουμέντα που αναφέρονται στο ιστορικό γεγονός και η οποία επιστολή υπάρχει στο “Κρητικό Αρχείο” της Βικελαίας, η αναφορά είναι για “τινά ιερέα υπέργηρον”. Δεν αναφέρεται προφανώς στον ηγούμενο Γαβριήλ που ήταν γύρω στα 40, αλλά και γνωστός σε όλους όχι μόνο ως θρησκευτικός προϊστάμενος του μοναστηριού και ως πρόεδρος της Επιτροπής Ρεθύμνου για την επανάσταση αλλά και μέλος της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών, που συντόνιζε την επανάσταση. Επομένως, αν η αναφορά ήταν για την Γαβριήλ θα ήταν ονομαστική και ασφαλώς δεν θα υπήρχε ο προσδιορισμός ως “υπέργηρου”.
Επίσης στην εφημερίδα “Κρήτη” του Μαΐου του 1869, σε παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων του Αρκαδίου, γίνεται αναφορά ότι πυρπολητής ήταν ο βοηθός του ηγούμενου Γαβριήλ, χωρίς να αναφέρει το όνομά του. Μάλιστα σημειώνει ότι πήρε εντολή για να το κάνει.
Την αναφορά έχει εντοπίσει ο Γιάννης Ζ. Παπιομύτογλου, που για χρόνια υπηρέτησε ως διευθυντής στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου.
Το γεγονός ότι υπάρχουν τόσες εκθέσεις των ημερών εκείνων που αναφέρονται σε διαφορετικά πρόσωπα αποδεικνύει ακριβώς ότι η απόφαση ήταν κοινή. Κι ότι είναι ανώφελες οι διαμάχες για το πρόσωπο του πυρπολητή, διαμάχες που σίγουρα υποτιμούν την κοινή θυσία, μία από τις μεγαλύτερες στην ελληνική ιστορία
Σήμερα παρουσιάζουμε αποσπάσματα από αναφορές και έγγραφα περί του πυρπολητή. Σημειώνεται ότι η επίσημη έκθεση της Γενικής Συνελεύσεως και η αναφορά του Έλληνα προξένου προς την ελληνική κυβέρνηση, Νικόλαου Σακόπουλου, δεν κατονομάζουν πυρπολητή.
Η αφήγηση της Χαρίκλειας Δασκαλάκη, έγκλειστης στο Αρκάδι μαζί με τους 3 γιους, τη μια κόρη της και τον γαμβρό της, στην εφημερίδα “Αιών”, στο φύλλο της Πέμπτης 2 Μαρτίου 1867.
Η ηρωική μορφή των κρητικών αγώνων, μια μάνα σύμβολο, είδε να σκοτώνεται μπροστά της, μέσα στο Αρκάδι, ο γιος της Κωνσταντίνος. Άλλοι δυο γιοί της, ο Γεώργιος και ο Αντώνιος, σκοτώθηκαν αργότερα, στη διάρκεια της επανάστασης του 1866-69.
Ήταν η μόνη αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων της οποίας τουλάχιστον καταγράφηκε η μαρτυρία. Περιγράφει τον θάνατο του ηγούμενου Γαβριήλ, από σφαίρα των πολιορκητών, ενώ κατονομάζει τον Δράκο Ντελή ή Τσιμπραγό, έναν ράφτη του Ηρακλείου από τις Γωνιές Μαλεβιζίου, ως τον πυρπολητή, με βάση πάντως την απόφαση όλων των εγκλείστων να ανατιναχτούν παρά να πέσουν στα χέρια του εχθρού
Δεν είναι όμως μόνο η Χαρίκλεια Δασκαλάκη που αναφέρει τον συγκεκριμένο επαναστάτη ως τον πυρπολητή. Το όνομά του αναφέρεται και από τον αξιωματικό του ελληνικού στρατού Σ. Γενήσαρλη, σε επιστολή προς τον Έλληνα υπουργό των Στρατιωτικών. Μάλιστα η πληροφόρησή του προέρχεται, όπως αναφέρει, από την Επιτροπή Κισσάμου των επαναστατών.
Παραθέτουμε δυο αποσπάσματα που διέσωσε ως ιστορικές μαρτυρίες η Χαρίκλεια Δασκαλάκη. Τον θάνατο του Γαρβριήλ, λίγο πριν την ανατίναξη, και την ανατίναξη από τον Δράκο Ντελή, σύμφωνα με τη μαρτυρία της. Ο Φρούραρχος στον οποίο γίνεται αναφορά, είναι ο αξιωματικός του ελληνικού στρατού, Ιωάννης Δημακόπουλος, που βρήκε το θάνατο στα γεγονότα.
“Ο Γαβριήλ προχωρεί προς την θύραν, τοποθετεί τους μοναχούς δεξιά και αριστερά. “Κατέβα φρούραρχε. Εφθασαν οι “άνομοι”. Ο Φρούραρχος, περιτρέχων τα κελλία, τας επάλξεις, τους σταύλους, ενθαρρύνει τους πάντας, ίνα μένωσιν ακλόνητοι εις τας θέσεις των, και κατεβαίνει μετά ολίγων εκλεκτών, κάθιδρως και ξιφήρης, αναγκαλίζεται τον Ηγούμενον και παραγγέλλει να μη πυροβολήσωσι, πριν οι δύω αρχηγοί ρίψωσι πρώτοι. Την αυτήν στιγμήν τρίζει η ασθενής θύρα, και μετ’ ολίγον κρημνίζεται. Παρουσιάζονται μαύραι, άγριαι φυσιογνωμίαι, εις απόστασιν οκτώ έως δέκα βημάτων. Οι αρχηγοί πυροβολούν· μεταβάλλεται η Μονή εις κρατήρα. Ρίπτουν οι Μοναχοί. “Κτυπάτε, αδέλφια μου, σφάζετε!” και τρόμος καταλαμβάνει τους Τούρκους! Φεύγουν, σκορπίζοντες πτώματα… “Δοξαστός ο “Θεός”, επιφωνεί ο Ηγούμενος, ανυψών τας χείρας προς τον Ουρανόν και φέρων τον Σταυρόν εις τα χείλη. Ενώ ησπάζετο τον Σταυρόν, εκπυρσοκρότησις ακούεται πλησίον της θύρας και ο Ηγούμενος πίπτει… Ητον η πιστόλα του Μεμίρ Αγά, όστις εφονεύθη ευθύς. Το έκτακτον αιφνίδιον τούτο συμβάν, εν μέσω του θορύβου της μάχης, έκαμε τινας να νομίσουν, ότι ο Ηγούμενος ηυτοχειρίσθη· αλλ’ η μόνη πλησίον ευρισκομένη Δασκαλάκαινα, η επιζήσασα εκ των ευρεθέντων πλησίον, ομολογεί το γεγονός.
“Ο Φρούραρχος, διερχόμενος ίνα έλθη εντός της εκκλησίας, ίνα ο ίδιος βάλη το πύρ, ως εφώναζεν από τας επάλξεις, διέρχεται μέγα κελλίον, εις ό είχον κλεισθή εννενήκοντα σχεδόν γυναίκας και παιδία. Αι γυναίκες, ακούσασαι, ότι πορεύεται να βάλη το πύρ εις την πυριτοθήκην, διαρρήγνυνται εις κλαύματα και ολολυγμούς, οίτινες τον προσκαλούν να τους παρηγορήση· προσπαθείν ά εξέλθη, δεν τον αφίνουν· αλλά, και αν τον άφινον, ήτον πλέον αδύνατον να φθάση μέχρι της Εκκλησίας. Οι Τούρκοι είχον πλημμυρήσει την αυλήν, είχον σφάξει τους εις τα κελία μαχητάς, και εβάδιζαν προς το κελλίον εις ό ήτον ο Φρούραρχος. Εκείνην την στιγμήν κρατήρ εξερράγη μέγας, και ο ουρανός επληρώθη πτωμάτων. Ο Ντελή Δράκος είχε τελειώσει την ένδοξον απόφασιν των μαχητών της Πίστεως και της Πατρίδος. Το κελλίον υπέστη φοβερούς κλονισμούς, φλόγες, και εκ των θυρών και εκ των παραθύρων, εισήλθον αθρόαι. Αλλ’ οι άνθρωποι δεν εφονεύθησαν. Επήλθε σιγή ιερά και πένθιμος… Μετά παρέλευσιν ικανής ώρας, φωνή ακούεται εκ των ερειπίων ενός κελίου: “Ηγούμενε! Ηγούμενε! παραδώσου και μα τον Αλλάχ, μα το κεφάλι του Σουλτάνου μας, δεν σε σφάζουμε!”. Ενόμιζον, αγνοείται πόθεν, ότι έζη ο Ηγούμενος. Την αυτήν στιγμήν, είς των πέντε και μόνων ανδρών του Φρουράρχου εξέρχεται να εύρη φυσέκια· αλλ’ ο προτείνων την παράδοσιν τον εξαπλόνει νεκρόν. “Ατιμοι Τούρκοι”, πλήρης οργής φωνάζει ο Δημακόπουλος, “ελάτε να μας πάρετε· είμαι ο Φρούραρχος, είμαι Ελλην αξιωματικός, ελάτε να σας δώσω το σπαθί μου”. Οι Τούρκοι εις την γενναίαν αυτήν απάντησιν πτοηθέντες και υπό του θορύβου των γυναικών, άς οι Τούρκοι εθεώρησαν ως ανδρών, όχι μόνον δεν επετέθησαν, αλλ’ ευθύς απεσύρθησαν.
Όπως προαναφέραμε, το όνομα του Δράκου Ντελή Δράκου ως πυρπολητή αναφέρεται και από τον αξιωματικό του ελληνικού στρατού Σ. Γενήσαρλη, σε επιστολή προς τον υπουργό των Στρατιωτικών της ελληνικής κυβέρνησης, Χαράλαμπο Ζυμβρακάκη, αλλά και προς την Επιτροπή των Αθηνών, που είχε έναν συντονιστικό ρόλο στον αγώνα. Μάλιστα η πληροφόρησή του προέρχεται, όπως αναφέρει, από την Επιτροπή Κισσάμου των επαναστατών.
Η επιστολή είναι γραμμένη στις 10 Δεκεμβρίου 1866, αμέσως μετά που ο Γενήσαρλης παρουσιάστηκε ως εθελοντής στην Επιτροπή Κισσάμου, από την οποία και πληροφορήθηκε τα γεγονότα αλλά και το όνομα του Δράκου Ντελή.
“… Τότε ο Κρης αρχηγός Δράκος Ντελής ερωτήσας αν προτιμώσι να αποθάνωσιν ή να αιχμαλωτισθώσιν και λαβών την απάντησιν να αποθάνωμεν όλοι, έβαλε πυρ εις την πυριτιδαποθήκην και ανετινάχθησαν εις τον αέρα”.
Η επιστολή του Γενήσαρλη υπάρχει στο Κρητικό Αρχείο. Βλέπουμε την πρώτη σελίδα της και το τμήμα της δεύτερης με την αφορά στον Δράκο Ντελή.
Μια επιστολή στην “Κλειώ” για ανατίναξη από 3 διαφορετικά σημεία
Στις 2/14 Δεκεμβρίου 1866 η εφημερίδα “Κλειώ”, που εκτυπωνόταν στην Τεργέστη, δημοσίευσε επιστολή από τη Σύρο με τα γεγονότα. Η επιστολή είχε ημερομηνία 21 Νοεμβρίου / 2 Δεκεμβρίου και υπογραφή τα αρχικά Χ.Α.
Η επιστολή δεν ανέφερε όνομα πυρπολητή, όμως σημείωνε ότι έγιναν 3 εκρήξεις από 3 διαφορετικά σημεία της Μονής. “Καθ’ ήν όμως στιγμήν πόδες απίστων εμόλυναν τον ιερόν του Θεού τέμενος και οι Χριστιανοί συνεκρούσθησαν μετά των αγρίων βανδάλων, φοβερά εκπυρσοκρότησις εκ τριών διαφόρων θέσεων και φωναί ανάμικτοι “Άγιε μου Κωνσταντίνε” (σημείωση Candianews: η Μονή είναι αφιερωμένη στους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη) και “Αλλάχ, Αλλάχ” επλήρωσαν τον αέρα, νέφη καπνού κατεσκότισαν τον ήλιον και θρήνος και οδυρνός επηκολούθησε πλείστος”.
Η επιστολή ανέφερε ότι ο ηγούμενος Γαβριήλ αυτοκτόνησε για να μη συλληφθεί, αν και αυτή άποψη καταρρίπτεται από τη μαρτυρία της Χαρίκλειας Δασκαλάκη. Ως υποσημείωση όμως στην αναφορά για την αυτοκτονία του Γαβριήλ, η εφημερίδα σημείωνε ότι κατά άλλες πληροφορίες ο ηγούμενος ήταν εκείνος που έβαλε το μπουρλότο, αλλά χωρίς η πληροφορία να είναι ακόμα ακριβής.
Ο Γιαμπουδάκης
Για τον Γιαμπουδάκη, που επισήμως κατονομάζεται ως ο πυρπολητής, δεν υπάρχει κάποιο ντοκουμέντο (έκθεση ή μαρτυρία) της εποχής. Υπάρχει όμως μια μεταγενέστερη λιθογραφία στις συλλογές της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, που έχει λεζάντα: “Ο ΕΞ ΑΔΕΛΕ ΡΕΘΥΜΝΗΣ ΗΡΩΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΙΑΜΠΟΥΔΑΚΗΣ ΑΝΑΤΙΝΑΞΑΣ ΤΗΝ ΠΥΡΙΤΙΔΑΠΟΘΗΚΗΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΡΚΑΔΙΟΥ”
Η αναφορά για τον Ανωγειανό Εμμανουήλ Σκουλά
Η αναφορά του ονόματος του Ανωγειανού Εμμανουήλ Σκουλά ως πυρπολητή, γίνεται σε αντίγραφο ανυπόγραφης αλλά και αχρονολόγητης έκθεσης που υπάρχει στις συλλογές του υποπροξένου της Ρωσίας στο Ηράκλειο, Ιωάννη Μιτσοτάκη, που φυλάσσονται στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης. Το αντίγραφο πιθανώς είναι γραμμένο από τον ίδιο τον Ι. Μιτσοτάκη, προς τον οποίο απευθυνόταν η ανυπόγραφή έκθεση η οποία, αν και αχρονολόγητη, συμπεραίνουμε ότι γράφτηκε πριν τις 28 Νοεμβρίου 1866, καθώς αυτή την ημερομηνία φέρει συνοδευτικό προς αυτήν κείμενο του Ι. Μιτσοτάκη με παραλήπτη τον πρόξενο της Ρωσίας στα Χανιά, Σπ. Δενδρινό.
Ο άγνωστος συντάκτης της έκθεσης επικαλούμενος έναν ιερέα, τον παπά Γεράσιμο, από τη Χαλέπα, που ήταν διασωθείς από την πολιορκία και την έκρξη στο Αρκάδι, κάνει λόγο για τον Εμμ. Σκουλά.
“… αφού δε εγέμισεν η αυλή του Μοναστηρίου Τούρκους, έδωκεν πυρ εις τους υπονόμους ο Εμμ. Α. Σκουλάς εικοσαετής ανδρείος και πεπαιδευμένος νέος, καθώς ομολογεί ο μόνος σωθείς παπά Γεράσιμος εκ Χαλέπας”.
Φυσικά ο παρά Γεράσιμος δεν ήταν ο μόνος διασωθείς στο Αρκάδι.