Το 1908 η Κρητική Πολιτεία βρισκόταν σε φάση ραγδαίας ανάπτυξης, με κρατικό μηχανισμό, που λειτουργούσε υποδειγματικά. Δύο σημαντικά εξωτερικά γεγονότα ήρθαν να ταράξουν την κατάσταση και να επηρεάσουν αποφασιστικά την πορεία των κρητικών πραγμάτων: η προσάρτηση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης από την Αυστρία, και η ανακήρυξη της Βουλγαρίας σε βασίλειο, με ταυτόχρονη προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας (Σεπτέμβριος 1908).
Η είδηση δημιούργησε σάλο στην Ελλάδα και στην Κρήτη.
Η Αθήνα θεωρούσε απαραίτητη την κινητοποίηση των Κρητών για να διεκδικηθεί de facto η ένωση με την Ελλάδα. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Γεώργιος Θεοτόκης εισηγήθηκε στον ομόλογό του της Κρήτης Γεώργιο Παπαμαστοράκη την ανάγκη για κινητοποιήσεις, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός. Ο Παπαμαστοράκης ήρθε σε επαφή με τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος συμφώνησε με την πρόταση του Θεοτόκη.Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ραγδαία.
Τα μεσάνυκτα της 23 Σεπτεμβρίου 1908 και ενώ ο Ύπατος Αρμοστής Αλ. Ζαΐμης βρισκόταν σε διακοπές στην Αίγινα, οι Χανιώτες πολιτικοί Ελ. Βενιζέλος, Εμμ. Ξηράς, Χ. Πλουμιδάκης και Εμμ. Παπαγιαννάκης, εξέδωσαν προκήρυξη, με την οποία καλούσαν το λαό σε παγκρήτια συγκέντρωση στα Χανιά, για την κήρυξη της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα.
Η προκήρυξη ήταν λιτή και σαφής: «Αγαπητοί συμπατριώται, της Βουλγαρίας ανακηρυχθείσης εις Βασίλειον, ανάγκη αμέσως αύριον να κηρύξωμεν και ημείς την ένωσιν».
Πράγματι, στις 24 Σεπτεμβρίου (6 Οκτωβρίου) του 1908 πραγματοποιήθηκε ογκώδες συλλαλητήριο στα Χανιά, στο οποίο υπολογίζεται ότι συμμετείχαν 15.000 άνθρωποι. Ολα κύλησαν ομαλά παρά τις ανησυχίες της κρητικής κυβέρνησης. Παρόμοια εκδήλωση πραγματοποιήθηκε και στο Ηράκλειο. Επιτροπή των διαδηλωτών στα Χανιά επέδωσε ενωτικό ψήφισμα στον Παπαμαστοράκη, ο οποίος το αποδέχθηκε, διαβεβαιώνοντας το πλήθος που τον επευφημούσε ότι η καρδιά της κρητικής κυβέρνησης πάλλεται όπως η δική του στο ίδιο μήκος κύματος. Ο Παπαμαστοράκης φρόντισε να συστήσει απόλυτο σεβασμό προς τα δικαιώματα των «συμπολιτών ημών Μουσουλμάνων και εν τη προστασία αυτών».
Αντίγραφο του ψηφίσματος παρέλαβε και ο Βενιζέλος, ο οποίος στο δικό του χαιρετισμό χαρακτήρισε τη φάση στην οποία έμπαινε το κρητικό ζήτημα «κρισιμωτάτη», συνιστώντας με τη σειρά του αυτοσυγκράτηση και «παραδειγματική διαγωγή». Στη συνέχεια το ψήφισμα κυκλοφόρησε ως «Παράρτημα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εν Κρήτη», ενώ στον υπέρτιτλο έγραφε «Βασίλειον της Ελλάδος».
Το λιτό ψήφισμα περιείχε τέσσερις θέσεις. Πρώτον, κήρυσσε την ένωση με την Ελλάδα. Δεύτερον, καλούσε τον Γεώργιο Α’ να αναλάβει τη διακυβέρνηση του νησιού. Προβλέποντας ότι κάτι τέτοιο δεν αναμενόταν να γίνει σύντομα, οι συντάκτες του ψηφίσματος δήλωναν ότι μέχρι ο βασιλέας της Ελλάδος να απαντήσει καταφατικά, τοπική κυβέρνηση θα διαχειριζόταν, αντ’ αυτού, το νησί και μάλιστα καλούσε τις αρχές του νησιού να παραμείνουν αφοσιωμένες στα καθήκοντά τους.
Το ψήφισμα υπέγραφαν ο Παπαμαστοράκης, ο σύμβουλος εσωτερικών θεμάτων Χαράλαμπος Πωλογεώργης και ο Εμμανουήλ Μοδάτσος, ως μέλη της κυβέρνησης. Χωρίς χρονοτριβή, η λαϊκή βούληση των Κρητών, μετουσιωμένη σε επίσημο κείμενο, κοινοποιήθηκε στο βασιλέα και στην ελληνική κυβέρνηση. Ο Ζαΐμης εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Ελλάδα και ειδοποιήθηκε να παραμείνει εκεί, αφού πλέον το αξίωμά του δεν είχε κάποιο ουσιαστικό αντίκρισμα.
Διεθνείς αντιδράσεις
Η Βουλή των Κρητών έλαβε γνώση του ψηφίσματος και το ενέκρινε στις 29 Σεπτεμβρίου κατά τη διάρκεια έκτακτης συνόδου. Ομως, η Κρήτη ήταν πρακτικά μόνη της. Οι τουρκικές αντιδράσεις ήταν σφοδρές και τα διαβήματα προς τις προστάτιδες δυνάμεις έντονα. Οι δυνάμεις ακολούθησαν αρχικά ουδέτερη στάση, αλλά καθώς οι τουρκικές πιέσεις κλιμακώθηκαν, αρνήθηκαν να δεχθούν την κατάργηση του καθεστώτος της αρμοστείας. Η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα θα δυνάμωνε τη θέση της Ελλάδος στην περιοχή και θα ανέτρεπε τις ισορροπίες. Η αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σήμαινε ενδυνάμωση της Ρωσίας, δημιουργώντας μία κατάσταση που δεν θα ανέχονταν οι δυτικές δυνάμεις.
Συλλαλητήρια οργανώθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για να ματαιωθεί η ένωση. Οι Νεότουρκοι δεν θα ανέχονταν περαιτέρω απώλειες εδαφών. Κινδύνευε η αξιοπιστία της εξωτερικής τους πολιτικής, η οποία βασιζόταν στη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της αυτοκρατορίας.
Ομως, θετική εξέλιξη αποτέλεσε η συνέχιση της αποχώρησης των ξένων στρατευμάτων από το νησί. Η Αθήνα, απειλούμενη με αντίποινα από την τουρκική πλευρά, δεν αναγνώρισε την ένωση, τηρώντας «άψογον στάσιν», αλλά τουλάχιστον συνέχισε την παρασκηνιακή συνεργασία με την Κρήτη.
Οι Κρήτες όμως δεν πτοήθηκαν και προχώρησαν στη συγκρότηση διακομματικής κυβέρνησης, η οποία θα αντικαθιστούσε την κυβέρνηση Παπαμαστοράκη. Σε αυτή την Εκτελεστική Επιτροπή προήδρευε ο Αντώνης Μιχελιδάκης, αντιπρόεδρος και υπουργός Δικαιοσύνης ορίστηκε ο Βενιζέλος, ο Χ. Πωλογιώργης ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών, ο Μανώλης Λογιάδης υπουργός Οικονομικών και ο Μ. Πετυχάκης υπουργός Παιδείας.
Παρ’ όλες τις προσπάθειές τους, η de jure ενσωμάτωση της Κρήτης με την Ελλάδα απαίτησε ακόμη πέντε έτη αγώνων. Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, οι Συνθήκες του Λονδίνου και του Βουκουρεστίου άνοιξαν το δρόμο για την ένωση. Οι διμερείς επαφές Ελλάδος – Τουρκίας κατέληξαν στη Συνθήκη των Αθηνών (1/14 Νοεμβρίου 1913), σύμφωνα με την οποία η τουρκική επικυριαρχία στην Κρήτη έληξε. Εμενε πλέον το τυπικό μέρος της ένωσης το οποίο ολοκληρώθηκε την 1η Δεκεμβρίου του 1913 με την ύψωση της ελληνικής σημαίας στο χανιώτικο φρούριο του Φιρκά.
Στις μέρες που ακολούθησαν, εκδόθηκαν σε όλη την Κρήτη ταυτόσημα ψηφίσματα, ενώ, παράλληλα, η επίσημη κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας εξέδωσε το ακόλουθο ενωτικό ψήφισμα, που δημοσιεύτηκε την επομένη (24 Σεπτεμβρίου) στο «Παράρτημα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος εν Κρήτη», όπως τιτλοφορήθηκε από την ημέρα αυτή η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Κρητικής Πολιτείας: «Η Κυβέρνησις της Κρήτης, διερμηνεύουσα το αναλλοίωτον φρόνημα του Κρητικού Λαού, κηρύσσει την ανεξαρτησίαν της Κρήτης και την ένωσιν αυτής μετά της Ελλάδος, όπως μετ’ αυτής αποτελέση αδιαίρετον και αδιάαπαστον Συνταγματικόν Βασίλειον.
Παρακαλεί την A.M. τον Βασιλέα ν’ αναλάβη την διακυβέρνησιν της νήσου. Δηλοί ότι μέχρι τούτου θέλει συνεχίσει να κυβερνά την Νήσον εν ονόματι της A.M. του Βασιλέως των Ελλήνων, κατά τους νόμους του Ελληνικού Βασιλείου. Εντέλλεται εις τας Αρχάς της νήσου, όπως, συμφώνως τω ψηφίσματι τούτω, εξακολουθήσωσι ν’ ασκώσι τα καθήκοντα της υπηρεσίας των». Το ψήφισμα υπογράφει ο Πρόεδρος Γ. Παπαμαστοράκης και τα μέλη Χ. Πωλογεώργης και Ε. Μοδάτσος.
Την επομένη (25 Σεπτεμβρίου) τα μέλη της Κυβερνήσεως της Κρήτης έδωσαν ενώπιον του επισκόπου Κυδωνιάς και Αποκορώνου όρκο στο όνομα του Βασιλέως των Ελλήνων. Η Κρητική Βουλή με τη σειρά της επικύρωσε τα ψηφίσματα της ένωσης, εξέδωσε επίσης δικό της πανηγυρικό ψήφισμα και προχώρησε στην κατάργηση της Αρμοστείας. Το κρητικό σύνταγμα καργήθηκε και εισήχθη το ελληνικό.
Η ελληνική κυβέρνηση υπέδειξε στον Αλ. Ζαΐμη να μην επιστρέψει στην Κρήτη, όπου νέα Προσωρινή Κυβέρνηση (διακομματική) σχηματίστηκε από τους Ελ. Βενιζέλο, Μίν. Πιτυχάκη, Εμμ. Λογιάδη, Χαρ. Πωλογεώργη, με Πρόεδρο τον Αντ. Μιχελιδάκη. Η Ελληνική Κυβέρνηση, για να αποφύγει τις αντιδράσεις της Τουρκίας και τις διεθνείς περιπλοκές, δεν προχώρησε στην επίσημη αναγνώριση της ένωσης και περιορίστηκε σε παρασκηνιακές οδηγίες.
Θεοχάρης Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο 1990, σ. 450-45, enet.gr