18.8 C
Chania
Friday, April 26, 2024

ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΠΕΤΡΙΝΟ ΤΟΠΟ: Συλλογή αλατιού

Ημερομηνία:

Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος – Συγγραφέας

 

Απόγευμα στο χωριό. Η κυρά-Μαριγώ ετοίμαζε με φούρια τις τελευταίες προμήθειες, τις χώρεσε σε ένα μικρό σακούλι, που το κρέμασε στο πίσω μέρος της λαβής του σαμαριού στον γαϊδαράκο της οικογένειας. Πάνω στο σαμάρι έστρωσε δυο σακιά άδεια και βοήθησε τον μικρό Γιάννη να καβαλικέψει. Ο μικρός, δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του: Θα πήγαιναν να μαζέψουν αλάτι νότια από το χωριό, από τις μακρινές αλυκές στη βόρεια παραλία του Λιβυκού, εκεί που έσκαγαν τα κύματά του κοντά στην παμπάλαια βυζαντινή εκκλησούλα του Αγίου Παύλου…. Tον χειμώνα, καθώς ο Ποσειδώνας τάραζε με την τρίαινά του την αθάνατη το πέλαγος συντροφιασμένος με τον Αίολο που τάραζε και αντάριαζε έως τα βάθη του ορίζοντα τη θαλασσένια ερημιά, τα κύματα αγριεμένα σκέπαζαν σε βάθος πολλών μέτρων τη βραχώδη ακτή γύρωθε της εκκλησούλας. Κάποια ποσότητα απ’ το νερό των κυμάτων “στράλιαζε” σε φαρδιά επίπεδα κοιλώματα –αλυκές- της ακτής…Αυτό για μέρες…Και σαν κύλαγε ο αεικίνητος τροχός του χρόνου και έρχονταν η Άνοιξη και η καλοκαιριά, η θάλασσα γαληνεμένη πισωγύριζε και παιγνίδιζε με τις αφρόπετρες, και μόνο η ποσότητα απ’ το νερό της στις αλυκές παρέμενε εκεί, με την επιφάνειά του να λικνίζεται στην πνοή του μπάτη. Κάτω όμως από τις καυτές ακτίνες που έστελνε στη Γη το φλογοβόλο άρμα του θεού-`Ηλιου, το νερό εξατμίζονταν αργά και σταθερά. Στη θέση του, στις αλυκές, παρέμενε ένα κατάλευκο και παχύ αρμυρό στρώμα αλατιού. Και ήταν πολλές οι αλυκές. Από εκεί λοιπόν, μάζευε το αλάτι της χρονιάς όλο το βοσκοχώρι, αλλά και τα γύρω χωριά…

…`Ετσι και σήμερα, κίνησε η κυρά-Μαριγώ συντροφιά με τον μικρό γιο της και με μια τροφαντή χήρα γειτόνισσα, να μαζέψουν το αλάτι της χρονιάς. Το πρόγραμμα ήταν να κινήσουν απόγευμα, έτσι ώστε να αποφύγουν κατά τη διαδρομή το καλοκαιρινό λιοπύρι και να μαζέψουν το αλάτι, το δειλινό. Στη συνέχεια, διανυκτέρευση στην ακροθαλασσιά και επιστροφή στο χωριό λίαν πρωί, πριν αρχίσει το λιοπύρι και πάλι.

Η πορεία ήταν κοπιαστική, μέσα από ένα στενό κατηφορικό όσο και δύσβατο μονοπάτι, μέχρι που έφτασαν στην άκρη ενός απότομου γκρεμνού, με θέα εξαιρετική και πρωτόφαντη στα ματάκια του μικρού Γιάννη: Κάτωθε, το πλούσιο πευκοδάσος της “Σελούδας” που έφτανε μέχρι τη δαντελωτή αμμουδιά της ήρεμης θάλασσας που άπλωνε τη γαλάζια κυριαρχία της, μέχρι το στρογγύλεμα του ορίζοντα. Δεξιά στο βάθος, η Αγιά Ρουμέλη με τα λίγα κατάλευκα σπιτάκια να λαμπυρίζουν στον ήλιο. Στο βάθος, η επιμήκης γαλαζόθωρη θωριά της Γαύδου σε σχήμα θαλάσσιου πελώριου κήτους και μπροστά της η Γαυδοπούλα.

Πήραν τον κατήφορο…Ένα λιθόστρωτο μονοπάτι σε ζιγκ-ζαγκ (όμοιο με εκείνο του φαραγγιού της Αράδαινας), τους οδήγησε σε λίγη ώρα στην καρδιά του παρθένου πευκοδάσους της “Σελούδας”. Μετά από μια σύντομη πορεία, έφτασαν στην παραλία του Αγίου Παύλου. Ξεπέζεψε ο μικρός με τη βοήθεια της μάνας, και οι τρεις τους μπήκαν στο μικρό, παμπάλαιο βυζαντινό εκκλησάκι. Προσκύνησαν, βγήκαν έξω και τράβηξαν κατά τις αλυκές.

Οι δυο γυναίκες βάλθηκαν αμέσως να γεμίζουν τις χούφτες τους με αλάτι και να το απλώνουν στις πλάκες γύρωθε. Και τούτο, για να στεγνώσει όσο γινόταν μέχρι την επομένη το πρωί που θα γέμιζαν τα δυο τσουβάλια που θα τα φόρτωναν στον γαϊδαράκο. Κατάλευκο, χοντρόκοκκο ετούτο, ίδιο “χρυσάφι” για τις φτωχές οικογένειες του χωριού, καθώς δεν χρειάζονταν χρήματα για την προμήθειά τους. Σαν δώρο του Θεού το λόγιαζαν, ας απαγόρευε τη συλλογή του η επίσημη Πολιτεία, καθώς την περίοδο εκείνη το αλάτι αποτελούσε είδος Κρατικού Μονοπωλίου.* Όσο οι δυο γυναίκες ήταν απασχολημένες με τη συλλογή του αλατιού, ο μικρός Γιάννης πλησίασε την απότομη ακρογιαλιά με ήρεμα τα αφρισμένα κυματάκια της που έρχονταν και πισωγύριζαν σε ένα αδιάκοπο πήγαινε-έλα πάνω στις γλιστερές αφρόπετρες. Πρώτη του φορά ο μικρός έρχονταν σε επαφή με τη θάλασσα. Πλησίασε…Έχωσε τα ποδαράκια του στο δροσάτο νερό, κι ένοιωσε τούτη τη δροσιά να μετουσιώνεται σε απόλαυση πρωτόγνωρη που στράλιαζε στα εσώψυχα και του γεννούσε μια ευχαρίστηση –ευτυχία λες- πρωτόγνωρη και τούτη…. Προχώρησε… Η προστακτική φωνή της μάνας τον έκανε να πισωγυρίσει καθώς, το άγρυπνο μάτι της δεν έφευγε στιγμή απ’ τον μικρό, σαν δεν ήξερε κολύμπι ούτε η ίδια ούτε και η στρουμπουλή χήρα, σε περίπτωση που θα έπρεπε να επέμβουν.

Βγήκε έξω ο μικρός, εξάλλου η ώρα είχε προχωρήσει και ο δίσκος του ήλιου είχε βουτήξει –λες- στα γαλανά νερά της Δύσης.

Οι δυο γυναίκες, τέλειωσαν για σήμερα. Πάνω στις πλάκες της ακτής είχαν απλώσει τη “σοδειά” τους: Ένα παχύ επίπεδο στρώμα αλατιού. Κάθιδρες, αποσύρθηκαν κάτωθε ενός μεγάλου πεύκου. Εκεί θα διανυκτέρευαν απόψε. Έκοψαν από ένα παρακείμενο πυκνό θάμνο σκίνου αρκετά κλαδιά, τα έστρωσαν πάνω στο παχύ στρώμα με τις πευκοβελόνες. Έβαλαν για προσκέφαλο από μια πέτρα που πάνω τοποθέτησαν κλαδιά φασκομηλιάς που τα κάλυψαν με τις ποδιές τους που δεν έλειπαν ποτέ από τη μέση τους (σύμφωνα με τις ενδυματολογικές συνήθειες της εποχής). Έβγαλαν από τα σακούλια τους τις προμήθειες για το δείπνο που θα επακολουθούσε: Ψωμί, ελιές, ανθότυρο, παγούρια με νερό…

…Πέρασε ώρα… Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά, κι ένα ολόγιομο φεγγάρι χρωμάτιζε με ένα χλωμό νοσταλγικό χρώμα το νερό, την αμμουδιά, το βουνό ως πέρα. Ο μόνος ήχος που ακούγονταν, ήταν ο ελαφρός σάλαγος των κυμάτων καθώς παιχνίδιζαν με τα βότσαλα του γιαλού.

Ξάπλωσαν οι δυο γυναίκες στα πρόχειρα “κρεβάτια” ξάπλωσε και ο μικρός αγκαλιά με τη μάνα, καθώς ένοιωθε ένα αδιόρατο τρόμο στα εσώψυχα, μιας και για πρώτη φορά μέχρι τότε, του λάχαινε να διανυκτερεύσει στη μέση του πουθενά, και η ζεστασιά από την αγκαλιά της μάνας τον γιόμιζε σιγουριά. Οι γυναίκες κουβέντιαζαν για αρκετή ώρα, αλλά τον μικρό Γιάννη τον σίμωσε ο Μορφέας και του’ κλεισε τα καπάκια των ματιών, σ’ ένα γλυκό όσο κι ευεργετικό ύπνο…

…Είχε χαράξει αρκετά, όταν οι δυο γυναίκες σηκώθηκαν και έσπευσαν στην παραλία. Το αλάτι είχε στεγνώσει αρκετά. Γέμισαν τα δυο σακιά και τα φόρτωσαν με πολύ κόπο στον γαϊδαράκο. Ξύπνησαν και τον μικρό, και κίνησαν για το χωριό σε μια ανηφορική και επίπονη διαδρομή με ταχύ βηματισμό, και τούτο για να προλάβουν την ανατολή του ήλιου αλλά και το λιοπύρι που ερχόταν.

Μετά από δύο ώρες πορείας, έμπαιναν στο χωριό. Πήγε καλά η “σοδειά” τους και σήμερα… Πέτρινα χρόνια, σε πέτρινο τόπο!…

* Σημείωση:

"google ad"

Θυμάται ο ασπρομάλλης σήμερα Γιάννης, μια περίπτωση όπου ένα Απόσπασμα της Χωροφυλακής έφτασε στο χωριό και στο πατρικό σπίτι. Γεγονός όχι ασυνήθιστο για τη δεκαετία του’ 50, στο βοσκοχώρι. Ο λόγος; Μα η έρευνα για όπλα και για αλάτι. Όπλα δεν θα εύρισκαν, αλλά το αλάτι; Πέρα από την κατάσχεση που θα γινόταν εάν το εύρισκαν, θα ακολουθούσε δικαστήριο, κάποια ποινή, πρόστιμα κλπ.
Η κυρά-Μαριγώ είχε επινοήσει το εξής τέχνασμα: Στον σταμνοστάτη, υπήρχαν πάντα δύο στάμνες. Η αριστερή ήταν –πάντα- γεμάτη με νερό. Η δεξιά, ήταν γεμάτη –πάντα- με αλάτι. Κρυψώνα ασφαλής και σίγουρη, καθώς ήταν το μόνο μέρος όπου δεν θα σκέφτονταν οι Χωροφύλακες να ψάξουν. Κι αν πήγαιναν να βάλουν νερό; Μα εκείνοι δεν “καταδέχονταν” να πάνε μέχρι τη στάμνα. Πρόσταζαν, και η κυρά-Μαριγώ ή κάποιο παιδί, τους έφερνε ένα κύπελλο με νερό από την αριστερή στάμνα. Αλλά, για κάθε ενδεχόμενο, (και για τον φόβο… των “Ιουδαίων”), η δεξιά στάμνα με το αλάτι ήταν πάντα βρεγμένη εξωτερικά, σημάδι στον ανυποψίαστο παρατηρητή ότι περιείχε… νερό…
Πενία, τέχνες απεργάζεται…

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Συλλογές Άρθρων
Επιλεγμένα άρθρα από όλο το Internet | Συλλέγουμε τα καλύτερα άρθρα, θέσεις και απόψεις από διάφορα sites και blogs. Τα αναδημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα του "Α.τ.Κ." αναφέροντας πάντα την πηγή και τον συντάκτη. | Κάντε like τον "Α.τ.Κ." στην facebook σελίδα του και ακολουθήστε τον λογαριασμό του στο twitter | Περισσότερα άρθρα εδώ

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ