Γράφει ο Κανάκης Γερωνιμάκης
1.Του Παπά το φόρτωμα
Ένας παπάς επήρε το «άλεσμα’ του και επήγε στο μύλο να το αλέσει. Όμως ήτονε άλλοι δυό – τρεις «απαλέτες» ( πελάτες του μύλου) πριν από αυτόν που περίμεναν σειρά για να αλέσουν και επειδή δεν ήτανε και πολύ ευγενείς, του είπανε: «Αν είσαι και παπάς με τη σειρά θα πας». Μέχρι να έλθει η σειρά του να αλέσει έδεσε το γαϊδουράκι του πιο κάτω να φάει κανένα χορταράκι. Όταν έγινε το αλεύρι και πήγε να φέρει το γάιδαρό του τον βρήκε πιο κάτω αλλά έλειπε το «φόρτωμα» (το σκοινί που δένει τα «μιγόμια» στο σαμάρι). Εθύμωσε ο παπάς και άρχισε τις φωνές: «Όποιος μου πήρε το σκοινί να το πάει εκειά απού είναι ο γάϊδαρος να τ’ αφήσει. Σε λίγη ώρα θα πάω να δω κι α δεν το γιαείρουνε κατέω γω ίντα θα κάμω». Αυτός που πήρε το σκοινί εγνώριζε τον παπά μα δεν εγνώριζε το γάΙδαρό του, σαν άκουσε όμως πως ήτανε του παπά και ιδιαίτερα, όταν άκουσε ότι ο παπάς «κατέει ίντα θα κάμει» αν δε ντου γιαείρουνε το σκοινί» εφοβήθηκε μήπως κάνει κανένα αφορεσμό ή ότι μπορεί ν αοτυ καταραστεί και εγύρισε το σκοινί εκεί που ήταν ο γάιδαρος δεμένος.
Σε λίγο πήγε ο παπάς, βρήκε το σκοινί, εφόρτωσε και έφευγε. Όταν εφόρτωνε τον βοήθησε ο μυλωνάς και όπως τον πλησίασε τον ρώτησε:
-Ίντα θελα κάμει εδά, η γι Αγιοσύνη σου, α δεν είχα σου φέρουνε το σκοινί;
-Ίντα θελα κάμω ‘γω χαντάς; Να βγάλων ήθελα τη ζώνη μου να δέσω τα μιγόμια να πάω στο σπίτι μου.. Αυτό σκεφτόμουνε όντεν ήλεγα πως κατέω ίντα θα κάμω.
2.Η Σαμαδούρα του Παπά
Ένας παπάς στην λειτουργία του είχε «σαμαδούρα» βαλμένη στο Ευαγγέλιο στην σελίδα που θα έπρεπε να διαβάσει. Κάποιος όμως, έπιασε το Ευαγγέλιο και έβγαλε την σαμαδούρα. Την σελίδα όπου ήθελε να βρει ο παπάς δεν τηνε θυμότανε και ψάχνοντας για να την βρει και για να μην περνά κενή και νεκρή η ώρα έλεγε κάθε τόσο: «Είπεν ο Κύριος…» Πολλές φορές έλεγε: «Είπεν ο Κύριος…», μα τελικά ο «Κύριος» δεν έλεγε τίποτα και έχασε το εκκλησίασμα την υπομονή του όπου κάποιος του είπε: «Είμαι περίεργος να μάθω τι είπε, τέλος πάντων, ο Κύριος» και ο παπάς που είχε χάσει κι’ αυτός την υπομονή του, κρατώντας και το Ευαγγέλιο στα χέρια του είπε: «Είπε να τονε πάρει ο διάολος απού μου ‘βγαλε τη σαμαδούρα απού τη θέση τζη».
3. «Καλό και το τυρί…»
Επερνούσε ένας από ξένο χωριό. Εκεί είχε ένα σύντεκνο και πήγε να τον δει. Ο σύντεκνος τον περιποιήθηκε βάζοντας στο τραπέζι ελιές, ψωμί και ένα τυρί άκοπο, αλλά μαχαίρι δεν έβαλε στο τραπέζι. Άρχισε να τρώει λοιπόν ο άνθρωπός μας ελιές και ψωμί, και μόνο ελιές και ψωμί. Ο σύντεκνός που καθότανε δίπλα, δεν παρέλειπε να του λέει: «Φάε σύντεκνε και τυρί», μα αυτός του έλεγε: «Καλές είναι και γι ελιές, σύντεκνε».
Μετά από λίγο καιρό ξαναπέρασε από το σπίτι του συντέκνου, μα αυτή τη φορά επρόβλεψε και πήρε μαζί του ένα μαχαιράκι. Ο σύντεκνος ακριβώς τα ίδια πράματα έβαλε στο τραπέζι. Ελιές, ψωμί, ένα κεφάλι τυρί άκοπο και μαχαίρι δεν έβαλε. Αυτός όμως δεν ήτανε ακριβώς όπως την άλλη φορά. Είχε μαχαίρι και μόλις κάθισε στο τραπέζι άρχισε να κόβει φέτες το τυρί και να τις καταβροχθίζει.
Ο σύντεκνος, που πάλι κάθισε δίπλα του, του έλεγε αυτή την φορά:
-Φάε σύντεκνε και ελιές
-Καλό γκαι το τυρί σύντεκνε
-Μα κατέεις πόσο έδωκα ‘γω για να τ’ αγοράσω;
-Όσα και αν έδωκες τα κάνει, γιατί είναι καλό τυρί.