18.8 C
Chania
Friday, April 26, 2024

Αντίο στον θρυλικό Σον Κόνερι | Φωτός+Βίντεο

Ημερομηνία:

Ο θρυλικός Σον Κόνερι πέθανε σε ηλικία 90 ετών, όπως μετέδωσε το BBC.

Ο Τόμας Σον Κόνερι γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου 1930 στο Εδιμβούργο από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν εργάτης και η μητέρα του καθαρίστρια. Εγκατέλειψε νωρίς το σχολείο, εργάστηκε ως γαλατάς στη γειτονιά του και στα 16 του έγινε δεκτός στο Πολεμικό Ναυτικό του Ηνωμένου Βασιλείου, από το οποίο αφυπηρέτησε τρία χρόνια αργότερα εξαιτίας ενός προβλήματος υγείας. Τότε άρχισε να εξασκείται στο μποντιμπίλντιγκ και να ποζάρει ως μοντέλο για επίδοξους ζωγράφους και σε καταλόγους ανδρικής μόδας. Διαγωνίσθηκε στα διεθνή ανδρικά καλλιστεία για τον τίτλο του «Μίστερ Κόσμος», που του άνοιξαν τον δρόμο για να εργαστεί ως κομπάρσος σε θεατρικές παραγωγές.

Το 1954 έπαιξε ένα μικρό ρόλο σε μία περιοδεύουσα παράσταση του μιούζικαλ των Ρότζερς και Χάμερστιν «South Pacific» και στην πορεία ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του έργου. Ακολούθησαν ρόλοι στο θέατρο και την τηλεόραση, όπως του μποξέρ Μάουντεν Ριβέρα στην τηλεοπτική παραγωγή του BBC «Requiem for a Heavyweight» (1957).

Ο Σον Κόνερι έκανε το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο με το μιούζικαλ «Lilacs in the Spring» (1954), στο οποίο πρωταγωνιστούσε ο Έρολ Φλιν, κι έλαβε τις πρώτες του καλές κριτικές για το ρόλο του στην κωμωδία «Επιχείρηση: Κόκκινο Προγεφύρωμα» («On the Fiddle», 1961). Άλλες αξιοσημείωτες ταινίες του εκείνης της περιόδου ήταν η παιδική περιπέτεια της Ντίσνεϊ «Οι Τρεις Ευχές» («Darby O’ Gil and the Little People», 1959) και το πολεμικό έπος «Η πιο μεγάλη μέρα του πολέμου» («The Longest Day», 1962), που αναφέρεται στην απόβαση στην Νορμανδία.

Το 1962 έκανε δοκιμαστικό και κέρδισε το ρόλο του Τζέιμς Μποντ στο κατασκοπικό θρίλερ του Τέρενς Γιανγκ «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Εναντίον Δρος Νο» («Dr No»), που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ίαν Φλέμινγκ. Η μεγάλη επιτυχία της ταινίας και οι δύο συνέχειές της – «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Από τη Ρωσία με Αγάπη» («From Russia to Love», 1963) και «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007 Εναντίoν Χρυσοδάκτυλου» («Goldfinger», (1964) – ανέδειξαν τις ταινίες του Μποντ σε παγκόσμιο φαινόμενο και τον Κόνερι σε διασημότητα με διεθνή ακτινοβολία.

Μη θέλοντας να τυποποιηθεί στο ρόλο του Τζέιμς Μποντ, συμμετείχε και σε άλλες ταινίες, με πιο αξιοσημείωτη το ψυχολογικό θρίλερ του Άλφρεντ Χίτσκοκ «Μάρνη» («Marnie», 1964). Επέστρεψε ως Τζέιμς Μποντ στις ταινίες «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Επιχείρηση Κεραυνός» («Thunderball»,1965) και «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Ζεις Μονάχα Δυο Φορές» («You Only Live Twice», 1967), οπότε δήλωσε ότι εγκαταλείπει οριστικά το ρόλο που τον έκανε διάσημο. Ωστόσο, τέσσερα χρόνια αργότερα πείστηκε να υποδυθεί ξανά τον Μποντ στην ταινία «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Τα Διαμάντια Είναι Παντοτινά» («Diamonds Are Forever», 1971), δηλώντας και πάλι ότι ήταν η τελευταία του ταινία ως Μποντ.

Οι άλλες ταινίες και η επιστροφή ως Πράκτωρ 007

Τη δεκαετία του ‘70 έπαιξε κυρίως σε δράματα εποχής και ταινίες επιστημονικής φαντασίας, όπως «Εκεί που δεν φτάνει ο ήλιος» («Molly Maguires», 1970), «Ζαρντόζ» («Zardoz», 1974), «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές» («Murder on the Orient Express», 1974), «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» («The Man Who Will Be King», 1975) του Τζον Χιούστον, «Ο Άνεμος και το Λιοντάρι» («The Wind and the Lion», 1975), «Το Ρόδο και το Βέλος» («Robin and Marian», 1976) και «Η Κλοπή των Αιώνων» («The First Great Train Robbery», 1978).

Το 1981 έκανε μία αλησμόνητη εμφάνιση ως Αγαμέμνων στην ταινία φαντασίας του Τέρι Γκίλιαμ «Υπέροχοι Ληστές και τα Κουλουβάχατα της Ιστορίας» («Time Bandits), και δύο χρόνια αργότερα σήμανε συναγερμό στους φίλους των ταινιών του Μποντ επιστρέφοντας στο ρόλο του 007 με την ταινία «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Ποτέ Μη Ξαναπείς Ποτέ» («Never Say Never Again», 1983). Το 1986 πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ουμπέρτο Έκο «Το Όνομα του Ρόδου» και το 1988 κέρδισε το Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου για το ρόλο του βετεράνου αστυνομικού που καταδιώκει τον Αλ Καπόνε στην ταινία του Μπράιαν Ντε Πάλμα «Οι Αδιάφθοροι» («The Untouchables», 1987).

"google ad"

Στην περιπέτεια φαντασίας του Στίβεν Σπίλμπεργκ «Ιντιάνα Τζόουνς και η Τελευταία Σταυροφορία» («Indiana Jones and the Last Crusade», 1989) ο Κόνερι υποδύθηκε τον πατέρα του Ιντιάνα Τζόουνς (Χάρισον Φορντ) και στο πολιτικό θρίλερ του Τζον ΜακΤίρναν «Το Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη» («The Hunt for Red October», 1990) έπαιξε τον κυβερνήτη ενός σοβιετικού πυρηνικού υποβρυχίου που προσπαθεί να αυτομολήσει στη Δύση.

Άλλες ενδιαφέρουσες ταινίες του Κόνερι από τη δεκαετία του ’90 είναι: «Ρομπέν των Δασών» («Robin Hood: Prince of Thieves», 1991), «Λάνσελοτ, ο Πρώτος Ιππότης» («First Knight», 1995), «Ο Βράχος» («The Rock», 1996), «Η Καρδιά του Δράκου» («Dragonheart», 1996) και «Διπλή Παγίδα» («Entrapment», 1999). Ο Κόνερι αποσύρθηκε από τη μεγάλη οθόνη το 2003 μετά την εμφάνισή του στην περιπέτεια φαντασίας «Η Συμμαχία» («The League of Extraordinary Gentlemen»), αν και συνέχισε να δανείζει την επιβλητική βαθιά φωνή του με την έντονη σκωτική προφορά σε διάφορες παραγωγές.

Γνωστός καρδιοκατακτητής, ο Σον Κόνερι ήταν παντρεμένος σε δεύτερο γάμο από το 1975 με τη γαλλίδα ζωγράφο Μισελίν Ροκεμπρίν. Από τον πρώτο του γάμο με την ηθοποιό Νταϊάν Σιλέντο είχε αποκτήσει ένα γιο, τον ηθοποιό Τζέισον Κόνερι. Πολιτικά ήταν υποστηρικτής και χρηματοδότης του Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας (SNP), που υποστηρίζει την ανεξαρτησία της Σκωτίας από το Ηνωμένο Βασίλειο.

Οι δύο σύζυγοι, οι αμέτρητες ερωμένες και ο βίαιος χαρακτήρας του

Αν και ο Σον Κόνερι παντρεύτηκε μόνο δύο φορές, η ερωτική του ζωή υπήρξε εξαιρετικά πλούσια. Εκτός από την ηθοποιό Νταϊάν Σιλέντο, την πρώτη του σύζυγο, και τη Μισελίν Ροκεμπρίν που τη διαδέχθηκε, ο Κόνερι έχει συνδεθεί ερωτικά με πολλές αιθέριες υπάρξεις.

Ο γάμος του με την Νταϊάν ήταν επεισοδιακός. Παντρεύτηκαν το 1962 και δυο χρόνια αργότερα απέκτησαν τον γιο τους Τζέισον. Η Νταϊάν στην αυτοβιογραφία της «Οι εννιά ζωές μου» (2006) αναφέρει πως ο Σον ήταν βίαιος.

Ακόμα και τη νύχτα του γάμου τους τη χτύπησε επειδή ζήλεψε. Παρ’ όλο που ήταν άσημος ηθοποιός και η Σιλέντο γνωστή, ο Κόνερι επέμενε να αφήσει τη δουλειά της για να τους φροντίζει εκείνος. Χώρισαν μετά από οκτώ χρόνια γάμου.

Σημειώνεται ότι αν και η Σιλέντο είναι η μόνη που έχει μιλήσει για το βίαιο χαρακτήρα του, από συνεντεύξεις του σε διάφορα έντυπα φαίνεται πως είναι υπέρ του ξύλου στη γυναίκα. Εξάλλου, όπως είχε δηλώσει στο περιοδικό «Vanity Fair» το 1993, ορισμένες γυναίκες το επιδιώκουν.

Πριν πάρει διαζύγιο γνώρισε τη Γαλλομαροκινή ζωγράφο που έμελλε να γίνει η δεύτερη σύζυγός του. Συναντήθηκαν το Μάρτιο του ’70 στην Καζαμπλάνκα και τρεις μήνες αργότερα της είπε πως ήταν ερωτευμένος. Παντρεύτηκαν το 1975 στο Γιβραλτάρ, εκεί όπου είχε παντρευτεί τη Σιλέντο.

Ο Κόνερι ανέλαβε να μεγαλώσει τα τρία παιδιά της, ενώ εκείνη πήρε τον έλεγχο της περιουσίας του.

Γνωρίζοντας ότι την απατάει, φρόντιζε να τον ακολουθεί παντού. Το 1998, όταν γύριζε την ταινία «Παγίδα» με την Κάθριν Ζέτα Τζόουνς, της είπε να μην ακονίζει τα νύχια της. Είχε προηγηθεί δήλωση της Κάθριν περί σεξαπίλ του Κόνερι.

Εκείνο που δεν ήξερε η Μισελίν ήταν ότι ο Σον είχε απαιτήσει από τους σεναριογράφους να γράψουν ερωτικές σκηνές γι’ αυτόν και την 28χρονη συνάδελφό του!

Ο Σον Κόνερι φέρεται να είχε μεταξύ άλλων σχέσεις με τις ηθοποιούς Σου Ελόιντ, Σέλεϊ Γουίντερς, Σίλβια Μάιλς, τη Μις Γαλλία Κλοντίν Οζέρ, την τραγουδίστρια Λίνσεϊ ντε Πολ, τη μακιγέρ Νίνα Κραφτ και τη σχεδιάστρια Χάιλε Μπιρν.

Με πληροφορίες από το sansimera.gr, tanea.gr

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ