Κύριε διευθυντά,
Δεν είναι πολλές μέρες που άκουσα από τα Μ.Μ.Ε. την ακόλουθη είδηση, που εκτός από μια αλλόκοτη ανατριχίλα που ένιωσα να τυλίγει ολόκληρο το κορμί μου, σηκώθηκαν όρθια και τα αραιά της κεφαλής μου μαλλιά κι έμοιαζαν με τα αγκάθια των σκαντζόχοιρων… και ψέλλισα:«τι θα ακούσω ακόμα». Η είδηση που άλλαξε τη ροή της σκέψης μου ήταν ότι μια συζυγοκτόνος, δεν γνωρίζω πότε είχε διαπράξει το έγκλημα, δικάστηκε τότε από τους δικαστές να εκτίσει την ποινή των δεκαεπτά χρόνων. Δεν έκατσε όμως ολόκληρη την ποινή της και στα έξι χρόνια περίπου αφέθηκε ελεύθερη κι αναπνέει πλέον ελεύθερο αέρα. Πως αισθάνθηκα όταν το άκουσα αυτό δεν περιγράφεται με λόγια, ενώ διάφορα συναισθήματα πλημύρισαν την ψυχή μου, όχι βέβαια ευχάριστα. Φανταστείτε τώρα πως ένιωσαν οι όποιοι συγγενείς του θύματος όταν το έμαθαν ή το χειρότερο – έτσι λέω εγώ – πως θα νιώσουν όταν την δουν να κυκλοφορεί ελεύθερη κι αεράτη στους δρόμους της όποιας πολιτείας. Την ημέρα δε που δρασκέλισε τα σκαλοπάτια της «ελευθερίας» θαμπώνανε το πρόσωπό της για να μην φαίνεται κι ερωτώ:«γιατί το έκαναν αυτό;» Έτσι απλά κάνω αυτή την ερώτηση.
Τώρα στο τέλος της παραπάνω είδησης παρουσιάστηκε στην οθόνη της τηλεόρασης, δεν θυμάμαι τίνος τηλεοπτικού σταθμού, ένας αξιοπρεπέστατος κύριος και ανάλυσε τους λόγους που η ‘’κυρία’’ δολοφόνος έπρεπε να αφεθεί ελεύθερη. Για να μην παρεξηγηθώ, λέω ότι δεν έχω απολύτως τίποτα με τον άνθρωπο. Την δουλειά του έκανε και μάλιστα αξιοπρεπέστατα και πολύ κατανοητά. Μεταξύ των άλλων είπε ότι η εν λόγω ‘’κυρία’’ δούλευε κάπου μέσα στην φυλακή, δεν ξέρω τι δουλειά έκανε και η μία μέρα δουλειάς μετρούσε ως δύο, αυτό ορίζει ο νόμος, κι ερωτώ:«γιατί να προσμετρούνται η μία μέρα δουλειάς για δύο; Μήπως – λέω εγώ τώρα – για να βγει γρηγορότερα έξω ώστε να συνεχίσει το δολοφονικό της έργο; Ή μήπως δεν έχω δίκιο γι’ αυτή μου την ερώτηση;
Στο παρελθόν, πόσοι και πόσοι καταδικασμένοι για κάποιο αδίκημα, είτε αυτό είναι έγκλημα, είτε αυτό είναι διακίνηση ναρκωτικών, είτε είναι κάθε είδους βιαστές, βγαίνοντας από την φυλακή δεν συνέχισαν την ‘’δουλειά’’ που έκαναν πριν καταδικαστούν; Αναφέρω πρόσφατο περιστατικό όπουέναςκαταδικασμένος, μάλλον αλλοδαπός, αλλά αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία, πριν από δύο χρόνια – αυτό το γράφω με επιφύλαξη όσον αφορά τα χρόνια – είχε απαγάγει μια νέα γυναίκα, την έκλεισε σε ένα δωμάτιο και εκτός από το να τη βιάζει αποθέτοντας τις κτηνώδεις ορέξεις του πάνω της,την εξέδιδε κι από πάνω. Τέλος τον έπιασαν, τον δίκασαν οι αρμόδιες αρχές, βγήκε έξω και – το γνωρίζουμε πιστεύω πολλοί αυτό – έπραξε ακριβώς το ίδιο αδίκημα στο ίδιο πρόσωπο. Είναι τιμωρία τα δύο χρόνια φυλακή;
Σκεφτήκατε ποτέ πως ένιωσε αυτή η γυναίκα όταν τον αντίκρυσε σαν βρικόλακα μπροστά της, έτοιμος να της ρουφήξει το αίμα που της είχε απομείνει από την πρώτη αφαίμαξη της;Κι άλλη φορά το έγραψα κι επιμένω στην άποψή μου αυτή και θα το γράψω και στο σημερινό μου άρθρο: τα ισόβια πρέπει να είναι ισόβια και τα είκοσι χρόνια φυλακή να είναι είκοσι και μάλιστα να βρουν τρόπους, δεν γνωρίζω ποιοι, οι καταδικασμένοι να δουλεύουν για να βγάζουν το ψωμί τους.
Ναι, είναι άνθρωποι κι αυτοί και ίσως να διέπραξαν το αδίκημα ευρισκόμενοι σε μια ψυχική κατάπτωση ή εκτός εαυτού εκείνη τη στιγμή. Δεν παύει όμως να διέπραξαν έγκλημα και άρα θα πρέπει η τιμωρία τους να είναι ανάλογη με το έγκλημα που διέπραξε ο έκαστος εγκληματίας.Γιατί, αυτό πιστεύω εγώ, αν συνεχίσουμε να βαδίζουμε στο ίδιο μονοπάτι της δικαιοσύνης, όπως σήμερα, αντί να λιγοστεύουν τα κάθε είδους εγκλήματα θα πληθαίνουν. Και που ξέρετε; Μπορεί να ζητήσουν άδεια οι φονευθέντες από τον άρχοντα του κάτω κόσμου… και να δούμε τους σκελετούς τους να βγαίνουν από τα μνήματά τους σπάζοντας την μαρμαρένια πλάκα που τους σκεπάζει και να μας πάρουν με τις πέτρες ζητώντας δικαιοσύνη, με μπροστάρηδεςτα μικρά παιδιά, περπατώντας ή μπουσουλώντας, που κάποιο φονικό χέρι τους έκοψε αναίτια το νήμα της ζωής τους.
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων