13.8 C
Chania
Monday, December 23, 2024

Ζερβονικόλας: Ο γενίτσαρος που αγάπησε πιστά τη Μαρία Δασκαλογιαννοπούλα

Ημερομηνία:

Της Ιωάννας Σφακιανάκη

Ο Ζερβονικόλας, ένας μεγάλος αγωνιστής της Κρήτης του 1821, λίγοι γνωρίζουν πως υπήρξε ένας σκληρός γενίτσαρος στην αυλή του Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη.

Το πραγματικό του όνομα ήταν Νικόλαος Ρόκας και καταγόταν από τα Κούντουρα ή Κούνδουρα Μεγαρίδος πολύ κοντά στα Βίλια. Από το χωριό αυτό κατάγονται και οι Υδραίοι Κουντουριώτες. Μαζί με άλλα έξι αρβανιτοχώρια της Μεγαρίδας (τα Κούνδουρα, το Μάζι, την Περαχώρα, τα Μέγαρα, τα Μπίσια και τα Εξαμίλια) τα Βίλια αποτελούσαν τα Μεγάλα Δερβένια [Τούρκικα Ντερβέν: στενή διάβαση διαμέσου ορεινών όγκων και πύλη εισόδου/εξόδου σε ανοιχτή περιοχή] και είχαν ιδιαίτερη στρατιωτική σημασία κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Στην Επανάσταση του 1821, εξάλλου οι Βιλιώτες μαζί με τους κατοίκους των Κουνδούρων και του Μαζίου ήταν οι πρώτοι που προσέφεραν τη βοήθειά τους στις πολιορκίες της Κορίνθου, των Θηβών, της Χαλκίδας, της Λιβαδειάς και της Ακρόπολης των Αθηνών. Τώρα πια τα Κούντουρα είναι ένα χωριό εγκαταλελειμμένο, ένα χωριό χωρίς ζωή, φάντασμα των παλιών καιρών.

Ο Νικόλας Ρόκας, γεννήθηκε σε αυτό το αρβανιτοχώρι στα Κούντουρα το 1780.

Σε ηλικία 10 χρόνων εισέβαλαν οι Τούρκοι στο χωριό του και τον άρπαξαν από την αγκαλιά της μάνας του και τον έκαναν Γενίτσαρο. [jeniˈt͡ʃeɾi] σημαίνει στα τουρκαλβανίτικα νέος στρατιώτης. Οι γενίτσαροι ήταν επίλεκτα στρατιωτικά σώματα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και αποτελούνταν κυρίως από τους πιο όμορφους και εύρωστους νέους χριστιανικών οικογενειών που είχαν αιχμαλωτίσει σε πολέμους ή σε εισβολές στα χωριά και τα στρατολογούσαν με σκληρή και επίπονη εκπαίδευση. Στρατιώτες στην υπηρεσία του Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη που αποτέλεσαν για 4 αιώνες την πολεμική μηχανή της Αυτοκρατορίας.

Στην γενιτσαριά τον Νικόλα τον ονόμασαν Μουσταφά και του πρόσθεσαν το προσωνύμιο Νταή. Μουσταφά Νταής γιατί ήταν σκληρός, ανδρείος, εύρωστος και παλληκαράς! Μεγαλώνοντας ο Μουσταφά Νταής έγινε ο φόβος και τρόμος των άλλων γενιτσάρων, διότι αν τους έπιανε να βασανίζουν και να χτυπούν αδύναμους χριστιανούς τους ξυλοκοπούσε αγρίως. Βλέπετε ο Μουσταφά όταν απήχθη από την αγκαλιά της μάνας του ήταν 10χρονο αγόρι και θυμόταν πολύ καλά την καταγωγή του και την χριστιανική του οικογένεια. Φεύγοντας φώναξε στη μάνα του: «Μάνα, να με περιμένεις θα ξαναγυρίσω!» Κι αυτό το τάμα το έκανε όπως θα δούμε πάρα κάτω, μα η δόλια μάνα δεν άντεξε να περιμένει τον λεβέντη της, έφτασε πολύ αργά και την βρήκε στο μνήμα.

Η Μαρία, σύζυγος του Δεφτεντάρη του πασά, στον Χάνδακα, που είχε κι εκείνη αρπαχτεί από την αγκαλιά της μάνας της στα Σφακιά, μαζί με την μικρότερη αδελφή της Ελευθερούσσα, βρισκόταν τώρα πια στην Πόλη. Ήταν η θυγατέρα του αδικοχαμένου Δασκαλογιάννη. Ο άντρας στον οποίο δόθηκε ήταν ο Οικονομικός Σύμβουλος του Χουσεΐν Πασά του Μ. Κάστρου του Χάνδακα, ο Βεζίρης Αμπλού Αχμέτ Ντεφτεντάρ Πασά. Είναι γνωστό το χαμάμ το οποίο ίδρυσε το 1669 ο εν λόγω πασάς αμέσως μετά την Οθωμανική κατάκτηση του Χάνδακα με τη μετατροπή της εκκλησίας του Αγίου Ρόκκου. Σύμφωνα δε με τον Εβλιά Τσελεμπί ήταν μεγάλο χαμάμ, μοναδικό στα νησιά.

Μετά λίγα χρόνια κι αφού πήρε επίσημα ως σύζυγο του την Μαρία ζήτησε και έφυγαν από την Κρήτη και αποσπάστηκε τιμητικά στην υπηρεσία του Σουλτάνου ως υπασπιστής του. Ο λόγος που ζήτησε να φύγουν ευνόητος. Ερωτεύτηκε τρελά την πεντάμορφη Σφακιανοπούλα αυτός ο μεσήλικας Τούρκος αξιωματούχος και φοβόταν πως ανά πάσα στιγμή κινδύνευε στο νησί από τους συγγενείς της, να την πάρουν πίσω, μαζί με το κεφάλι του στον ντορβά.

Στην Πόλη η Μαρία του χάρισε δυο γιους λεβέντες που έγιναν κι αυτοί στρατιωτικοί όπως λέγεται. Ο Αμπλού Αχμέτ λέγεται πως για να μην την χάσει της επέτρεψε να διατηρήσει κρυφά την χριστιανική της πίστη και εκ τούτου είχε μετατρέψει ένα δωμάτιο σε εκκλησάκι για να προσεύχεται. Πάντα είχε στο νου της, τα τελευταία λόγια του πατέρα της, πριν τους χωρίσουν: «Εγώ παιδί μου θα πεθάνω γρήγορα. Οι Τούρκοι θα σε πιέσουν να τουρκέψεις. Να μην λησμονείς μόνο, ότι εγώ θα σου στείλω μέσα από τον τάφο μου, ευχή ή κατάρα. Να προτιμήσεις το θάνατο με την ευχή μου, παρά την τουρκική ζωή με την κατάρα μου».

Η φήμη του Μουσταφά Νταή είχε φτάσει από τις δούλες και στα αυτιά της Μαρίας, όταν σε μια έξοδο της στην Πόλη με τις υπηρέτριες της, συναντά αυτόν τον περίεργο γίγαντα μπροστά σε μια αδιανόητη για τα δεδομένα σκηνή. Δυο γενίτσαροι έχουν πιάσει και χτυπούσαν ανελέητα δυο άμοιρους χριστιανούς όταν ξαφνικά πετάγεται ένας τρίτος γενίτσαρος εύρωστος και αρπάζοντας τα δυο κεφάλια τους τα χτυπά με μανία και τους πετά πέρα λαβωμένους. Μετά σκύβει να βοηθήσει τους άμοιρους χριστιανούς για να σηκωθούν να φύγουν να γλυτώσουν. Η Μαρία στέκεται αποσβολωμένη μπροστά στην πρωτοφανή αυτή σκηνή και διατάσσει τη δούλα της να του πει να κοπιάσει στο αρχοντικό της γιατί θέλει να του μιλήσει.

Ο Νικόλας τρέμει φοβούμενος πως ο Ντεφτεντάρ πασάς θα του πάρει το κεφάλι, αλλά δεν μπορεί να κάνει αλλιώς και παρουσιάζεται μπροστά στη Μαρία, η οποία του ζητά να μπει στην υπηρεσία της. Σε συνεννόηση με τον σύζυγό της, εντάσσει στην φρουρά της και στην φύλαξη των γιων της τον Μουσταφά Νταή και μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης αναπτύσσεται μεταξύ των δύο αυτών ανθρώπων. Η Μαρία μια πανέμορφη γυναίκα αρχόντισσα των Λευκών Ορέων κι ο Αρβανιτογενίτσαρος Νταή Μπουσταφά δένονται σε μια βαθιά φιλία κι αρχίζουν να εξομολογούνται ο ένας στον άλλο, τα βάσανα που πέρασαν στην πικρή σκλαβιά.

Εκείνος κάποια μέρα την έχει δει να προσεύχεται στο κρυφό εκκλησάκι της και της εξομολογείται πως είναι, πως παρέμεινε σε όλη τη ζωή του Χριστιανός! Κι εκείνη τον εμπιστεύεται, αρχίζει να του μιλά για τον ήρωα πατέρα της, την οικογένεια της τον μακρινό μαρτυρικό τόπο της… Χαίρεται για την επιλογή της, αυτός ο νέος της θυμίζει τα Σφακιανά λιοντάρια που πολέμησαν στο πλευρό του Δασκαλογιάννη. Η καλοσύνη του, η λεβεντιά της ψυχής του, η ζεστασιά της καρδιάς του την φέρνουν κοντά στα μακρινά της όνειρα… Η φλόγα, αρχίζει να σιγοκαίει τα σωθικά του Νταή Μουσταφά για την Κυρά του μέρα με τη μέρα! Την θαυμάζει για τους τρόπους της, την αρχοντιά και την καλοσύνη της, την βαθιά της πίστη και την καρτερικότητα της. Κι εκείνη, σίγουρα διακρίνει τη λάμψη στα μάτια του σαν την αντικρύζει… βλέπει την αμέριστη αφοσίωση που της δείχνει κάθε λεπτό. Είναι η επί γης Παρθένος Μαρία για κείνον. Δεν τολμά να την φανταστεί διαφορετικά! Είναι ένας άντρας έντιμος, ηθικός, ταπεινός! Η πίστη του στο πρόσωπο της είναι τόσο απεριόριστη, που θα έπεφτε στη φωτιά με μια της λέξη μόνο.

Δυο άνθρωποι τόσο μόνοι… τόσο όμοιοι… κι όμως δυο διαφορετικοί κόσμοι πια! Η Μαρία κυριαρχεί πάνω του, αλλά εκείνη, έχει μάθει να καταλαγιάζει τις επιθυμίες της καρδιάς της, να σέβεται την αρχοντική της καταγωγή, το όνομα του πατέρα πρωτίστως και μετά του συζύγου της. Κι έτσι δεν του δίνει δικαίωμα! Τα χρόνια κυλούν με τους δύο αυτούς ανθρώπους να παραμένουν πιστοί στα όνειρα, στα συναισθήματα τους. Εκείνη ποθεί όσο τίποτε άλλο να μπορέσει να γυρίσει στην πατρίδα, να μάθει τι απέγιναν οι δικοί της… Κι εκείνος ποθεί να την δει ευτυχισμένη με κάθε κόστος! Θα θυσίαζε τα πάντα για την Κυρά της καρδιά του!

Το 1916 ο Ντεφτεντάρης Αμπλού Αχμέτ μεγάλος πια, πεθαίνει. Δυο χρόνια αργότερα τον ακολουθούν και οι δυο γιοι του. Σε μάχες σκοτώθηκαν λένε μερικοί… Τους φαρμάκωσε και τους τρεις λίγο-λίγο ο Νταή Μουσταφάς ρίχνοντας φαρμάκι στο κρασί, στο φαγητό για να ελευθερώσει την Κυρά του, λένε άλλοι…. Ποιος ξέρει την αλήθεια;;; Μόνο ο Θεός!!

Είμαστε στο 1820 λίγο πριν ξεσπάσει η επανάσταση κι η Μαρία χήρα χωρίς παιδιά με μια μεγάλη περιουσία αποφασίζει να φύγει από την Πόλη να ταξιδέψει στην Ελλάδα κι από ‘κει στην Κρήτη. Δίνει χαρτί απελευθέρωσης στο Νταή Μουσταφά και χρήματα για να γυρίσει στην πατρίδα του. Κι εκείνη ζητά από τον Μουρούζη της Αυτοκρατορικής Πύλης να της δοθεί άδεια να ταξιδέψει στην Τήνο. Πριν λίγους μήνες μαθεύτηκε πως εκεί βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας και με την πρόφαση αυτή επιχειρεί να φύγει.

Ο Μουρούζης, οικογενειακός φίλος, της δίνει την άδεια με την προϋπόθεση να πάρει μαζί της την ανεψιά του Ηράκλεια, γιατί κινδυνεύει εδώ. ΟΙ Τούρκοι έχουν σκοτώσει ήδη τον πατέρα της Δημήτριο Μουρούζη για την εμπλοκή του στην επανάσταση της Μολδοβλαχίας. Η Μαρία παρουσιάζεται στο λιμάνι ντυμένη στα μαύρα, με το χαρτί στο χέρι, την πιστή Ηράκλεια από τη μια και τον Νταή Μουσταφά οπλισμένο από την άλλη να την συνοδεύει. Αν δε την δει να πατά στην Τήνο λέει, δεν την αφήνει ο πιστός της υπηρέτης και φίλος. Στο Σφακιανό μπρίκι που επιβιβάζονται, η Μαρία, που την περνούν για καλόγρια, αφηγείται τη ζωή της και αναγνωρίζεται από τον καπετάνιο και γραμματικό του πλοίου που είναι τα δυο της ανίψια. Ο Μανούσος κι ο Γιώργης (Τσελεπής), παιδιά του πρωτότοκου αδελφού της Ανδρέα, που έχουν έλθει με την πρόφαση αγοράς σιτηρών και φορτώνουν όπλα, τη νύχτα της αναχώρησης στα κασόνια, για την επανάσταση.

Έγγραφα του 1821 όπου εξιστορείται το ταξίδι των Σφακιανών με το μπρίκι στο οποίο επέβαιναν οι αδελφοί Βλάχου/Δασκαλογιάννη στην Κωνσταντινούπολη από το ΙΑΚ

Η Μαρία στη διαδρομή γνωρίζεται καλά με τους ανεψιούς της, και μαθαίνει πως η οικογένεια της χάθηκε. Δεν ζουν οι γονείς, τα αδέλφια της. Η μόνη που ζει της λένε, είναι η Ελευθερούσσα, σκλάβα του Βαλή της Σμύρνης, κι εκείνη αποφασίζει να μείνει για πάντα καλόγρια, αφιερωμένη στην Παναγία της Τήνου. Πιστεύει πως ο Θεός την τιμώρησε, για τις ενδόμυχα κρυφές επιθυμίες κι ας μην πρόλαβε η άμοιρη, ούτε στον εαυτό της να τις ομολογήσει! Πριν κατέβει στην Τήνο θέλει να εξασφαλίσει την μονάκριβη προστατευομένη που την συνόδευε. Την νεαρά Ηράκλεια. Έχει δει τον πόθο στα μάτια του ανεψιού της του Γιώργη και η Ηράκλεια όταν την ρωτά, δεν είναι αδιάφορη. Έτσι αρραβωνιάζει τους δυο νέους, πριν μείνει για πάντα στην Τήνο. Εκεί βοηθά οικονομικά στην ανέγερση της Ιεράς Μονής της Παναγίας της Τήνου.

Ο Νικόλας ελεύθερος πια γυρίζει στο χωριό του στα Κούντουρα των Μεγάρων και αναζητά τρέχοντας το φτωχικό σπιτάκι του, ολόχαρος. Θέλει να πει στη μάνα του πως γύρισε, είναι ζωντανός, έγινε ολόκληρος άντρας πια, με τόσες εμπειρίες στη ζωή… «Μάνα… μάνα μου γύρισα! Δεν στο είχα πει πως θα γύριζα;..» φώναξε. Μα η μάνα του είχε για πάντα χαθεί όπως του είπαν. Πήγε να συναντήσει τον ήρωα πατέρα του εκεί ψηλά… Δεν άντεξε η δόλια το χαμό του μονάκριβού της του είπαν. Σάλεψε… Γύριζε κάμποσο καιρό στα καμένα και στα χαλάσματα του χωριού φωνάζοντας το Νικόλα της και μετά την βρήκαν στο νεκροταφείο νεκρή, παγωμένη πάνω σε ένα μνήμα, κρατώντας αγκαλιά ένα ρουχαλάκι του. ‘’Δεν την πρόλαβες Νικόλα…άργησες..’’ του είπαν… Κι εκείνος ράγισε, έπεσε κάτω κλαίγοντας με λυγμούς…

  1. Η επανάσταση στην Ελλάδα έχει αρχίσει να φουντώνει κι η Μαρία σε επικοινωνία με τους ανεψιούς της ενθαρρύνει την επανάσταση δίνοντας όλα τα χρήματα που έχει για τον αγώνα. Γράφει και στον “Νικόλα” πια, στα Κούντουρα στέλνοντας του χρήματα να στρατολογήσει παλληκάρια, 20 λεβέντες της Αρβανιτιάς, για να τους οδηγήσει στη Σάμο, να ενωθούν με την ομάδα του ανεψιού της του Γιώργη, κι όλοι μαζί να μεταβούν στην Κρήτη.
Γεώργιος Τσελεπής

Ο Γιώργης Τσελεπής με τους ηρωικούς Κρητικούς και τον Νικόλα με τους άντρες του πολεμούν στη Σάμο και στη Μικρά Ασία. Λαμβάνουν μέρος σε πολλές μάχες, άλλες νικηφόρες κι άλλες όχι, στις οποίες ο Νταή Μουσταφά λέγεται πια Ζερβονικόλας. Όλοι έχουν προσέξει πως τουφεκά με το αριστερό, “Ζερβός” δηλαδή΄ και του κολλούν το παρατσούκλι. Γνωστό είναι το παραδοσιακό τραγούδι που λέγεται στην Κρήτη.

Απόθανεν ο Σήφακας, σκοτώθη ο Μπουζομάρκος / απου ‘σαν άξιοι κ’ οι δυο να πολεμούν στο Κάστρος / Εις την ανατολή ‘σανε με τον Ζερβονικόλα / εκειά εγνωριστήκανε κι εφιλευτήκαν κιόλα / Εις τα βουνά γυρίζανε σαν να ‘σανε φταισμένοι / μια εκκλησιά ευρήκανε κι ήτονε ρημαγμένη / Στον Άη Γιώργη μπήκανε να κάμουν ομιλία / κι αδελφοχτοί γινήκανε μέσα στην εκκλησία / Απήτης και γενήκανε είπαν ήντα θα κάμουν / Την Κρήτη να σηκώσουνε κι απόεις να ποθάνουν…

Είναι πια ο “Καπετάν Ζερβονικόλας”, Οπλαρχηγός, με τους άνδρες του και με τους οπλισμένους του Τσελεπή κατεβαίνουν στην Κρήτη να πολεμήσουν. Μεταβαίνουν αρχικά στα Σφακιά όπου τον υποδέχονται όλοι σαν δικό τους άνθρωπο και τον αγκαλιάζουν έχοντας μάθει την ιστορία του. Στα Σφακιά ο Ζερβονικόλας έλαβε μέρος στις προετοιμασίες για την κήρυξη της επανάστασης. Στις συνελεύσεις που γίνονται λαμβάνει μέρος κι εκείνος και ρίχνεται με τους άντρες του στον αγώνα για τη λευτεριά της Κρήτης. Πολεμά απ’ άκρη σ’ άκρη στο νησί, λαμβάνει μέρος στη μάχη του Λούλου στις 14 Ιουνίου 1821, ενώ τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους θα βρεθεί να πολεμά στην Πελοπόννησο στην έφοδο του Ναυπλίου.

6 Δεκεμβρίου 1821. Ο Γιώργης Τσελεπής, ο αρραβωνιαστικός της Ηράκλειας, έχει πέσει ηρωικά μαχόμενος στην μάχη της Καντάνου Σελίνου στη θέση Σταυρός, και όπως ορίζει το έθιμο την Ηράκλεια παίρνει για γυναίκα του ο άλλος αδελφός του, ο Νικόλας και μετοικούν στην Νεάπολη Λασιθίου για ασφάλεια κοντά σε συγγενείς τους. Εκεί κοντά τους βρίσκεται την ώρα του σηκωμού κι ο Ζερβονικόλας ως Αρχηγός/πεντακοσίαρχος να πολεμά με τους άντρες του φυλάσσοντας την πρόσβαση στου Τσούλη το μνήμα, με τον Καζανομανώλη ενάντια στις ορδές του Χασάν πασά, στην Κριτσά, και στις άλλες επαρχίες του Λασιθίου.

Τον Ιανουάριο του 1822 ο Ζερβονικόλας είχε λάβει μέρος στην εξόντωση του Τούρκου Γετίμ Αλή στο Αρκάδι για την απελευθέρωση του Ηγούμενου, με τον Μελιδώνη από το Μυλοπόταμο, τον Κουρμούλη από τη Μεσσαρά, τον Δεληγιαννάκη από τα Σφακιά, τον Μαυροθαλασσίτη κ.α. οπλαρχηγούς. Λέει το τραγούδι:

Τότε ο Χατζής με τέσσερις μπαίνουν στο μοναστήρι / μαζί με τον καλόγερο από ‘να παραθύρι / πηγαίνουν στο Γουμενικό που ‘σαν οι καλογέροι / γονατιστούς τσ’ εβρήκασι κι εκλαίγαν οι καημένοι / στο δώμα ανεβήκασι με το Ζερβονικόλα / απού ‘ξερε τα τουρκικά και των ετουρκολόγα …

2 Νοεμβρίου 1822. Ο Γενικός έπαρχος Κρήτης Μιχαήλ Αφεντούλης σε αναφορά του προςς την Ελληνική Βουλή γράφει για τη δράση του Ζερβονικόλα: «…Έχομεν κι άλλην πληγήν ο φοβερός πεντακοσίαρχος Νικόλαος Ζερβός, αρβανίτης, ο οποίος σχεδόν μόνος ως άγγελος τρομερός εις τους πολέμους, τίμιος εις τα φερσίματά του, αυτός εναντίον προς τας προσταγάς μου και θελήσεις μας, επήγεν εις το Λασήθι με 1300 και οι εχθροί έπιασαν όλη την Μεσσαρέ…»

Η υπογραφή και σφραγίδα του Μιχαήλ Κομνηνού Αφεντούλιεφ, διορισμένου διοικητή της Κρήτης (1822-23) κατά την Ελληνική επανάσταση

Αρχές Νοεμβρίου 1822. Ο Ζερβονικόλας κι οι άλλοι Αρχηγοί συναθροίζονται στην Κριτσά και μεταβαίνουν στην Πρίνα και Καλαμαύκα. Σκοπός τους είναι να εμποδίσουν τον αιμοβόρο Χασάν πασά να καταστρέψει την Ιεράπετρα. Έτσι αποφασίζουν να την καταλάβουν με αιφνιδιαστική έφοδο. Ο Ζερβονικόλας, ο Αναγνώστης Συμιακός (από τη Σύμη), ο Φραγκιός Παπαδάκης ή Τσαντηράκης από το Κάτω Χωριό, ο Εμμ. Αλέξης και Κων, Στακάκης από το Μεραμπέλλο, ο Ιωάννης Κοντός από το Πισκοκέφαλο Σητείας, ο Ιωάννης Μακρής από το Σταυροχώρι, ο Σήφης Δερμιτζάκης από τη Μαρωνιά Σητείας, ο Μουζομάρκος κι ο Κουσκουμπές από τα Σφακιά, ο Μανιάς ο Ανδρακός κ.α. από τις Δυτικές Επαρχίες της Κρήτης.

Χωρίζονται σε τμήματα και καταλαμβάνουν θέσεις επίθεσης. Η επιχείρηση τελικά απέτυχε. Οι επαναστάτες λόγω ισχυρής βροχόπτωσης άργησαν να επιτεθούν με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να τους πάρουν είδηση και να ενισχύσουν με στρατό τα φυλάκια τους. Οι Αρχηγοί διαφωνούσαν μεταξύ τους ως προς τον τρόπο και μέθοδο επίθεσης κι όταν ο Ζερβονικόλας όρμησε στα τείχη φωνάζοντας «Απάνω τους μωρέ παιδιά!!» οι άλλοι αδράνησαν από κακή συνεννόηση κι οι άντρες του άρχισαν να υποχωρούν από τη βροχή τις σφαίρες που έπεφταν γύρω τους. Υποχωρούν και συγκεντρώνονται στο Κεντρί. Εκεί παρέμειναν 4-5 μέρες επιρρίπτοντας ευθύνες ο εις του άλλου και οι άντρες εξ αυτού άρχισαν να διαλύονται. Τελικά όσοι απέμειναν απεφάσισαν να κινηθούν προς την Ελούντα για να επιτεθούν στην Σπιναλόγκα. Στην επιχείρηση αυτή ο Ζερβονικόλας κινδύνευσε σοβαρά και σώθηκε χάρις στην ανδρειά του και την επιδεξιότητα του στις μάχες.

Η Μαρία Δασκαλογιάννη

Όμως λυπήθηκε για τις συνεχείς αποτυχίες και τον χαμό πολλών συμπολεμιστών του. Πάνω στην κρίσιμη αυτή στιγμή ήρθε από την Τήνο το μαντάτο! Η Μαρία απεβίωσε! Κοιμήθηκε  για πάντα στην Τήνο, σε ηλικία 71 ετών. Ο Ζερβονικόλας που για χάρη της πολέμησε όλα αυτά τα χρόνια κατέρρευσε. Δεν είχε λόγους να ζει πια… Δεν θα μπορούσε εκείνη, να μαθαίνει τα κατορθώματά του, να χαίρεται για τις νίκες του, για το αίμα των προγόνων της που έπαιρνε πίσω…

Ασθένησε βαριά… Ένα ολόκληρο βράδυ έμεινε μέσα στην καταρρακτώδη βροχή κλαίγοντας λένε οι συμπολεμιστές του, που δεν τόλμησαν να πάνε δίπλα του… Τον έβλεπαν με πόνο να θρηνεί, να καίγεται η καρδιά του και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε… Ασθένησε βαριά με υψηλό πυρετό… Πνευμονία είπε ο γιατρός. Πόνος αβάστακτος, για το χαμό μιας ολάκερης ζωής θα έλεγα εγώ!

Το τραγούδι του Ζερβονικόλα ακούστηκε στην Κρήτη. Οι γυναίκες πένθησαν με μοιρολόγια το παλληκάρι που πολέμησε στο νησί τους κι οι άντρες τον τραγούδησαν.

Ο Παύλος Βλαστός έγραψε τραγούδι για το  Ζερβονικόλα*

Το τραγούδι του Ζερβονικόλα

Λεοντάριν αρματώθηκε ‘πο πάνω να κινήσει

‘ς την Κρήτη για να κατεβεί να τουρκοπολεμήσει

κι έρχεται με την άνοιξη ‘που ξεφουντών’ η βιόλα

το ξακουστό του τ’ όνομα λέσι Ζερβονικόλα.

Κι η πεθερά του του ‘δινε τσικίνια βουλωμένα

υγιέ μ’ εκεί μη κατεβείς και κάτσε μετά μένα.

Να κατεβώ θέλω κ’ εκεί για τη χρισθιανοσύνη

τα γράφ’ η μοίρα ‘ς το χαρτί άνθρωπος δεν τα σβύνει

‘ς την Κρήτη θε’ να κατεβώ και δός μου την ευκή σου

κι αν σκοτωθώ συγχώρεσε μάνα μου, το παιδί σου’

πάλι, – Νικόλα, δίδω σου φλουριά ένα πιθάρι,

υγιέ μου να μη κατεβείς γιατί θα με πικράνεις.

Να κατεβώ θέλω κ’ εκεί να τουρκοπολεμήσω

να κόψω Τούρκους Κρητικούς κι οπίσω να γυρίσω.

Μηδέ το θάνατο δειλιώ μηδέ Τουρκιά τρομάσω,

μέσα ‘ς τα Λασιθιώτικα ως φτάξω θα περάσω.

-Πήγαινε γυιέ μου ‘ς το καλό μη πας και πολυαργήσεις

γιατί θα ‘χω τη πίκρα σου να με παρηγορίσεις

μα ‘κείνος επολυάργησεν οπίσω να γυρίσει

κ’ η μάνα του ‘μπαρκάρισε να πα’ να τον ζητήσει.

Μ’ ανάμεσα ‘ς τη θάλασσα τσ’ εδώσαν το χαμπέρι

το πως απόθαν’ ο Ζερβός κ’ εσκόρπισεν τ’ ασκέρι.

Και γδύνεται τα τσόχινα κ’ εντύνεται τα μαύρα

κ’ έκαψεν τα μαλλάκια τση ‘ς του καντηλιού τη λαύρα!

Ο Ζερβονικόλας απεβίωσε σε λίγες μέρες. Ήταν Γενάρης του 1823. Τάφηκε στο Νειο Χωριό, πρωτεύουσα του Μεραμπέλλου. Νεάπολη το λέμε σήμερα. Οι Νεαπολίτες για να τιμήσουν την προσφορά αυτού του μεγάλου αγωνιστή αλλά κυρίως αυτού του λεοντόκαρδου άντρα έστησαν το μνημείο του σε κεντρικό σημείο της πόλης.

Λίγα λόγια στολίζουν το μνημείο του, βγαλμένα από την ψυχή του Ι. Μ. ΚΥΒΕΡΝΗΤΑΚΗ

ΕΠΑ ΠΟΛΕΜΗΣΑ ΚΙ ΕΓΩ ΚΑΤΑ ΤΟ ‘ΚΟΣΙΕΝΑ

ΚΙ ΕΠΑ ‘ΠΕΣΑ ΣΑΝ ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΙ ΑΣ ΗΜΟΥΝ ΚΙ ΑΠ’ ΤΑ ΞΕΝΑ

ΗΡΘ’ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΟΥΝΤΟΥΡΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΔΗΜΟΥ ΜΑΝΔΡΑΣ

ΚΙ ΑΓΚΑΛΙΑΣΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΣΑΝ ΕΝΑΣ ΝΤΟΜΠΡΟΣ ΑΝΔΡΑΣ

Το 1999 οι συγγενείς του ήρθαν και ζήτησαν να κάνουν αποκομιδή των λειψάνων του στον τόπο του τα Κούνδουρα Μεγαρίδος. Το δικαιούταν άλλωστε. Στην Κρήτη άφησε το αίμα του, την ψύχα της ψυχή του! Το σώμα του δίκαια το ζητούσε η γενέθλια γη να είναι κοντά στη μάνα στους δικούς του ανθρώπους.

Περαστικοί.. επισκέπτες.. Χριστιανοί…αν ποτέ περάσετε από την Νεάπολη Λασιθίου μην αμελήσετε να αφήσετε ένα λουλουδάκι στη μνήμη αυτού του γενναίου άνδρα που θυσίασε την ζωή του για τα ιδανικά της πατρίδος μας!

Εμείς, όλοι οι Κρητικοί… ιδιαίτερα εμείς οι Λασιθιώτες, που έχουμε λίγο-πολύ οι περισσότεροι ρίζα Σφακιανή, είμαστε ευγνώμονες σε αυτόν τον μεγάλο ήρωα, τον Αρβανίτη Πεντακοσίαρχο Νικόλαο Ρόκα ή Ζερβονικόλα για όλα όσα αγάπησε, για όλα όσα προσέφερε στον τόπο μας. Ας είναι Αιωνία η μνήμη του και παράδειγμα για τους νεότερους Κρήτες, για τους νεότερους Έλληνες!

Νικόλαος Ρόκας ή Ζερβονικόλας

Από την οικογένεια των Ρόκα από τα Κούντουρα Μεγάρων κατάγεται κι ένας μεγάλος ήρωας στρατιωτικός, Μακεδονομάχος ο Νικόλαος Ρόκας (1870-1947). Έλαβε το όνομα από τον διάσημο πρόγονο του Νικόλαο Ρόκα η Ζερβό που πολέμησε στο 1821. Ο Ν. Ρόκας σπούδασε στη σχολή Ευελπίδων και αποφοίτησε το 1902 ως ανθυπολοχαγός πεζικού. Το διάστημα 1905-1907 συμμετείχε στο Μακεδονικό Αγώνα ως ανθυπολοχαγός του πεζικού με το ψευδώνυμο «Καπετάν Κολιός», όπου έδρασε αρχικά ως αρχηγός σώματος 20 ανδρών στον Όλυμπο. Στη συνέχεια (Ιούλιος 1906) μετατέθηκε στη Νάουσα, αντικαθιστώντας τον Ανθυπολοχαγό Κατεχάκη.

Το 1907 επέστρεψε στην Αθήνα και έλαβε εντολή να συμμετάσχει στην ίδρυση της Πολιτοφυλακής Κρήτης, κατ’ ουσίαν του πρώτου στρατού στην Κρήτη, ο οποίος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-13. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της παραμονής του στα Χανιά γεννήθηκε και ο γιος του Κωνσταντίνος Ρόκας, μετέπειτα Καθηγητής Νομικής (1910-1981).

Το 1912-13 συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους ως Υπολοχαγός, ενώ από την θέση του Ταγματάρχη υπηρέτησε στην Β. Ήπειρο-Αλβανία. Το Σεπτέμβριο του 1916, ο Ελευθέριος Βενιζέλος με επιστολή του κάλεσε τον Ν. Ρόκα να τάξει προς το μέρος του κινήματος που οργάνωνε το Σύνταγμα Χανίων που διοικούσε ο Ν. Ρόκας, κάτι το οποίο ο τελευταίος αρνήθηκε, μη θέλοντας να συνδεθεί με οποιαδήποτε κομματική παράταξη. Ο Βενιζέλος αποδέχτηκε την ουδετερότητα του Ρόκα χωρίς να θίξει την παραπέρα στρατιωτική του καριέρα. Έτσι ο Ρόκας συνέχισε την στρατιωτική του καριέρα φτάνοντας στο βαθμό του Υποστρατήγου. Πολέμησε στη Μ. Ασία και είχε πολλές νικηφόρες μάχες στο ενεργητικό του, και οδήγησε τη Μεραρχία του ασφαλή στην έξοδο. Μέχρι τον θάνατο του  ακόμα και στην Γερμανική κατοχή πολεμούσε. Στον Πόλεμο του 1940-41 πολέμησε ως  Διοικητής της Ε΄ Αναπλ. Στρατιωτικής Διοίκησης Αλεξανδρούπολης.

Νικόλαος Ρόκας ο β’

*(Το τραγούδι έδωσε ο δάσκαλος Μιχ. Κυριακίδης στον Π. Φαφουτάκη εκ της συλλογής του Ρεθύμνιου Παύλου Βλαστού. Ο Παύλος Φαφουτάκης το δημοσίευσε στο βιβλίο του: ‘’Συλλογή Ηρωϊκών Κρητικών Ασμάτων’’).

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ