To βιβλίο “Τ’ αηδονιού το δάκρυ” που φιγουράρει στην κορυφή της λίστας των καλύτερων βιβλίων του Public, ταξιδεύει στην γενέτειρά του στα Χανιά, την Πέμπτη 14 Μαίου 7 το απόγευμα στο Δημοτικό Κήπο Χανίων.
Για το βιβλίο θα μιλήσουν η Αριστέα Καλογρίδη, ραδιοφωνική παραγωγός-παρουσιάστρια και ο Ειρηναίος Μαράκης, αρθρογράφος-ποιητής. Την παρουσίαση θα συντονίζει ο Παντελής Σπυριδάκης, παρουσιαστής-δημοσιογράφος
Η ιστορία του βιβλίου έχει ως εξής:
Σ’ ένα ορεινό χωριό των Χανίων της δεκαετίας του 1980, ο Γιώργης και η Κωστούλα έχουν τρελαθεί από την αγωνία τους για την τύχη του μονάκριβου μωρού τους που αργοσβήνει μέσα στα χέρια τους από ανεξήγητη αιτία. Μόνο ο Τυροθόδωρας κατάλαβε ότι το μωρό είναι δεμένο με κατάρα κι έτσι πέμπει τον Γιώργη στο μοναστήρι της Μαραθοκεφάλας, όπου η καλόγρια Σταυροκατίνα του αποκαλύπτει ότι το κορίτσι είναι δεμένο με τριπλή κατάρα κι αν σηκώσουν την πέτρα της, πρέπει να τη φορτωθεί ο Γιώργης.
«Τρεις φορές δυνατή έπεσε πάνω στο κοπέλι η δική σου κατάρα και τρεις πρέπει και να λυθεί. Μία, όντε θα πάρεις το άδικο βάρος κάποιου δικού σου. Δεύτερη, όντε ζυγώνει η λευτεριά και πάλι την εχάσεις, όπως μια μάνα χάνει το παιδί τζη. Και μια τρίτη, πιο τρομερή, όντε σε θάψουνε, Γιώργη, το κοπέλι πρέπει να φύγει απ’ τα Χανιά κι αν κάποτες γαήρει στον τάφο σου, τότε θα λύσει το κακό κι απ’ το σπάσιμο ξανά ζωή θε να βγει» (σελ. 64).
Τριάντα χρόνια μετά, στην Αθήνα, η Κλειώ, η κόρη του Γιώργη και της Κωστούλας, είναι παγιδευμένη σ’ έναν γάμο-παρωδία. Ο Αντώνης είναι ιατρικώς αποδεδεγμένο ότι δε θα γίνει ποτέ πατέρας κι έτσι οι δυο άνθρωποι αρχίζουν να χτίζουν γύρω τους αδιαπέραστα τείχη εγωισμού και παράπονου.
Ο Αντώνης ξενοκοιμάται και η Κλειώ αρχίζει να παίρνει κιλά και να μιλάει στις φωτογραφίες των γονιών της. Αλλιώς ξεκίνησε από το χωριό κι αλλιώς κατέληξε. Ένα βράδυ, η σταγόνα ξεχειλίζει κι η Κλειώ παίρνει τη ζωή της στα χέρια της. Διώχνει τον άντρα της, εκστομίζονται φοβερές αλήθειες εκατέρωθεν και το γυαλί σπάει οριστικά! Αυτό όμως είναι μόνο η αρχή!
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«-Αχ, ρε μάνα… άφησε να πέσει απ’ τα χείλη της το παράπονο. Δυνατό. Παφλασμός σε σκοτεινή θάλασσα όπου κάποιος πετά ένα σακί στην επιφάνειά της. Έτσι σκεφτόταν η Κλειώ τις χαμένες, πλέον, ελπίδες στη ζωή της. Σαν ένα βαρύ σακί η ύπαρξή της, βυθιζόταν μέρα με τη μέρα σ’ έναν απέραντο ωκεανό θλίψης» (σελ. 11).
«Κι η μισή πάστα τής έμοιαζε με τη δική της μισοφαγωμένη καρδούλα. Όλα αυτά τα χρόνια, ανενδοίαστα τσιμπολογούσαν οι γύρω παίρνοντας κομμάτια της για να γλυκαθούν. Κι η Κλειώ; Η Κλειώ τους χαμογελούσε γιατί ήταν μια καλοσυνάτη φύση και στο τέλος έμενε πάντα κενή με την ψυχούλα της να χάσκει, σαν τελευταία μπουκιά παρατημένη σ’ ένα τεράστιο πιάτο που ντρέπεσαι να το αδειάσεις τελείως» (σελ. 15)
«Στα πανηγύρια που χόρευε τους κρητικούς χορούς ήταν να την καμαρώνεις. Ελλάδα τα μάτια της, Κρήτη το κορμί της.» (σελ. 33).
«Η ζωή ποτέ δε ζήτησε πολλά. Μια αγάπη, δυο φίλους, ένα όνειρο της αρκεί» (σελ. 54).
«Εκείνα ακριβώς τα λόγια παρασημοφορήθηκαν σα θλιβερό αναμνηστικό στο πέτο ενός έρωτα που είχε πια πεθάνει. Ήταν τα ύστερα λόγια μιας θεατρικής πράξης που η κουρτίνα της είχε πέσει από καιρό, σα μαύρη πένθιμη πλερέζα μιας αγάπης που κηδεύτηκε κάτω από ένα μνήμα στειρότητας» (σελ. 59).
«Στη φυλακή κατάλαβα πως όσο χρυσαφένια και ατσάλινη είναι η ζωή για κάποιους τυχερούς, τόσο μπακίρι και αμμουδερή γίνεται για άλλους» (σελ. 135).
«Κόλλησαν κι οι δυο στα κάγκελα πλέκοντας τέλεια τα δάχτυλά τους, σα φρέσκο λάδι σε ζεστό ψωμί» (σελ. 149).
«Μια Κρητικοπούλα δυο πράγματα γνωρίζει καλά για τον άντρα της: πώς να κρατήσει έναν γάμο στα δύσκολα και πώς να μεγαλώσει παιδιά με το τίποτα» (σελ. 192).
«Τις μέρες που διένυσαν μετά την επανασύνδεσή τους, είχαν πέσει τόσα μυστικά στο πάτωμα που τα τσαλαπατούσαν πια με το τακούνι μιας αγάπης που τους έδενε» (σελ. 286-287).
«Εκείνο το βράδυ γεννήθηκε ο έρωτας που τους έδεσε σε κοινή πορεία. Τον είδε πανέμορφο, της χαμογέλασε και της συστήθηκε στα μάτια του Αντώνη. Του άνοιξε τις πόρτες και πέρασε μέσα της» (σελ. 336-337).