22.7 C
Chania
Monday, May 12, 2025

Η ΓΡΙΑ ΧΑΡΟΥΠΙΑ

Ημερομηνία:

Της Πηνελόπης Ντουντουλάκη

Μια φορά σε άλλα χρόνια

που λαλούσαν τα τριζόνια,

ήταν ένα αγόρι που είχε χάσει πολύ νωρίς τη μάνα του. Το παιδί ζούσε με τον πατέρα του σε ένα χωριό γύρω από μια λαγκαδιά, στη ρίζα ενός μεγάλου βουνού.  Το χωριό δεν είχε πολλούς κατοίκους, καθώς οι γεροντότεροι όλο και λιγόστευαν, ενώ οι νέοι εφευγαν για να ζήσουν στην πολιτεία.

Πατέρας και γιος έμεναν σε ένα μικρό σπιτάκι, που είχε μονάχα τα απαραίτητα, δηλαδή ένα ξύλινο τραπέζι, ένα μικρό ντουλάπι για τα  σκουτελικά, ένα ντιβάνι, για να κοιμάται το παιδί και έναν καναπέ, όπου κοιμόταν ο πατέρας. Εκείνος, εκτός από αγρότης, ήταν και καλός μαραγκός. Κάποτε είχε πολλή δουλειά.  Έφτιαχνε καρέκλες, στρίποδα, ξύλινες λεκανίδες, ανέμες, πιατοθήκες.

Έφτιαχνε ό,τι έβανε ο νους του ανθρώπου, μέχρι και αργαλειούς και αλέτρια. Έφτιαχνε ακόμα και παιχνίδια, ξύλινους σβούρους και μικρά ξύλινα καρότσια για να παίζουν τα παιδιά, κάποτε μάλιστα έφτιαξε για τον γιο του ένα ωραίο σκάκι.

Σαν πέρασαν τα χρόνια και ο πατέρας είχε πια γεράσει,παράγγειλε στον γιο του:

-Μην αφήσεις ποτέ τον τόπο μας. Αυτός ο τόπος θα σε θρέψει.

-Και πώς θα γίνει αυτό, πατέρα;

-Έχεις μάθει από μένα την τέχνη του μαραγκού. Από αυτήν και από τις αγροτικές δουλειές θα ζήσεις. Χρειάζεται, όμως, να θυμάσαι ένα πράγμα.

-Τι πράγμα;

-Να ρωτάς, αν θέλεις να μαθαίνεις.

-Μα το χωριό αδειάζει, οι νέοι φεύγουν για την πολιτεία!

-Πάλι θα έρθουν άνθρωποι εδώ. Και τότε το χωριό θα ξανανθίσει, επειδή οι ανθρώποι είναι ο κόσμος!

Όταν ο πατέρας εκλεισε τα μάτια του, ο γιος ξεκίνησε τον δικό του αγώνα. Για να ξεχνά τη μοναξιά του, έφτιαξε,από ένα μεγάλο κορμό πλατάνου, ένα κάθισμα με ψηλή πλάτη και το σκάλισε σαν να ήταν μια ανθρώπινη φιγούρα. Στο πάνω μέρος της πλάτης έκοψε το ξύλο στρογγυλό, σαν να ήταν κεφάλι, και σκάλισε το πρόσωπο μιας νέας γυναίκας. Ύστερα έφτιαξε άλλο ένα όμοιο κάθισμα και στο πάνω μέρος της πλάτης  σκάλισε το προσωπο ενός άνδρα.Έβαλε τα δυο καθίσματα στα πλάγια του τραπεζιού και ένιωθε πως εκεί καθόταν ο πατέρας και η μάνα του. Ο ίδιος καθόταν στον καναπέ που ήταν  εκεί κοντά και, κάποιες φορές, σιγομουρμούριζε:

-Μάνα και κύρη μου, ας ήταν να ερχόσασταν και να μένατε για λίγο εδώ, σιμά μου!

Αραιά και πού μαστόρευε κάτι που του ζητούσαν από τα γύρω μέρη. Χειμώνα-καλοκαίρι έβαζε κήπο, το χειμώνα μάζευε και τις ελιές και έβγαζε το λάδι της χρονιάς. Εκείνο [που τον στενοχωρούσε ήταν πως δεν έβρισκε πια ανθρώπους για να ρωτά και να μαθαίνει, όπως του είχε πει ο πατέρας του. Ο καιρός περνούσε και ο νέος ένιωθε τη μοναξιά όλο και πιο βαρειά στις πλάτες του. Κάποιες φορές, όταν ο καιρός ήταν καλός, κατηφόριζε προς το ποτάμι, καθόταν πάνω σε μια μεγάλη ποταμόπετρα που βρισκόταν στον ίσκιο μιας θεόρατης χαρουπιάς και συχνά μιλούσε με τον εαυτό του. Μια από τις μέρες εκείνες μονολογούσε και έλεγε:

-E, κατακαημένε, πού είναι ο τόπος -και πού οι ανθρώποι;

Tοτε άκουσε μια φωνή να ρωτά:

-Σε ποιον μιλάς;

Ξαφνιάστηκε καθώς άκουσε εκείνη τη φωνή. Σηκώθηκε και κοίταξε τριγύρω. Δεν είδε κάτι. “Άλλο πάλι και τούτο!” σιγομουρμούρισε. Σταυροκοπήθηκε και έκανε να καθίσει πάλι, όταν άκουσε την ίδια φωνή να λέει:

-Γιατί βασανίζεσαι άδικα;

-Όποιος κι αν είσαι, κάνε μου τη χάρη να με αφήσεις ήσυχο!

-Μη σκιάζεσαι και μη σκοτίζεσαι. Είμαι η χαρουπιά!.

Η χαρουπιά;

-Nαι, εγώ είμαι που σου μιλώ, μην τρομάζεις. Στον ίσκιο μου ερχόσουν και έπαιζες από μικρό παιδί. Έτρωγες τα ζαχαροχάρουπά μου και κοιμόσουν πάνω σε αυτή τη μεγάλη, πλακουδερή πέτρα, πλάι στη ρίζα μου. Άκουγες το τραγούδι του ποταμού και ονειρευόσουν.

-Τα θυμάσαι όλα λοιπόν, καλή μου χαρουπιά! Όμως τότε που ήμουν μικρό παιδί μπορούσα να κάνω όνειρα, αλλά τώρα, μου λες τι γίνεται; Μπορείς να μου πεις  τι να κάνω; Σκέφτομαι αυτά που έλεγε ο κύρης μου: “Μην αφήσεις ποτέ τον τόπο μας” και “Πάντα να ρωτάς, αν θέλεις να μαθαίνεις”. Εγώ τον άκουσα, έμεινα στον ίδιο τόπο, δεν έχω όμως διάφορο. Κι ύστερα, ποιους να ρωτώ για να μαθαίνω, μου λες; Το χωριό άδειασε, ακόμα και οι κάργιες έχουν φύγει!

Ναι, αλλά ο κύρης σου έλεγε και κάτι άλλο. Έλεγε: “Οι ανθρώποι είναι ο κόσμος!”.

-Τι θες να πεις, τώρα;

-Θέλω να πω ότι  τόπος δεν υπάρχει, αν δεν υπάρχουν άνθρωποι να τον αγαπούν. Μονάχος σου, τι να πρωτοκάμεις; Θα πας, λοιπόν, πέρα από δω, μακριά, μέχρι να βρεις τον άνθρωπο που θα έρθει μαζί σου, εδώ. Τότε μπορεί ο τόπος αυτός να αναστηθεί!

Ο νέος εντουσούντισε κάμποσες μέρες αυτά που του είπε η χαρουπιά και ένα πρωί, πριν ακόμα χαράξει η μέρα, πήρε το ραβδί, το βουργιάλι και τον σάκο του πατέρα του, πήρε και το σαρακάκι, το καλέμι και το κοπίδι που είχε για τα ξύλα, και έτσι ξεκίνησε το ταξίδι του. Ακολούθησε το δρόμο πλάι στην όχθη του ποταμού και όλο προχωρούσε. Κατηφόριζε μεγάλες πλαγιές, διάβαινε από κάμπους και ξαπόσταινε πλάι στις ρίζες των καλαμιών. Ένα πρωί άκουσε πατημασιές και κουβέντες να έρχονται από κάπου κοντά.  Ύστερα είδε να σιμώνουν μια γυναίκα και ένα παιδί. Το παιδί έκοβε καλάμια και λυγαριές και η  γυναίκα κρατούσε καλάθια. Όταν πλησίασαν ακόμα λίγο, το παιδί ρώτησε:

-Φτιάχνεις καλάθια και του λόγου σου;

-Οχι, εγώ κόβω και σκαλίζω ξύλα. Μαραγκεύω, φτιάχνω μικρά έπιπλα. Aμα θες, μπορώ να φτιάξω κάτι για σένα.

-Δεν θέλω να φτιάξεις κάτι για μένα, μόνο να με βοηθήσεις να μάθω την τέχνη σου!

-Ορεξη να ‘χεις κι εγώ θα σε βοηθήσω να γίνεις ξεφτέρι! Ο συχωρεμένος ο πατέρας μου έλεγε: “Πάντα να ρωτάς για να μαθαίνεις!”.

Η γυναίκα πλησίασε και έδωσε από ένα κομμάτι ψωμί στο γιο της και στον άγνωστο άνδρα.

Έτσι ξεκίνησε η γνωριμία τους. Κάποιο πρωί, ήρθαν και οι τρεις μαζί να καθίσουν κάτω από τον ίσκιο της χαρουπιάς. Ύστερα η οικογένεια μεγάλωσε. Ήρθαν κι άλλα παιδιά. Οι γονείς εργάζονταν στη γη που πια δεν ήταν έρημη. Στο παλιό σπίτι αντηχούσαν τώρα χαρούμενες φωνές.   Ο πατέρας έκανε αγροτικές δουλειές και μαράγκευε, η μητέρα βοηθούσε στο χωράφι και νοικοκύρευε το σπίτι, όλοι μαζί τα βράδυα συζητούσαν και τραγουδούσαν, με συνοδεία ένα ξύλινο σήμαντρο και ένα μαντολίνο, που είχε φτιάξει ο πατέρας για τα παιδιά. Έκανε μια καλή περιουσία από την μαραγκική τέχνη. Με τη βοήθεια του πρώτου γιου,  έφτιαχνε έπιπλα που ήταν περιζήτητα. Χάρη σε αυτή την οικογένεια, το χωριό μεγάλωσε, νέοι άνθρωποι ήρθαν να μείνουν εκεί. Η γριά χαρουπιά ήταν πολύ χαρούμενη. Κάποιοι έλεγαν πως την είχαν ακούσει να ψιθυρίζει, με ένα μικρό αναστεναγμό:

-Εχ, οι ανθρώποι είναι ο κόσμος!

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Ρεύμα: Ανοίγει η πλατφόρμα για επιδότηση σε επιχειρήσεις

Ανοίγει σήμερα η ηλεκτρονική πλατφόρμα του ΔΕΔΔΗΕ για την...

Κρήτη: Απόβαση των εφοριακών σε τουριστικές περιοχές

Aπόβαση στις τουριστικές περιοχές χώρας, σε νησιά του Ιονίου και του...

Ένοχοι οι επιχειρηματίες από τη Ρόδο για τον πνιγμό 26χρονου Κρητικού

Ένοχοι κρίθηκαν και από το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου, χωρίς να μειωθεί...