Του Γιάννη Αγγελάκη
Είναι τραγικά τα πράγματα. Πραγματικά τραγικά.
Όταν ο πρωθυπουργός της χώρας μιλά με θλίψη για το brain drain – τη φυγή των νέων στο εξωτερικό – και για τις υποτιθέμενες προσπάθειες της κυβέρνησής του να επιτύχει το αντίθετο, το λεγόμενο brain gain, δηλαδή την επιστροφή των νέων στην Ελλάδα, το όλο αφήγημα φαντάζει σχεδόν αστείο.
Θυμάμαι όταν ήμουν στρατό, πριν από 16 χρόνια. Ήταν τότε ένα παιδί, αγράμματο, ούτε το δημοτικό δεν είχε τελειώσει, από ένα χωριό του Ηρακλείου. Αυτό το παιδί, μόλις 19 ετών, είχε εμποτιστεί από το «πνεύμα της Ελλάδας».
Τραγουδούσε με ένταση τον εθνικό ύμνο, φορούσε επιδεικτικά τη μουστάκα του, αλλά ταυτόχρονα φρόντιζε να βάζει “βύσμα” για να αποφύγει τις σκοπιές. Και όχι οποιεσδήποτε σκοπιές — τις πιο δύσκολες και άχαρες, τις οποίες ανέθεταν τελικά σε άλλους στρατιώτες, με τους οποίους μοιραζόταν τον ίδιο θάλαμο. Το ήξερε καλά πως άλλοι θα έπαιρναν τη θέση του.
Στο κυλικείο κοκορευόταν ότι γνωρίζει «υψηλά ιστάμενους» και ότι κανείς δεν μπορεί να τον πειράξει. Ολόκληρο στρατόπεδο – από τα λεγόμενα «σκληρά» – υπέκυπτε στις βουλές ενός αγράμματου παιδιού, μόνο και μόνο επειδή κάποιος ανώτερος αξιωματικός, ιερέας ή πολιτικός το είχε ζητήσει. Όσο κι αν διαμαρτυρόμασταν, εμείς οι υπόλοιποι, δεν πετυχαίναμε τίποτα. Οι αξιωματικοί απλώς εκνευρίζονταν. Στο τέλος, το πληρώναμε κι από πάνω. Όποιος τολμούσε να αντιδράσει έντονα, δεχόταν απειλές για ποινές. Κι έτσι επιβαλλόταν η σιωπή. Η υποταγή.
Σήμερα, 16 χρόνια μετά, ελάχιστα έχουν αλλάξει.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκλέχθηκε με το ψευδές αφήγημα της «αριστείας». Και τώρα, μιλά με θλίψη για το brain drain, κάνοντας λόγο για επιτυχίες της κυβέρνησής του στην προσπάθεια αναστροφής του φαινομένου. Κανείς όμως δεν τον πιστεύει.
Γιατί όλοι γνωρίζουμε την αλήθεια. Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο κράτη. Δύο παράλληλες πραγματικότητες.
Από τη μία πλευρά, υπάρχει το σκληρό και άτεγκτο κράτος. Αυτό που επιβάλλει τιμωρίες με το παραμικρό, που δεν συγχωρεί λάθη, που κυνηγά διαρκώς τον πολίτη και του φορτώνει όλες τις ευθύνες.
Από την άλλη, υπάρχει το «άλλο» κράτος. Το κράτος των ημετέρων. Εκεί όπου οι νόμοι δεν ισχύουν. Εκεί όπου το δημόσιο χρήμα μοιράζεται απλόχερα. Εκεί όπου κάποιοι ευνοημένοι ζουν σε βάρος εκείνων που παλεύουν απέναντι σε ένα σύστημα αυστηρό και αδιάλλακτο.
Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που κατάφεραν, μέσω κομπίνων, να εξασφαλίσουν χρήματα από επιδοτούμενα προγράμματα. Και τι έκαναν με αυτά τα χρήματα; Τα έπαιξαν στον τζόγο. Κυριολεκτικά. Κι έπειτα συνέχισαν τη ζωή τους σαν να μη συνέβη απολύτως τίποτα.
Γιατί πράγματι, για αυτούς δεν συνέβη τίποτα. Όλα έγιναν, όπως οι ίδιοι λένε, «με τον σωστό τρόπο», όπως κάνουν οι “έξυπνοι”. Όχι όπως κάνουν τα «κορόιδα» που παλεύουν για τα πολύ βασικά και βρίσκουν παντού μπροστά τους τοίχους.
Αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι, που καταρτίζουν νόμους και ζητούν ανέφικτες απαιτήσεις από τους πολίτες μιας διαλυμένης χώρας, είναι οι ίδιοι που βολεύουν τους δικούς τους, που μοιράζουν δημόσιο χρήμα με τα φτυάρια, που δρουν σαν να είναι μέλη εγκληματικής οργάνωσης.
Από τον σταθμάρχη των Τεμπών που διορίστηκε με βύσμα, μέχρι το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ με τις επιδοτήσεις με τον “Φραπέ” και τον “Χασάπη”, ως το θανατηφόρο τροχαίο στα Χανιά με την Πόρσε και τον μεθυσμένο οδηγό που αφέθηκε ελεύθερος, η ατιμωρησία κυριαρχεί: η Ελλάδα μοιάζει βαθιά διχοτομημένη. Το κράτος δεν είναι ίδιο για όλους τους πολίτες. Πίσω από όλες όμως τις εκφάνσεις του υπάρχει όμως μία εξουσία που διαφθείρει ότι αγγίζει.
Είναι μια χώρα όπου επιβραβεύονται οι άχρηστοι και διώκονται οι άξιοι. Όπου τα παραδείγματα που προβάλλονται δημόσια δεν ενθαρρύνουν το ήθος και την υπευθυνότητα, αλλά τον καιροσκοπισμό και τη διαφθορά.
Και μέσα σε αυτή την εικόνα παρακμής, ο πρωθυπουργός μιλά για brain gain. Γιατί αλήθεια; Ποιον περιμένει να επιστρέψει; Σε ποια Ελλάδα;
Στη χώρα των ανύπαρκτων υποδομών, των ημετέρων και της διαρκούς ασυδοσίας;
Για ποιον λόγο να επιστρέψει ένας νέος που έχει χτίσει τη ζωή του σε μια οργανωμένη, λειτουργική κοινωνία; Για να βρεθεί σε μία κοινωνία που είναι “κοροϊδα” όσοι προσπαθούν να προσφέρουν και “μάγκες” όσοι διαπράττουν λαμογιές;
Τι μέλλον μπορεί να έχει μία χώρα όπου πρότυπο αποτελούν συμπεριφορές όπως αυτές που αποτυπώνονται στις συνομιλίες που αποκαλύπτονται στο σκάνδαλο με τον ΟΠΕΚΕΠΕ;
Τι να έρθει να κάνει εδώ ένας νέος που έχει χτίσει τη ζωή του σε άλλη χώρα, που επένδυσε στις γνώσεις και στην εργασία σε ένα σταθερό περιβάλλον όπου ισχύουν οι ίδιοι κανόνες για όλους;
Να τον αποκαλούν «ζωντόβολο» και «χαζό»; Και να αναδύονται στην επιφάνεια θριαμβευτές άνθρωποι όπως τον “φραπέ”;
Ο πραγματικός λόγος που οι νέοι φεύγουν — και δεν επιστρέφουν — δεν είναι μόνο οικονομικός.
Είναι βαθιά πολιτικός, ηθικός και πολιτισμικός.
Είναι το ίδιο το κράτος που αυτή τη στιγμή το έχει καβαλικέψει ο Μητσοτάκης.