Του Γιώργου Στάμκου
Η Ευρώπη διέρχεται, ως γνωστόν, μια μακροχρόνια δημογραφική κρίση μετάβασης, με κύρια χαρακτηριστικά της την πτώση της γεννητικότητας και την αύξηση της γήρανσης του πληθυσμού, Ταυτόχρονα όμως διέρχεται και μια οικονομική κρίση, με αύξηση των ανισοτήτων, της φτώχειας και της εργασιακής ανασφάλειας, που δημιουργούν στην πλειοψηφία των πολιτών κάθε χώρας μια διάχυτη απαισιοδοξία για το μέλλον. Σε συνδυασμό με την περιβαλλοντική κρίση, με σοβαρά γεωπολιτικά ζητήματα, αλλά και με το γεγονός ότι η αξιοπιστία της πολιτικής και των θεσμών έχει αγγίξει το ναδίρ, οι Ευρωπαίοι πολίτες τείνουν να βλέπουν το παρόν και το μέλλον τους με μελανά χρώματα, αναπτύσσοντας διάφορα φοβικά σύνδρομα, τα οποία και εκμεταλλεύεται η ακροδεξιά.
Η «διαχείριση φόβου» από την ακροδεξιά
Οι Ευρωπαίοι τείνουν πλέον να βλέπουν παντού απειλές, υπαρκτές ή επινοημένες. Ειδικά οι τελευταίες είναι και οι περισσότερες καθώς πολλά media, ακόμη και mainstream, έχουν επιδοθεί σε μια συστηματική “διαχείριση φόβου”, καθώς γνωρίζουν πολύ καλά πως “ο φόβος πουλάει”. Τείνουν έτσι να “φουσκώνουν” διάφορες απειλές, ακόμη και επινοημένες, οι οποίες αποκτούν έτσι υπερβολικές διαστάσεις και τελικά στοιχειώνουν τη σκέψη και το φαντασιακό της πλειοψηφίας των Ευρωπαίων πολιτών.
Όλη αυτή η διαδικασία αποτελεί “βούτυρο στο ψωμί” της ακροδεξιάς, η οποία παραδοσιακά τρέφεται από το φόβο και την άγνοια, ειδικά των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Ως αντίδοτο προσφέρει εύκολους στόχους και “αποδιοπομπαίους τράγους” στους οποίους ο μέσος πολίτης θα στρέψει την οργή και το θυμό του, για την πολυεπίπεδη καταπίεση που υφίσταται, για τα αδιέξοδά του και τα ανεκπλήρωτα όνειρά του, σε έναν χαμηλοτάβανο κόσμο μειωμένων προσδοκιών. Επινοεί ή μεγεθύνει απειλές, στοχοποιώντας ειδικά ομάδες, που χαρακτηρίζονται ως ευάλωτες ή διαφορετικές, όπως είναι στην εποχή μας οι πρόσφυγες και οι μετανάστες.
Ταυτόχρονα προωθεί τον “πολιτισμικό ρατσισμό”, που δεν στοχοποιεί άμεσα το δέρμα του άλλου, αλλά τη διαφορετική πολιτισμική του ταυτότητα, θεωρώντας την απειλή για την ταυτότητα της πλειοψηφίας (άσχετα αν όλη αυτή η στάση υπονοεί πως η πλειοψηφική ταυτότητα, δηλαδή η Ευρωπαϊκή, είναι αδύναμη, ακόμη και “κατώτερη”, και ως εκ τούτου θα πρέπει προστατευτεί από ανταγωνισμούς και “ξένες” πολιτισμικές προσμίξεις).
“Ευρώπη-Φρούριο” Vs EURABIA
Η εργαλειακή χρήση από την ευρωπαϊκή ακροδεξιά του ζητήματος της αύξησης των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια λόγω των εκτεταμένων γεωπολιτικών αναταράξεων στον χώρο της Μέσης Ανατολής, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση. Τα εθνολαϊκιστικά και ακροδεξιά κόμματα, αξιοποιώντας το γεγονός της αύξησης των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών κυρίως από αποσταθεροποιημένες μουσουλμανικές χώρες της Εγγύς Ανατολής, κατάφεραν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι η Ευρώπη απειλείται με “ισλαμοποίηση”. Προωθώντας την ιδέα “Ευρώπη-Φρούριο” -μια ναζιστικής επινόησης ιδέα, παρεμπιπτόντως- η ευρωπαϊκή ακροδεξιά υποστηρίζει πως, λόγω της μετανάστευσης αλλά και της υψηλής γεννητικότητας των μουσουλμάνων μεταναστών, η Ευρώπη κινδυνεύει με “μαζικό εποικισμό” μουσουλμανικών πληθυσμών, με “Ισλαμοποίηση” και να μετατραπεί έτσι σε παράρτημα της Μέσης Ανατολής.
Η πιο δημοφιλής θεωρία, που διακινείται στους κόλπους της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς είναι εκείνη της “Μεγάλης Αντικατάστασης”, η οποία υιοθετήθηκε στη Γαλλία από τον Renaud Camus, και έγινε το πρότυπο για ένα μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία η Ευρώπη υφίσταται επί δεκαετίες μια “ειρηνική διείσδυση” μουσουλμανικών πληθυσμών, που μέσω της συνεχούς μετανάστευσης και της αυξημένης γεννητικότητας της, θα την “εποικίσουν μαζικά και εκ των έσω”, θα γίνουν κάποια στιγμή η πλειοψηφία σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, που θα τις μετατρέψουν έτσι σε “παραρτήματα της Μέσης Ανατολής”, σε ένα είδος EURABIA (“Ευραραβία”). Όσο εξωφρενική κι αν ακούγεται αυτή η ακροδεξιά θεωρία έχει γίνει πλέον αποδεκτή σχεδόν από το σύνολο του ακροδεξιού χώρου σε Ευρώπη και Ελλάδα. Αλλά ακόμη και συντηρητικοί κύκλοι της Δεξιάς συζητούν ανοικτά τη θεωρία της “Μεγάλης Αντικατάστασης” εκφράζοντας τις ανησυχίες τους, και υιοθετώντας αντιμεταναστευτικές πολιτικές, που συχνά έρχονται σε αντίθεση με τις αξίες της δημοκρατίας και τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ελληνική ακροδεξιά: ισλαμοφοβική και τουρκόφοβη
Στην περίπτωση της Ελλάδας η εγχώρια ακροδεξιά, στα πλαίσια της ιδέας της “Ελλάδας-Φρούριο” και της αντι-προσφυγικής και αντιμεταναστευτικής της ρητορικής, αναφέρεται όλο και συχνότερα τελευταία στην απειλή των “υπεργεννητικών Μουσουλμάνων”, χρησιμοποιώντας το αυθαίρετο “επιχείρημα” ότι “η μουσουλμάνα μητέρα τεκνοποιεί 5 παιδιά κατά μέσο όρο, ενώ η Ελληνίδα γεννά περίπου ένα παιδί”. Υποστηρίζοντας ότι ήδη στην Ελλάδα “1 στα 4 παιδί που γεννιέται είναι μουσουλμανάκι” και ότι, αν συνεχιστούν οι σημερινές ροές των “λαθροεισβολέων”, τότε “οι μουσουλμάνοι θα αποτελούν σύντομα το 30% του πληθυσμού της Ελλάδας” και η χώρα θα “αποικιστεί μαζικά από μουσουλμάνους”, δηλαδή όχι μόνο θα πάψει να είναι χριστιανική, αλλά και “θα κατακτηθεί εκ των έσω”. Πρόκειται ασφαλώς για μια ελληνική εκδοχή της θεωρίας της “Μεγάλης Αντικατάστασης” που, σε συνδυασμό με τις σποραδικές τρομοκρατικές επιθέσεις των φανατικών Τζιχαντιστών σε ευρωπαϊκές πόλεις, έχει φουντώσει το αντι-ισλαμικό ρεύμα και την Ισλαμοφοβία στους κόλπους της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς και όχι μόνο.
Η ισλαμοφοβια στην Ελλάδα είναι βέβαια εδραιωμένη και για άλλους, ιστορικούς λόγους, και δεν είναι τυχαίο πως είμαστε η μοναδική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν έχει ακόμη επίσημα μουσουλμανικά τεμένη στην πρωτεύουσα και στις μεγάλες πόλεις της. Για τους Έλληνες εθνικιστές η ανέγερση ακόμη κι ενός ισλαμικού τεμένους θεωρείται απαράδεκτη καθώς αφορά μια χώρα που βρίσκεται στις παρυφές του χριστιανικού κόσμου και η οποία υπέφερε πέντε αιώνες κάτω από μουσουλμανικό (οθωμανικό) ζυγό: «Είμαστε εχθροί με τους Τούρκους και αυτή η σκιά πέφτει πάνω σε όλους τους μουσουλμάνους. Πρόκειται για νέο ξεχωριστό είδος ρατσισμού», σημείωνε εύστοχα στην εφημερίδα New York Times (22.04.2003) η δρ. Όλγα Τσακίρη. Στην Ελλάδα η ισλαμοφοβία συνδυάζεται παραδοσιακά με την τουρκοφοβία, δημιουργώντας έτσι έναν ακόμη πιο επικίνδυνο συνδυασμό και προσφέροντας έτσι ακόμη περισσότερα αντιμεταναστευτικά “επιχειρήματα” στην εγχώρια ακροδεξιά.
Ο “δημογραφικός καλπασμός” των Βαλκάνιων μουσουλμάνων στο “μανιφέστο του Μπρέιβικ
Σχετικά με το ζήτημα των “δημογραφικά καλπάζοντων μουσουλμανικών πληθυσμών”, που συχνά επικαλείται η εγχώρια και η ευρωπαϊκή ακροδεξιά, σε σύγκριση με τους “δημογραφικά φθίνοντες χριστιανικούς πληθυσμούς”, χρησιμοποιείται όλο και συχνότερα, αλλά αποσπασματικά και μεροληπτικά, η περίπτωση των βαλκανικών χωρών. Ειδικά χρησιμοποιούν το παράδειγμα πως οι χριστιανοί Σέρβοι έχασαν τελικά το Κόσοβο εξαιτίας της αυξημένης γεννητικότητας των μουσουλμάνων Αλβανών, που κατάφεραν να τους νικήσουν “χρησιμοποιώντας ως όπλο τις κοιλιές των γυναικών τους”, δηλαδή κάνοντας περισσότερα παιδιά.
Αυτή η άποψη υιοθετείται κι από το μεγαλύτερο τμήμα της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Ας θυμηθούμε άλλωστε και το Νορβηγό νεοναζί μακελάρη Άντερς Μπρέιβικ, ο οποίος στο περιβόητο “μανιφέστο” του αντικατοπτρίζονται σε μεγάλο βαθμό οι σερβικές θέσεις σχετικά με τους μουσουλμάνους, Αλβανούς και Βόσνιους, κατά τη διάρκεια του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου. Ο Μπρέιβικ περιγράφει τους Αλβανούς και Βόσνιους μουσουλμάνους ως βίαιους, αδυσώπητους εχθρούς, διεξαγάγουν του ιερό πόλεμο (τζιχάντ) για τον “εξισλαμισμό” της Ευρώπης.
Στο μανιφέστο του ο Μπρέιβικ ισχυριζόταν πως για δεκαετίες οι μουσουλμάνοι στη «βοσνιακή Σερβία» και οι Αλβανοί διεξήγαγαν σκοπίμως δημογραφικό πόλεμο- «έμμεση γενοκτονία» εναντίον των Σέρβων. απηχώντας έτσι και τις θέσεις του υπομνήματος της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών του 1986, που θεωρήθηκε ως το “φιτίλι” για την αναθέρμανση του σερβικού εθνικισμού. Για τον Μπρέιβικ οι Αλβανοί μουσουλμάνοι «αναπαράγονται σε μεγάλο βαθμό, προσπαθώντας να κατακτήσουν περιοχές δημογραφικά αρχικά και κατόπιν μέσω αιματοχυσίας». Παρόμοιες απόψεις σε αυτό το ζήτημα είχε και ο 28χρονος Αυστραλός μακελάρης Μπρέντον Τάραντ, που δολοφόνησε 50 ανθρώπους σε δυο τεμένη στο Κραιστσερτς της Νέας Ζηλανδίας, και είχε την άποψη των Σέρβων εθνικιστών περί “δημογραφικού μουσουλμανικού εποικισμού” των Βαλκανίων.
Η αλβανο-μουσουλμανοφοβία των Σέρβων εθνικιστών υιοθετήθηκε από την ευρωπαϊκή ακροδεξιά
Είναι αλήθεια πως τη δεκαετία του 1980 οι περισσότεροι Σέρβοι άρχισαν να βλέπουν τους Αλβανούς του Κοσόβου και των γειτονικών περιοχών ως απειλή διότι είχαν κυριολεκτικά προσκυνήσει τη θεά της γονιμότητας. Σύμφωνα με τη σερβική εθνικιστική άποψη οι Αλβανοί του Κοσόβου, χρησιμοποιώντας ως «πολιτικό όπλο» την υψηλή γεννητικότητα, αφού αυξήθηκαν με εκπληκτικούς ρυθμούς τις προηγούμενες δεκαετίες (ο αλβανικός πληθυσμός της Γιουγκοσλαβίας από 439.000, που ήταν το 1921, εκτινάχθηκε στα 2,5 εκατομμύρια το 1991), πίεσαν αφόρητα τους Σέρβους και τελικά τους παρέσυραν σ’ έναν πόλεμο με το ΝΑΤΟ, από τον οποίο οι δεύτεροι βγήκαν χαμένοι. Μη έχοντας να επιδείξουν στρατιωτικές δυνατότητες οι Αλβανοί χρησιμοποίησαν την αξιοζήλευτη αναπαραγωγική τους ικανότητα προς την κατεύθυνση δημιουργίας της Μεγάλης Αλβανίας. Απέναντι στην εκρηκτική πληθυσμιακή αύξηση των Αλβανών οι Σέρβοι ελάχιστα μπορούσαν να κάνουν.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ένα είδος αλβανοφοβίας είχε στοιχειώσει τη σκέψη ακόμη και των Σέρβων ακαδημαϊκών, που προέβλεπαν τη δημογραφική κυριαρχία των Αλβανών όχι μόνον στο Κόσοβο αλλά και σε ολόκληρα τα δυτικά Βαλκάνια. Για παράδειγμα ο δρ. Πρέντραγκ Σίμιτς, διευθυντής του Ιδρύματος Διεθνών Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Βελιγραδίου, φαίνεται πως ξεχνούσε την επιστημονική του ιδιότητα όταν βεβαίωνε: «Είμαι εντελώς βέβαιος ότι, σύμφωνα με τα δεδομένα της δημογραφικής υπεροχής, οι Αλβανοί θα πρέπει να γίνουν το μεγαλύτερο έθνος των Βαλκανίων τα επόμενα 25 χρόνια».
Η προοπτική να καταστεί μακροπρόθεσμα η Σερβία, εξ αιτίας του δημογραφικού καλπασμού των Αλβανών, κράτος δύο εθνοτήτων (Σέρβων και Αλβανών) δημιούργησε φοβικά εθνικιστικά αντανακλαστικά στους Σέρβους, επιτείνοντας έτσι την κρίση στο Κόσοβο και οδηγώντας σχεδόν αν αναπόφευκτα σε πόλεμου και εθνοκάθαρση. Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνταν και οι προβλέψεις ορισμένων Σέρβων δημογράφων, που έκαναν λόγο για μια Σερβία του 2050 κατοικημένη από τέσσερα εκατομμύρια Αλβανούς και πέντε εκατομμύρια Σέρβους και Μαυροβούνιους. Οι ίδιοι, χωρίς να λαμβάνουν σοβαρά υπόψιν τους το γεγονός πως οι Αλβανοί των Βαλκανίων βρίσκονται σε δημογραφική μετάβαση, προέβλεπαν πως μέχρι το 2071 ο αλβανικός πληθυσμός της Σερβίας θα ξεπερνούσε αριθμητικά τον πληθυσμό των Σέρβων: μια εξέλιξη που προεξοφλούσε τη μετατροπή της Σερβίας σε κράτος δύο εθνοτήτων…
Φούσκα και η “δημογραφική πλημμυρίδα” των Βόσνιων Μουσουλμάνων
Παρόμοιο φοβικό σύνδρομο, αν και σε πιο περιορισμένο βαθμό, είχαν αναπτύξει οι Σερβοβόσνιοι και οι Κροατοβόσνιοι απέναντι στους Βόσνιους Μουσουλμάνους, που είχαν μια διαφοροποιημένη δημογραφική δυναμική. Σύμφωνα με τον Γάλλο κοινωνιολόγο “οι σερβικοί και κροατικοί πληθυσμοί, έχοντας ελέγξει πιο νωρίς τη γονιμότητα τους, είδαν να καθυστερεί η ανάπτυξή τους και βρέθηκαν αντιμέτωποι με μουσουλμανικούς πληθυσμούς των οποίων η γρήγορη αύξηση θύμιζε διαδικασίας δημογραφικής εισβολής ή κατακλυσμού” (Μετά την Αυτοκρατορία, σελ. 65). Οι Κροάτες είχαν ολοκληρώσει τη δημογραφική τους μετάβαση (αποτέλεσμα του αλφαβητισμού και της νεωτερικότητας) μέχρι το 1960. Οι Σέρβοι τη δεκαετία του 1970, οπότε και ο δείκτης γεννητικότητας έπεσε κάτω από το 2,1 και ο πληθυσμός τους σταθεροποιήθηκε. Την ίδια περίοδο οι Βόσνιοι Μουσουλμάνοι και οι Αλβανοί συνέχισαν τους παραδοσιακούς ρυθμούς γεννητικότητας, δημιουργώντας εθνικές ψυχώσεις και υπαρξιακή ανασφάλεια σε Σέρβους και Κροάτες, πυροδοτώντας με μεγαλύτερη ένταση τις παλαιές συγκρούσεις. Το γεγονός αυτό επέτεινε η κατάρρευση του κομμουνισμού και του γιουγκοσλαβικού μοντέλου, που δημιούργησε ακόμη περισσότερα μετατραυματικά σύνδρομα και κρίσεις, που τελικά μεταφράστηκαν σε πολεμικές συγκρούσεις και σφαγές.
Τελικά οι Βόσνιοι Μουσουλμάνοι ολοκλήρωσαν κι εκείνοι τη δημογραφική τους μετάβαση μέχρι τη δεκαετία του 1990 και οι Αλβανοκοσοβάροι, για τους οποίους οι Σέρβοι εθνικιστές ισχυρίζονταν πως θα “πλημμυρίσουν δημογραφικά τα Βαλκάνια”, ολοκλήρωσαν τη δική τους δημογραφική μετάβαση γύρω στο 2000. Έτσι, όλοι οι γηγενείς μουσουλμανικοί πληθυσμοί των Βαλκανίων, έχοντας ολοκληρώσει τη δημογραφική τους μετάβασης, έχουν δείκτη γεννητικότητας αρκετά κάτω του 2,1, που είναι και το όριο αντικατάστασης των γενεών, που σημαίνει πως έχουν ήδη αρχίσει να μειώνονται δημογραφικά. Για άλλη μια φορά οι φόβοι και οι “εύλογες ανησυχίες” των εθνικιστών αποδείχθηκαν φούσκες ή σκέτε παράνοιες.
Η ραγδαία πτώση της γεννητικότητας των Βαλκάνιων Μουσουλμάνων
Στην πραγματικότητα η γεννητικότητα σήμερα στις τρεις, πλειοψηφικά μουσουλμανικές, χώρες των Βαλκανίων (Κόσοβο, Αλβανία και Βοσνία) είναι το ίδιο ή και χαμηλότερες ακόμη συγκριτικά με εκείνη των χριστιανών γειτόνων τους.
Συγκεκριμένα ο πληθυσμός της Βοσνίας από 4,4 εκατομμύρια που ήταν το 1992 έπεσε το 2019 στα 3,3 εκ. και το 2050 θα πέσει στα 3 εκατομμύρια, δηλαδή μια μείωση κατά -28,57% από το 1989 ως το 2050.
Αντίστοιχα ο πληθυσμός της Αλβανίας από 3,3 εκατομμύρια το 1991 έπεσε στα 2,86 εκ. Το 2018 (γεννητικότητα 1,37) και το 2050 προβλέπεται να μειωθεί στα 2,66 εκ., δηλαδή μια μείωση -18,6% (1989-2050).
Τέλος ο πληθυσμός του κατά 90% μουσουλμανικού Κοσόβου από 2,1 εκ. που ήταν το 2009 έπεσε στο 1,79 εκ. Το 2019 και οι προβλέψεις κάνουν λόγο για έναν πληθυσμό 1,66 εκ. το 2050 και μια συνολική μείωση -11,22% (1989-2050). Τα αμείλικτα λοιπόν δημογραφικά στοιχεία διέψευσαν τις φοβίες των Σέρβων και άλλων Βαλκάνιων ακροδεξιών περί “μουσουλμανικού δημογραφικού κατακλυσμού” των χωρών τους.
Συμπερασματικά όλες οι χώρες των Βαλκανίων, τόσο χριστιανικές όσο και μουσουλμανικές, μαστίζονται από την ίδια δημογραφική κρίση, ενώ αιμορραγούν και υποφέρουν από τη συνεχή μετανάστευση των νέων τους προς τη Δύση.
Άλλωστε η Ελλάδα και η Νοτιοανατολική Ευρώπη γενικότερα ήταν παραδοσιακά τόπος προέλευσης αποδήμων κυρίως για οικονομικούς λόγους αλλά και για πολιτικούς: “Στην παγκόσμια κατανομή εργασίας, η Νοτιοανατολική Ευρώπη αποτελεί προμηθευτή εργασίας αλλά όχι κεφαλαίου”, επισήμανε χαρακτηριστικά ο Ουλφ Μπρουνμπάουερ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ρέγκενσμπουργκ και εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Σπουδών Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης (IOS).
Όλες οι μουσουλμανικές χώρες οδεύουν προς τη “δημογραφική μετάβαση”
Η περίπτωση των Βαλκανίων, όπου η δημογραφική κρίση μετάβασης είχε οδυνηρές συνέπειες για τους λαούς της πρώην Γιουγκοσλαβίας εξαιτίας της “χρονικής διαφοράς φάσης”, είναι ενδεικτική και μπορεί να λειτουργήσει ως παράδειγμα και για τις άλλες μουσουλμανικές χώρες της ευρύτερης περιοχής της νότιας Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, αλλά και της νότιας Ασίας. Μία μετά την άλλη οι χώρες αυτές ολοκληρώνουν το πέρασμά τους στον συνολικό αλφαβητισμό, ανδρών και γυναικών, και στη δημογραφική και διανοητική τους νεωτερικότητα.
Ως αποτέλεσμα ο δείκτης γεννητικότητας πέφτει ραγδαία και ήδη σε κάποιες από αυτές τις μουσουλμανικές χώρες έπεσε και κάτω από το όριο του 2,1, που σημαίνει πως από εδώ και στο εξής ο πληθυσμός τους θα αρχίσει σταδιακά να μειώνεται. Εκτός από το Αζερμπαϊτζάν, το Ιράν, η Τουρκία, ο Λίβανος, η Τυνησία, αλλά και το πυκνοκατοικημένο Μπαγκλαντές, βρίσκονται ήδη κοντά ή και κάτω από αυτό το όριο. Όσον αφορά τη γειτονική μας Τουρκία, η Ανατολική Θράκη και σχεδόν όλες οι δυτικές ακτές ΄και πόλεις της ολοκλήρωσαν τη δημογραφική τους μετάβαση και ο πληθυσμός τους θα αρχίσει σταδιακά να μειώνεται. Μόνο στο εσωτερικό της Ανατολίας και στις κουρδικές περιοχές ο πληθυσμός συνεχίζει να αυξάνεται έχοντας γεννητικότητα άνω του 2,1, αλλά όχι για πολλά χρόνια ακόμη.
Το ίδιο μοντέλο ακολουθούν, λιγότερο ή περισσότερο, όλες οι μουσουλμανικές χώρες της Μέσης Ανατολής, με ορισμένες από αυτές να βλέπουν τον πληθυσμό τους να μειώνεται μετά το 2030 και σίγουρα όλες μετά το 2050. Οι δημογραφικές δεξαμενές του ισλαμικού κόσμου προβλέπεται να εξαντληθούν γύρω στο 2030-2040, όταν σταδιακά οι γεννήσεις θα μειωθούν και η θνησιμότητα θ’ αυξηθεί λόγω της γήρανσης της ισλαμικής γενιάς του «Baby Boom». Μάλιστα, από το 2050 και μετά, αρκετές μουσουλμανικές χώρες, ανάμεσα τους και η Τουρκία, θα γνωρίσουν για πρώτη φορά πληθυσμιακή μείωση και μάλιστα σημαντική. Και τότε η «ισλαμική αναβίωση» προβλέπεται να χαθεί στην ιστορία, επειδή δεν θα μπορεί πλέον να τροφοδοτηθεί από τις μάζες των γεμάτων τεστοστερόνη αλλά χωρίς καθόλου προοπτικές νέων των ισλαμικών χωρών.
Οι μουσουλμάνοι μετανάστες στην Ευρώπη υιοθετούν τη γεννητικότητα των Ευρωπαίων
Από την πλευρά τους οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες και μετανάστες που καταφθάνουν στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, αν και αρχικά έχουν διαφορετικό και υψηλότερο ρυθμό γεννητικότητας σε σχέση με τους γηγενείς χριστιανούς, σταδιακά τείνουν να υιοθετούν το μοντέλο οικογενειακού προγραμματισμού των χωρών υποδοχής τους. Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, όπου εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι μετανάστες από τη δεκαετία του 1960 και μετά, η δεύτερη γενιά υιοθετεί στην πλειοψηφία της τη συμπεριφορά, τον τρόπο ζωής και τη γεννητικότητα των γηγενών, με αποτέλεσμα να μην ξεχωρίζουν δημογραφικά, πέραν μεμονωμένων περιπτώσεων. Τέτοιο παράδειγμα αποτελούν οι Τούρκοι μετανάστες στη Γερμανία και οι μετανάστες από το Μαγκρέμπ στη Γαλλία, όπου δεν παρατηρήθηκε κανένας “μουσουλμανικός δημογραφικός κατακλυσμός”, αλλά μια σταθεροποίηση. Η όποια αύξηση των μουσουλμανικών πληθυσμών στην Ευρώπη, τόσο σε ποσοστά όσο και σε απόλυτους αριθμούς, οφείλεται κατά 90% στη μετανάστευση από τη Μέση Ανατολή, η οποία προβλέπεται να σταθεροποιηθεί και να σταματήσει μέσα σε δύο δεκαετίες, εκτός αν μεσολαβήσουν γεωπολιτικές ή περιβαλλοντικές καταστροφές.
Σε αντίθεση λοιπόν με τα φοβικά σύνδρομα και τις παρανοϊκές θεωρίες των Ευρωπαίων ακροδεξιών η γηραιά ήπειρος δεν διατρέχει κίνδυνο “μουσουλμανικής δημογραφικής πλημμυρίδας” ή “μαζικού εποικισμού”, όπως ισχυρίζονται. Αυτό που θα συνεχίσει να συμβαίνει είναι μια σταθερή μεταναστευτική ροή της τάξεως του ενός εκατομμυρίων μεταναστών (το 0,5% του ευρωπαϊκού πληθυσμού) ετησίως, τους οποίους και η αναπτυγμένη Ευρώπη όχι μόνον μπορεί άνετα να ενσωματώσει, αλλά και τους χρειάζεται για να ενισχύσει την οικονομία της και να αναπληρώσει τις θέσεις εργασίας που χρειάζεται.
Και η επερχόμενη μεταναστευτική πλημμυρίδα από την Υποσαχάριο Αφρική
Το πραγματικό μεταναστευτικό πρόβλημα για την Ευρώπη θα ξεκινήσει γύρω στο 2035 με 2045, όταν θα γιγαντωθούν οι μεταναστευτικές ροές από την υποσαχάριο Αφρική, που βρίσκεται σε ρυθμό δημογραφικής έκρηξης, ενώ θα απαιτηθούν κάποιες δεκαετίες ακόμη μέχρι αυτές οι χώρες να μπουν σε τροχιά ολοκλήρωσης της δημογραφικής τους μετάβασης. Υπόψιν αυτές οι αφρικανικές χώρες είναι στην πλειοψηφία τους χριστιανικές, οπότε οι Ευρωπαίοι ακροδεξιοί δεν θα μπορούν να παίξουν το “χαρτί” της ισλαμοφοβίας, και πιθανώς να επιστρέψουν στον παραδοσιακό φυλετικό ρατσισμό, που χαρακτήριζε την Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα. Αλλά ως τότε η ακροδεξιά θα πρέπει να επανεφεύρει πολλές φορές τον εαυτό της, ώστε να συνεχίσει να έχει λόγο στην πολιτική σκηνή.
Συμπέρασμα: Αν “ένα φάντασμα πλανιέται σήμερα πάνω από την Ευρώπη”, αυτό δεν είναι το “άδειο σεντόνι” της Ισλαμοποίησης, αλλά εκείνο του εκφασισμού, και της επιστροφής του εθνικισμού και της ξενοφοβίας, που οδήγησαν την ήπειρό μας σε απάνθρωπες καταστάσεις και απερίγραπτες καταστροφές, σε επίθεση ακόμη και στις βάσεις του ανθρώπινου πολιτισμού. Ψυχραιμία.