Του Ευάγγελου Πάλλα
δημοσιογράφου ΑΠΕ-ΜΠΕ
Οι καπνεργάτες ήταν πρωταγωνιστές στους αγώνες για τα δικαιώματα των εργατών και «φορείς του μικροβίου» της οικονομικής εξέγερσης που λίγο έμελλε να «μετατρέψει τη Θεσσαλονίκη σε Βαρκελώνη»
Η άνοιξη του 1936 ήταν μια περίοδος μεγάλης έντασης εντός και εκτός Ευρώπης: οι διεθνείς γραμμές μάχης μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς αναδύονταν αφενός στη Γερμανία, όπου ο στρατός του Γ’ Ράιχ προέλασε στη Ρηνανία εκείνο τον Μάρτη, και αφετέρου στη Γαλλία, όπου τον επόμενο μήνα σχηματίστηκε Λαϊκό Μέτωπο. Στις 5 Μαΐου ο ιταλικός στρατός κατέλαβε την Αντίς Αμπέμπα, καταφέρνοντας θανάσιμο πλήγμα στο κύρος της Κοινωνίας των Εθνών. Στις 9 Μαΐου, την ίδια ημέρα που ο βασιλιάς της Ιταλίας Βίκτορας Εμμανουήλ ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας της Αιθιοπίας, δραματικά γεγονότα συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη, που έδειχναν πόσο δυσαρεστημένες ήταν οι εργαζόμενες τάξεις της και πόσο βαθιά ήταν η κρίση την οποία αντιμετώπιζε η χώρα.
Μετά από ένα δριμύτατο χειμώνα, η εργατική αναταραχή είχε αυξηθεί, προκαλώντας νέα κύματα εκφοβισμού. Στα τέλη Απριλίου οι καπνεργάτες απέργησαν ζητώντας μισθολογικές αυξήσεις και συνδικαλιστικά δικαιώματα, και η απεργία απλώθηκε γρήγορα και σε άλλους κλάδους τις επόμενες μέρες. Στην Καβάλα οι εργάτες απαίτησαν να μπει τέρμα στην «τρομοκρατία» και οι μαγαζάτορες έκλεισαν τα καταστήματά τους για συμπαράσταση: ο τοπικός νομάρχης αντέδρασε συλλαμβάνοντας και εκτοπίζοντας τους ηγέτες των σωματείων και των συντεχνιών. Στις 8 Μαΐου οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης είχαν πια κουραστεί να περιμένουν την έναρξη σοβαρών διαπραγματεύσεων και η ομοσπονδία των σωματείων κάλεσε τα μέλη της να απεργήσουν. Όταν τα πλήθη κατευθύνθηκαν προς το δημαρχείο, η αστυνομία πυροβόλησε πάνω από τα κεφάλια τους σε μια προσπάθεια να τους σταματήσει, ξέσπασαν μικροσυμπλοκές και πολλοί εργάτες που είχαν συλληφθεί απελευθερώθηκαν από τους συντρόφους τους. Ύστερα άλλοι 3.000 εργάτες αγνόησαν τα μπλόκα της αστυνομίας και, από τις αποθήκες κοντά στο Μπεχτσινάρ, έφτασαν στο κέντρο. Οι αρχές, νιώθοντας πως έχαναν τον έλεγχο των δρόμων, κάλεσαν για ενίσχυση την έφιππη χωροφυλακή και στρατιωτικές μονάδες. Οι τελευταίες αυτές αποτελούνταν κυρίως από ντόπια παιδιά, μη έμπιστα ως προς τις συμπάθειές τους, που σε ορισμένες περιπτώσεις έπαιρναν το μέρος των εργατών παρά της αστυνομίας.
Εκείνο το απόγευμα βγήκαν στον δρόμο κι άλλα σωματεία: οι οδηγοί των ταξί και του τραμ, οι εργάτες τού εργοστασίου ηλεκτρισμού, του λιμανιού και των σιδηροδρόμων. Με τουλάχιστον 25.000 ανθρώπους στους δρόμους, η πόλη παρέλυσε. Η αντίδραση του πρωθυπουργού Μεταξά ήταν ανυποχώρητη: ανάγκασε τους σιδηροδρομικούς και τους οδηγούς των τραμ να δουλέψουν με πολιτική επιστράτευση και έδωσε στην αστυνομία «ελευθερία δράση».
Την επόμενη μέρα μια σιωπή που προμήνυε πολλά κρεμόταν πάνω απ’ την πόλη: τα μαγαζιά είχαν κατεβασμένα τα ρολά τους, κυκλοφορία στους δρόμους δεν υπήρχε. Ομάδες διαδηλωτών μαζεύονταν σε διάφορα σημεία, υπό το βλέμμα των περιπόλων της αστυνομίας και του στρατού, και αγνοούσαν τις διαταγές τους να διαλυθούν. Απεργοί σταμάτησαν ένα όχημα της αστυνομίας που μετέφερε άντρες οι οποίοι είχαν συλληφθεί γιατί αρνιόνταν να δουλέψουν, και τους ελευθέρωσαν. Άλλοι ύψωσαν οδοφράγματα στην Εγνατία. Έπειτα, καθώς το πλήθος αυξανόταν και δεκάδες χιλιάδες συγκεντρώνονταν στην καρδιά της πόλης φωνάζοντας συνθήματα όπως «Ζήτω η απεργία» και «Κάτω η αστυνομία», η αστυνομία άνοιξε πυρ. Στην ίδια γωνία όπου τριάντα χρόνια νωρίτερα Νεότουρκοι ένοπλοι είχαν ξεκινήσει την επανάστασή τους δολοφονώντας τον αρχηγό της τοπικής αστυνομίας Αμπντουλά Μπέη, η χωροφυλακή τώρα δημιούργησε τα δικά της θύματα. Όταν πια οι μάζες των διαδηλωτών διαλύθηκαν, πολλές ώρες αργότερα, η αστυνομία είχε σκοτώσει δώδεκα άτομα και είχε τραυματίσει βαριά άλλα τριάντα δύο. Ανάμεσα στα θύματα ήταν δύο αυτοκινητιστές και τέσσερις καπνεργάτες, τρεις από τους δώδεκα ήταν Εβραίοι. Κατά την κρίση τού βρετανού προξένου, «η αστυνομία ενέργησε με αχρείαστη ωμότητα, όπως άλλωστε το συνήθιζε». Και συνέχιζε: «Τη στιγμή εκείνη η πόλη έδινε οπτικά και ακουστικά την εντύπωση εχθρικής εισβολής».
Η αστυνομία, φοβούμενη την εκδίκηση του πλήθους, κλείστηκε στα τμήματα και παραχώρησε τον έλεγχο των δρόμων στον στρατό, ενώ νέες μονάδες διατάχτηκαν να μπουν στην πόλη. Χιλιάδες εργάτες βγήκαν να θρηνήσουν τους νεκρούς, τα πτώματα των οποίων μεταφέρθηκαν στους δρόμους πάνω σε φέρετρα, ενώ λουλούδια στρώθηκαν στα σημεία όπου είχαν σκοτωθεί. Περαιτέρω βιαιότητες, ωστόσο, δεν σημειώθηκαν. Μετά από λίγες ημέρες, κατά τις οποίες η κρατική εξουσία έμοιαζε να έχει σχεδόν καταλυθεί, τα αιτήματα των καπνεργατών έγιναν δεκτά και η γενική απεργία αναστάλθηκε. Ο αμερικανός πρέσβης Λίνκον Μακβί, που βρισκόταν στην πόλη σε όλη τη διάρκεια αυτών των γεγονότων, πίστευε πως η βαθύτερη αιτία τους ήταν σαφέστατα η αδιαφορία της κυβέρνησης για τις εργασιακές συνθήκες στη βόρεια Ελλάδα και για τις εκεί οικονομικές κακουχίες γενικότερα. «Η περιοχή στο σύνολο της νιώθει πως βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση», έγραψε. «Θα βγάλει άραγε η ελληνική κυβέρνηση τα αναγκαία διδάγματα; Ή μήπως η Θεσσαλονίκη μέλλει να γίνει μια ακόμη Βαρκελώνη και να μεταδώσει το μικρόβιο της οικονομικής εξέγερσης σε ολόκληρο το σάπιο πολιτικό σώμα αυτής της χώρας;».
Ο Μακβί δεν παρέβλεπε την πιθανότητα του κομμουνιστικού δακτύλου πίσω από τα όσα είχαν συμβεί, αλλά δεν ήταν αυτός που κατά τη γνώμη του ο πραγματικός λόγος μιας τόσο παλλαϊκής διαμαρτυρίας. Άλλωστε, αν οι ταραχές είχαν επαναστατική στόχευση, δεν θα είχαν καταλαγιάσει τόσο γρήγορα. Ο πρωθυπουργός Μεταξάς, ωστόσο, είχε διαφορετική αντίληψη και μεγαλοποίησε τον κίνδυνο της κοινωνικής ανατροπής. Όταν η συνομοσπονδία των συνδικάτων ανάγγειλε γενική απεργία για την 5η Αυγούστου, του δόθηκε το πρόσχημα που γύρευε. Είπε στον βασιλιά πως η χώρα αντιμετώπιζε κομμουνιστική συνωμοσία για την ανατροπή τού πολιτικού συστήματος και, με την έγκριση του, κήρυξε στρατιωτικό νόμο την παραμονή της απεργίας, αναλαμβάνοντας δικτατορικές εξουσίες.