Του Θοδωρή Τσιμπίδη *
Ιδιαίτερη ανησυχία για δραματικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία και το περιβάλλον, προκαλεί η διαδικασία απόρριψης χιλιάδων τόνων τοξικού ιζήματος από τον πυθμένα του λιμανιού του Πειραιά σε θαλάσσια περιοχή του Σαρωνικού. Το ίζημα αυτό χαρακτηρίζεται ως επικίνδυνο υλικό, καθώς περιέχει υψηλές συγκεντρώσεις από πολυάριθμες τοξικές ουσίες. Για παράδειγμα λίγες εκατοντάδες μέτρα από την περιοχή των βυθοκορήσεων, το αποδεδειγμένα καρκινογόνο βενζο(a)πυρένιο (BaP) έχει καταγραφεί σε ιδιαίτερα υψηλές συγκεντρώσεις – 15620% περισσότερο από τις τιμές που καταγράφονται στην ανοικτή θάλασσα. Αξιοσημείωτο είναι ότι παρόλο που η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) του έργου ακόμα δεν έχει εγκριθεί, οι εργασίες για την επέκταση της νότιας πλευράς του λιμανιού ξεκίνησαν στις αρχές Απριλίου και εν μέσω περιορισμών λόγω Covid-19!
Όπως καταγράφεται από συνεργάτες του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος», έχει ήδη ξεκινήσει η διαδικασία βυθοκόρησης και απόρριψης του θαλάσσιου ιζήματος, ενώ σύμφωνα με την ΜΠΕ που έχει υποβληθεί προς τις αρμόδιες αρχές, ο ανάδοχος του έργου προγραμματίζει να αντλήσει από το λιμάνι του Πειραιά και να απορρίψει στον Σαρωνικό τουλάχιστον 620.600 m3 βυθοκορημάτων! Το σημείο όπου απορρίπτεται αυτό το τοξικό υλικό τις τελευταίες εβδομάδες δεν είναι γνωστό, καθώς σύμφωνα με καταγγελίες τοπικών φορέων πολιτών οι φορτηγίδες και τα ρυμουλκά που το μεταφέρουν, κινούνται παράτυπα στον Σαρωνικό, έχοντας κλειστό το σύστημα παρακολούθησης AIS (Automatic Identification System), το οποίο είναι υποχρεωτικό να εκπέμπεται από όλα τα πλοία
|
Πολλά είναι αυτά που λέγονται αναφορικά με το συνολικό αποτύπωμα και τον τρόπο υλοποίησης του συγκεκριμένου έργου για την επέκταση του λιμανιού του Πειραιά, αλλά αυτό είναι μία συζήτηση στην οποία συμμετέχουν πολυάριθμοι φορείς της κοινωνίας των πολιτών και οι αρχές του Πειραιά. Το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος» οφείλει να επισημάνει ότι η ανεξέλεγκτη απόρριψη χιλιάδων τόνων τοξικού ιζήματος στα αλιευτικά πεδία του Σαρωνικού, η οποία έχει ήδη ξεκινήσει, θέτει αναίτια σε δραματικό κίνδυνο τα οικοσυστήματα και τη δημόσια υγεία.
Η τεχνογνωσία και η τεχνολογία για την εναλλακτική λύση διαχείρισης αυτού του επικίνδυνου υλικού, μέσω επεξεργασίας ή αδρανοποίησης, προφανώς και υπάρχει, αλλά σίγουρα έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος. Ποιος όμως μπορεί να κοστολογήσει τη δημόσια υγεία και την υγεία των θαλασσών μας;
Είναι πραγματικά παράδοξο αυτό να συμβαίνει στον Σαρωνικό – σε ένα σημαντικό αλιευτικό πεδίο από το οποίο τροφοδοτείται καθημερινά η κεντρική ιχθυόσκαλα, καθώς και τα νησιά του Σαρωνικού. Σε αυτό το αλιευτικό πεδίο ψαρεύουν καθημερινά εκατοντάδες σκάφη παράκτιας αλιείας (με δίχτυα και παραγάδια), δεκάδες σκάφη μέσης αλιείας (μηχανότρατες, γρι-γρι), καθώς και πολλές εκατοντάδες ερασιτέχνες ψαράδες.
Αξιοσημείωτα είναι τα ιδιαίτερα ανησυχητικά στοιχεία που προκύπτουν από τεχνική έκθεση του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσιών Ερευνών, η οποία έγινε για λογαριασμό του Οργανισμού Λιμένος Πειραιά, πριν και ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο έργο, καθιστώντας την συγκεκριμένη έκθεση ακόμα πιο αξιόπιστη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εν λόγω έρευνας, το θαλάσσιο ίζημα λίγες εκατοντάδες μέτρα από την περιοχή των βυθοκορήσεων, χαρακτηρίζεται να έχει εξαιρετικά υψηλές τιμές βαθμού καρκινογενούς τοξικότητας, ενώ χαρακτηρίζεται ως:
– υψηλά ρυπασμένο, ως προς την περιεκτικότητα σε βαρέα μέταλλα, και
– εξαιρετικά ρυπασμένο, ως προς την περιεκτικότητα σε πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες (PAH). Ενδεικτικό του επικίνδυνου φορτίου του συγκεκριμένου θαλάσσιου ιζήματος είναι ότι καταγράφηκαν εξαιρετικά υψηλές συγκεντρώσεις του αποδεδειγμένα καρκινογόνου βενζο(a)πυρενίου (BaP) και συγκεκριμένα 289% περισσότερο από τις τιμές που καταγράφονται σε εξαιρετικά ρυπασμένα συστήματα όπως είναι ο Κόλπος της Ελευσίνας, αλλά και 15620% μεγαλύτερες συγκεντρώσεις από τις τιμές που καταγράφονται στην ανοικτή θάλασσα.
Αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η άντληση και επαναιώρηση των βυθοκορημάτων από το λιμάνι του Πειραιά είναι αναπόφευκτο ότι θα επανακαταστήσει χημικά αντιδραστικές και βιοδιαθέσιμες, άρα και επικίνδυνες, όλες τις τοξικές ουσίες που περιέχονται σε αυτά, οι οποίες θα εισχωρήσουν στην τροφική αλυσίδα σε ένα αλιευτικό πεδίο που παράγει καθημερινά τροφή για την Αττική και όχι μόνο. Συνεπώς, εάν συνεχιστεί αυτή η απαράδεκτη διαδικασία απόρριψης, είτε θα πρέπει να απαγορευθεί άμεσα και μακροχρόνια η αλιεία και να χαρακτηριστεί επίσημα ο Σαρωνικός ως περιοχή εναπόθεσης επικινδύνων υλικών, ή θα πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα έτσι ώστε να σταματήσει αυτό το περιβαλλοντικό έγκλημα.
Τι μας διδάσκει η Διεθνής Εμπειρία ;
Η διεθνής εμπειρία έχει δυστυχώς αναδείξει πολλαπλά αντίστοιχα έργα όπου οι ανεπαρκείς ή υποτιμημένες αξιολογήσεις των περιβαλλοντικών επιπτώσεων είχαν σαν αποτέλεσμα την πρόκληση δραματικής οικολογικής αλλά και οικονομικής καταστροφής. Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του σχεδίου ανάπτυξης του λιμανιού Gladstone και της περιοχής Curtis Island στο Queensland της Αυστραλίας το οποίο είναι παρακείμενο στον παράκτιο τομέα του θαλάσσιου πάρκου του Μεγάλου Κοραλλιογενούς Φράγματος (Great Barrier Reef). Λίγες μόνο εβδομάδες μετά την έναρξη της βυθοκόρησης του λιμανιού του Gladstone το 2011 και των πρώτων απορρίψεων σε παρακείμενη θαλάσσια περιοχή, παρατηρήθηκε τεράστια μαζική θνησιμότητα στα ψάρια, ενώ η θνησιμότητα σε θαλάσσια θηλαστικά και χελώνες διπλασιάστηκε σε διάστημα 9 μηνών. Οι επιπτώσεις επηρέασαν την ευρύτερη θαλάσσια περιοχή, ενώ η αλιεία κατέρρευσε λόγω ασθενειών που προκλήθηκαν στα κύρια εμπορικά είδη ψαριών ως αποτέλεσμα της αυξημένης θολερότητας αλλά και των τοξικών ουσιών που εισήλθαν στην τροφική αλυσίδα. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι αλιείς της περιοχής ποτέ δεν αποζημιώθηκαν για την κατάρρευση του αλιευτικού τους πεδίου.
Το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας Αρχιπέλαγος κρούει τον κώδωνα του κίνδυνου τόσο προς τις αρχές και τους φορείς της κοινωνίας των πολιτών, έναντι σε αυτό το περιβαλλοντικό έγκλημα που έχει ήδη ξεκινήσει στην περιοχή του Σαρωνικού. Αυτονόητο είναι ότι κανένα έργο δεν μπορεί να θεωρείται αναπτυξιακό, όταν προξενεί μη-αναστρέψιμη καταστροφή στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία.
* Διευθυντής Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος»