Η πολιτική ιστορία του εικοστού αιώνα μέσα από την οπτική γωνία των πολιτικών κρατουμένων στο Καλάμι της Κρήτης
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να μελετήσει κανείς την ταραγμένη πολιτική ιστορία της Ελλάδας του εικοστού αιώνα. Οι πιο συμβατικοί παρακολουθούν τις εξελίξεις της κεντρικής πολιτικής σκηνής, των εκάστοτε αντίπαλων ηγεσιών και μηχανισμών, των θεσμικών τομών και των αντίστοιχων υψηλών διακυβευμάτων. Μια εναλλακτική προσέγγιση, γνωστή ως «Ιστορία από τα κάτω», επιχειρεί πάλι να ανασυστήσει αυτή την ίδια διαδρομή μέσα από την καθημερινότητα, τα βιώματα και τις αλλαγές στη ζωή και τις πρακτικές είτε των λαϊκών τάξεων εν γένει, είτε συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων που βρέθηκαν το ίδιο διάστημα μακριά από την πολιτική και κοινωνική εξουσία.
Με δεδομένη την έκταση και την ένταση της πολιτικής καταστολής των αντιφρονούντων κατά το μεγαλύτερο μέρος του περασμένου αιώνα, είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τις τότε εξελίξεις στην Ελλάδα δίχως να βάλουμε στο κάδρο τον κόσμο των πολιτικών κρατουμένων – κοινωνικής ομάδας που περιλάμβανε συνήθως τον σκληρό πυρήνα του «εσωτερικού εχθρού», η ύπαρξή της λειτουργούσε όμως ταυτόχρονα ως προειδοποίηση και μηχανισμός προληπτικής πειθάρχησης των υποτελών τάξεων και των ανήσυχων διανοουμένων. Η επισκόπηση αυτής της παράλληλης κοινωνίας παίρνει συνήθως τη μορφή χρονικά εντοπισμένων μελετών, όπως είναι λ.χ. οι μονογραφίες του Πολυμέρη Βόγλη και της Δήμητρας Λαμπροπούλου για τους πολιτικούς κρατούμενους του εμφυλίου και των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων, ενώ δεν λείπουν και κάποιες διαχρονικές συνοπτικές επισκοπήσεις του φαινομένου· αναφέρομαι κυρίως στο πρωτοπόρο βιβλιαράκι του Ρούσσου Κούνδουρου «Η ασφάλεια του καθεστώτος», που κυκλοφόρησε το 1978.
Από τη Γαύδο στο Καλάμι
Αρκετά διαφορετική είναι η προσέγγιση που έχει υιοθετήσει τα τελευταία χρόνια ο φιλόλογος και ιστορικός Δημήτρης Δαμασκηνός, το δεύτερο σχετικό βιβλίο του οποίου εκδόθηκε πρόσφατα («Το φρούριο Ιτζεδίν στο Καλάμι Χανίων: οχυρό, φυλακή, τόπος ιστορικής μνήμης», εκδ. Παρασκήνιο, Αθήνα 2023). Οπως και στο προηγούμενο («Εξόριστοι στο νησί του θανάτου», Αθήνα 2020, εκδ. Παρασκήνιο), που αφορούσε τη Γαύδο κι έχει παρουσιαστεί εκτενώς σε τούτην εδώ την εφημερίδα («Η Σιβηρία του ελληνικού νότου», «Εφ.Συν», 3.7.2021), ο συγγραφέας επιλέγει να βιογραφήσει έναν συγκεκριμένο τόπο εγκλεισμού (και μαρτυρίου) των εκάστοτε ηττημένων, φιλοτεχνώντας ουσιαστικά ένα πανόραμα της διαχρονικής πολιτικής καταστολής μέσα από τα μάτια και τις αναμνήσεις των ηττημένων. Αντικείμενό του, τούτη τη φορά, είναι οι «Εγκληματικαί Φυλακαί Καλαμίου» (γνωστότερες ως Ιτζεδίν), δίπλα στο λιμάνι της Σούδας, από την έναρξη της λειτουργίας τους ως «Κεντρικόν Σωφρονιστήριον» της Κρητικής Πολιτείας το 1902 μέχρι το κλείσιμό τους το 1971· το τελευταίο μέρος, που καταλαμβάνει το ένα τρίτο περίπου του βιβλίου, περιγράφει αναλυτικά την πορεία του φρουρίου κατά τον τελευταίο μισό αιώνα και τις προσπάθειες μιας μερίδας της χανιώτικης κοινωνίας για ανάδειξή του σε τόπο ιστορικής μνήμης.
Ως πηγές ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ευρύτατη γκάμα προσωπικών μαρτυριών (απομνημονευμάτων, ημερολογίων και συνεντεύξεων), εκατοντάδες ρεπορτάζ και δημοσιεύματα ιστορικού χαρακτήρα, διπλωματικές διατριβές αρχιτεκτόνων αλλά και ανέκδοτο αρχειακό υλικό σχετικό με την πρώιμη λειτουργία του Ιτζεδίν ως «σωφρονιστηρίου» επί Κρητικής Πολιτείας.
Οπως και στην περίπτωση της Γαύδου, έτσι κι εδώ ο κύριος όγκος του βιβλίου του διαρθρώνεται ως ένα corpus μαρτυριών πρώην κρατουμένων που συμπληρώνουν (κι ενίοτε διορθώνουν) η μία την άλλη, επιτρέποντάς μας να σχηματίσουμε μια σφαιρικότερη εικόνα για τον κόσμο της συγκεκριμένης φυλακής από τη σκοπιά των ανθρώπων που αναγκάστηκαν να περάσουν εκεί ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. Κάθε κεφάλαιο συμπληρώνεται με πλούσιο φωτογραφικό υλικό – από φωτογραφίες και ντοκουμέντα εποχής μέχρι πρόσφατες λήψεις σχετικές με την τωρινή κατάσταση του κτιρίου και τις απόπειρες ανάδειξής του σε τοπόσημο ιστορικής μνήμης και διαπαιδαγώγησης.
Από κάστρο, φυλακή
Το Ιτζεδίν χτίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1870, αμέσως μετά την καταστολή της μεγάλης κρητικής επανάστασης (1866-1869), πάνω στα κατάλοιπα προϋπάρχοντος μικρού ενετικού οχυρού, ως φρούριο επιφορτισμένο με την αποτροπή της εισόδου εχθρικών πλοίων στον κόλπο της Σούδας και την προστασία του νεοσύστατου εκεί οθωμανικού Αυτοκρατορικού Ναυστάθμου. Μετά την ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας και την αντικατάσταση των οθωμανικών στρατευμάτων από έναν πολυεθνικό στρατό κατοχής των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων (1898), το φρούριο επιλέχθηκε να στεγάσει το Κεντρικό Σωφρονιστήριο των Χανίων προκειμένου ν’ αποσυμφορηθεί η φυλακή του Τοπανά, στο σημερινό Φιρκά. Τη φρουρά συνεπικουρούσαν Γάλλοι και Ιταλοί στρατιώτες, σε εναλλάξ βάρδιες. Υστερα από αλλεπάλληλα επεισόδια τοπικιστικού χαρακτήρα μεταξύ των ντόπιων εγκλείστων και φυλακισμένων από την Ανατολική Κρήτη, τα οποία ορισμένοι από τους τελευταίους απέδωσαν με επιστολή τους στον τοπικό Τύπο στους επίσης ντόπιους δεσμοφύλακες (σ. 80), αλλά και τη διαπίστωση ότι χρησιμοποιούνταν καταχρηστικά από τους εκάστοτε κυβερνώντες σαν όργανο «πολιτικής διαπάλης» (σ. 87), η κεντρική φυλακή καταργήθηκε το 1907. Οι ξενομερίτες κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στους τόπους καταγωγής τους και το Ιτζεδίν μετατράπηκε σε στρατώνα της Κρητικής Πολιτοφυλακής, εξακολούθησαν ωστόσο να κρατούνται εκεί οι ντόπιοι φυλακισμένοι.
Στον Μεσοπόλεμο, παράλληλα με τη λειτουργία του φρουρίου ως φυλακής, θα στεγαστούν σ’ ένα τμήμα του μονάδες του Πολεμικού Ναυτικού, ως συμπληρωματική φρουρά. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής μετατράπηκε σε αποθήκη οπλισμού των γερμανικών στρατευμάτων, για να ξαναγίνει φυλακή μετά το 1945.
«Κανένας τσάρος, κανένας Τσαγκώφ, κανένας Αλέξανδρος, κανένας Ταμερλάνος δεν επινόησε ποτέ τέτοιο βασανιστήριο» | «Ριζοσπάστης», 25.2.1930
Στις επτά δεκαετίες της λειτουργίας του ως φυλακής, από το Ιτζεδίν πέρασαν ποικίλες κατηγορίες κρατουμένων. Ποινικοί βαρυποινίτες, κατ’ αρχάς – με διαχωρισμό, σε μια πρώτη φάση, χριστιανών και μουσουλμάνων σε διαφορετικές πτέρυγες. Ηδη από το 1905 θ’ αρχίσει πάντως να δέχεται και πολιτικούς κρατουμένους, με πρώτους εννιά Σελινιώτες επαναστάτες του βενιζελικού κινήματος του Θερίσου που έπεσαν στα χέρια των τότε αρχών και οκτώ «πρωταίτιους» της μαχητικής διαδήλωσης που πραγματοποιήθηκε στα Χανιά για την απελευθέρωσή τους. Ακολούθησαν κάμποσα πολιτικά και στρατιωτικά στελέχη του αντιβενιζελισμού απ’ όλη την Ελλάδα στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού (από τον πρώην επιτελάρχη Δούμανη, τον αρχιτέκτονα του βαθέος κράτους Κωνσταντινόπουλο και τον μετέπειτα βενιζελικό μάρτυρα Αναστάσιο Παπούλα, μέχρι τον Σαμιώτη Κώστα Γιαγά) και, από το 1917 και δώθε, σοσιαλκομμουνιστές κάθε απόχρωσης· τον χορό εδώ άνοιξαν ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος και τέσσερις σύντροφοί του, καταδικασμένοι το 1918 από το βενιζελικό στρατοδικείο σε τετραετή φυλάκιση επειδή εξέδωσαν την μπροσούρα του Κροπότκιν «Προς τους νέους».
Μετά την ψήφιση του βενιζελικού «ιδιώνυμου» το 1929, το ρεύμα αυτό θα μαζικοποιηθεί: τους πρώτους 18 κομμουνιστές που κλείστηκαν εκεί τον Φεβρουάριο του 1930 θ’ ακολουθήσουν δεκάδες άλλοι – από επώνυμα στελέχη, όπως ο Δημήτρης Σακκαρέλος κι ο Θανάσης Κλάρας (μετέπειτα Αρης Βελουχιώτης), μέχρι απλούς πωλητές του «Ριζοσπάστη» που καταδικάστηκαν την ίδια χρονιά σε φυλάκιση δυόμισι μηνών για «προσηλυτισμό» υπέρ της βίαιης ανατροπής του κοινωνικού καθεστώτος (σ. 150).
Τις μεγάλες δόξες του το Καλάμι θα τις γνωρίσει φυσικά στα χρόνια του Εμφυλίου και τη δεκαετία του 1950, με τη μαζική μεταφορά εκεί θανατοποινιτών κομμουνιστών και ουκ ολίγων στελεχών του παράνομου ΚΚΕ· μεταξύ άλλων, θα περάσουν από εκεί ο Κώστας Λουλές, ο Γιώργος Ερυθριάδης, ο Αντώνης Αμπατιέλος, ο Αργύρης Μπάρας, ο Παντελής Κιουρτσής, ο Γιώργος Τρικαλινός, ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, ο Κυριάκος Τσακίρης, ο Στέλιος Μαυρομάτης, ο Κώστας Φιλίνης κι ο Μανώλης Γλέζος.
Επί χούντας, τέλος, η διεύρυνση του φάσματος των αντικαθεστωτικών (και των πολιτικών κρατουμένων) θα προσθέσει στους τροφίμους του, εκτός από τους συνήθεις κομμουνιστές, και αγωνιστές των «δυναμικών» αντιστασιακών οργανώσεων της Κεντροαριστεράς όπως ο Σάκης Καράγιωργας, ο Δημοσθένης Δώδος, ο Γιώργος Ανωμερίτης ή ο Βασίλης Φίλιας. Δίπλα στους επώνυμους, στις σελίδες του βιβλίου παρελαύνει επίσης ένας γαλαξίας λιγότερο γνωστών αγωνιστών που κλείστηκαν κατά καιρούς στην ίδια φυλακή· χαρακτηριστικό δείγμα ο «παππούς με τη μάσκα» των αντιμνημονιακών διαδηλώσεων του 2010-2012, Βασίλης Παπανίκος, από το προσωπικό αρχείο του οποίου προέρχεται ένα επίσημο δελτάριο αλληλογραφίας των φυλακών με την έντυπη ρητή διευκρίνιση/προσταγή προς τους παραλήπτες: «Απαγορεύεται η αποστολή τροφίμων διά μαγείρευμα, σιγαρέτων και καφέ» (σ. 270).
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται, τέλος, η στατιστική καταγραφή της αυξομείωσης του αριθμού των πολιτικών κρατουμένων στο Ιτζεδίν, που ο συγγραφέας παραθέτει στο τέλος κάθε κεφαλαίου: από κάμποσες δεκάδες επί μεσοπολεμικού κοινοβουλευτισμού σε 100-500 το 1948-1956, 80-120 το 1957-1963, μόλις 8 μετά τη γενική αμνηστία της Ενωσης Κέντρου (1964) και 70 στη διάρκεια της χούντας (1967-1971).
Από ένα παιχνίδι της τύχης, κατά τις πρώτες δεκαετίες της λειτουργίας τους οι φυλακές του Ιτζεδίν θα φιλοξενήσουν πάντως και τους ίδιους τους εμπνευστές και βασικούς τροφοδότες τους. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που πρώτος είχε –ως υπουργός Δικαιοσύνης της Κρητικής Πολιτείας– την ιδέα μετατροπής του πρώην οθωμανικού φρουρίου σε «σωφρονιστικό» κατάστημα, κλείστηκε εκεί μια βδομάδα το 1903, μετά την καταδίκη του για εξύβριση διά του Τύπου του επιχώριου μητροπολίτη (σ. 76-77). Ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος, πάλι, θα περάσει εκεί σχεδόν δύο χρόνια μετά την ανατροπή του τον Αύγουστο του 1926, μέχρι την απελευθέρωσή του το 1928 από τον Βενιζέλο δίχως δίκη (σ. 118-128). Από τις διαθέσιμες περιγραφές διαπιστώνεται, βέβαια, πως οι συνθήκες κράτησής τους απείχαν έτη φωτός από εκείνες των απλών καταδίκων. Το 1945-46 στις ίδιες φυλακές θα κρατηθούν προσωρινά και μερικοί δωσίλογοι, για μικρό όμως χρονικό διάστημα.
Το κολαστήριο των Χανίων
Αν ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων αυξομειωνόταν στο πέρασμα του χρόνου, απαρέγκλιτη σταθερά παρέμεναν οι άθλιες συνθήκες διαβίωσής τους. Ο συγγραφέας παρακολουθεί συστηματικά τις σχετικές περιγραφές και καταγγελίες, από την εποχή της Κρητικής Πολιτείας μέχρι τη χούντα, πιστοποιώντας πόσο λίγα πράγματα άλλαξαν επί αυτού στο μεσοδιάστημα – όχι μόνο ως προς τη σκληρότητα του «σωφρονισμού», αλλά και σε σχέση με τις προσπάθειες των αρμόδιων κρατικών οργάνων και των απολογητών τους να διασκεδάσουν τις σχετικές καταγγελίες. Εξαιρετικά εύγλωττη αποδεικνύεται απ’ αυτή την άποψη η παράθεση δύο δημοσιευμάτων του τότε διευθυντή του Ιτζεδίν σε χανιώτικη εφημερίδα (1932), με τα οποία προσπαθεί να αποκρούσει τα γραφόμενα στον αθηναϊκό «Ελεύθερο Ανθρωπο» (σ. 159-161), αλλά και το «ρεπορτάζ» της δεξιάς χανιώτικης «Ερευνας» (1936), η επιτόπια επίσκεψη της οποίας δεν επεκτάθηκε πέρα από το γραφείο του επόμενου διευθυντή (σ. 196-199).
Εντελώς διαφορετική, και πολύ πιο ρεαλιστική, είναι φυσικά η εικόνα που αντλούμε από τις περιγραφές των εγκλείστων που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς στα έντυπα της Αριστεράς, με πρώτο και γλαφυρότερο τον «Ριζοσπάστη». Χαρακτηριστικό δείγμα του 1930:
«Το ισόγειο διαμέρισμα περιλαβαίνει κάμποσα δωμάτια για τους χαφιέδες των φυλακισμένων, τους ευνοούμενους του διευθυντού κτλ. Κι αυτό όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ισόγειο γιατί ναι μεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τη γης, έχει όμως πάνωθέ του 209 μέτρα φρούριο. […] Τα κελιά είναι πολύ στενά και χαμηλά, κλείνουν με μια χοντρή πόρτα που δεν αφήνει παρά ένα τετράγωνο παραθυράκι 0,30 χ 0,30 περίπου […]. Μα είπαμε εδώ βρίσκονται οι ευνοούμενοι.
Προχωράμε. Κάπου εκεί αρχινά να κατεβαίνει μια σκάλα στα σπλάχνα της γης. […] Στα πενήντα σκαλιά απλώνεται το μεγάλο “λαγούμι”. Εχουν σκάψει κυκλικά τη γης και έχουν κάμει τα κελιά. […] Μια υγρασία που μουσκεύει το μυαλό του κοκκάλου. Ατμόσφαιρα πνιχτική, χωρίς ποτέ να βλέπει ήλιο ή να δέχεται αέρα φρέσκο. Τρεις ή τέσσερις μαζύ, οι κατάδικοι στριμώχνονται στα κελλιά. Για κρεββάτι μια χωμάτινη “πεζούλα”, ποτισμένη με υγρασία. […] Στο ισόγειο το πάτωμα είναι από τσιμέντο. Δω κάτω, ξερό χώμα που κάνει λάκκους εδώ και κει.
Μα το Ιτζεδίν είνε ξακουστό για την “πουλίτσα” του. […] Τι είνε η πουλίτσα; Κατεβαίνουμε ακόμα 49 σκαλιά. Το όλο δηλαδή, 99 σκαλιά από την επιφάνεια της γης συν 20 μέτρα ύψος του φρουρίου, μια έχταση ακαθόριστου γεωμετρικού σχήματος – ούτε κύκλος, ούτε τρίγωνο, ούτε ρόμβος. Χάμω νερό 10 και 20 πόντοι. Σίδερο και βαριές αλυσσίδες σκουριασμένες και χορταριασμένες σαν τα καλλώδια. Εδώ εχτίουν οι κρατούμενοι τις ποινές που τους επιβάλλει ο κ. διευθυντής. Οποιος ανακτήσει, όποιος δε συμμορφώνεται, επειδή είνε στραβόξυλο, τον κατεβάζουν κάτω, 99 σκαλιά στη μαύρη γης. Του περνούν αλυσσίδες και βάρη χειροπόδαρα και τον αφίνουν ξαπλωμένο στο νερό ανάσκελα να εχτίσει την πρόθεση ποινή. Φρίκη…» (σ. 141-2).
Καθόλου συμπτωματικά, όπως μας πληροφορεί σχετικό δημοσίευμα της βενιζελικής «Μακεδονίας» (1931), η απειλή μεταγωγής στο Ιτζεδίν χρησιμοποιούνταν εκείνα τα χρόνια στις υπόλοιπες φυλακές ως φόβητρο, προκειμένου να εξασφαλιστεί η πειθαρχία των δικών τους εγκλείστων (σ. 155).
Διαχρονικό βάσανο ήταν αυτό της ύδρευσης: «Τα ελάχιστα πηγάδια που είχαν ανοιχθεί από τους Οθωμανούς και οι βρύσες μέσα στις φυλακές έβγαζαν ένα υφάλμυρο κιτρινωπό υγρό, τελείως ακατάλληλο για πόση. Μετά από χρόνια διαμαρτυριών και αγώνων, οι πολιτικοί κρατούμενοι κατάφεραν να υδροδοτούνται καθημερινά οι φυλακές Ιτζεδίν από μια υδροφόρα», αποκτώντας δικαίωμα σ’ έναν γκαζοντενεκέ ημερησίως ο καθένας για όλες τις ανάγκες του (σ. 263-4). Αλλα δομικά προβλήματα ήταν οι αμμοθύελλες το καλοκαίρι, η θανατερή υγρασία τον χειμώνα, αλλά και ο διαρκής φόβος των σεισμών, με δεδομένη την προβληματική στατικότητα των κτιρίων.
Την εχθρότητα της φύσης συμπλήρωναν οι ποικίλες πτυχές συνειδητής καταπίεσης: αυστηρότερος εσωτερικός κανονισμός απ’ ό,τι στις υπόλοιπες φυλακές, με υποχρεωτική παραμονή των κρατουμένων στα κελιά τους 17 ώρες το 24ωρο· συχνοί ξυλοδαρμοί κι ακόμη συχνότεροι εγκλεισμοί στο πειθαρχείο· επισκεπτήριο 4 όλες κι όλες φορές τον χρόνο, με αποκλεισμό των Κυριακών και των μεγάλων γιορτών· τιμωρητικές στερήσεις κι ανεξήγητες απώλειες επιστολών καθ’ οδόν· άθλια σίτιση κι απαγορεύσεις προμήθειας συμπληρωματικών τροφίμων· ανύπαρκτη, τέλος, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, προϊόν συνειδητής επιλογής να τσακιστεί σωματικά και ηθικά ο «εσωτερικός εχθρός».
Συγκλονιστική είναι η περιγραφή του θανάτου του Γιώργου Ερυθριάδη, μέλους του Π.Γ. του ΚΚΕ, που ξεψύχησε αβοήθητος κι εγκαταλειμμένος στην πτέρυγα φυλακισμένων του νοσοκομείου Χανίων μετά την καθυστερημένη μεταφορά του εκεί στην καρότσα ενός φορτηγού, καθώς η υπηρεσία των φυλακών αρνούνταν πεισματικά να ειδοποιήσει γιατρό (σ. 342-8). Εξίσου εύγλωττη η καταγγελία του Κώστα Λουλέ το 1956: «Είναι τώρα πάνω από 7 μήνες που κατουρώ συνέχεια αίμα. Κι όμως, όχι μόνο δεν έκανα καμιά απόλυτα θεραπεία, μα ούτε και μου ’γινε ακόμα η σχετική ιατρική εξέταση, για να ξέρω τουλάχιστον τι έχω»· σχετικό αίτημά του, πληροφορούμαστε, απορρίφθηκε όχι μόνο από τους αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες και δικαστικούς αλλά κι από τον ίδιο τον υπουργό Δικαιοσύνης του Καραμανλή (σ. 277-9).
Πέντε, τέλος, θανατοποινίτες εκτελέστηκαν στο ίδιο το Ιτζεδίν, όλοι τους μετά το τέλος του Εμφυλίου. Οι πρώτοι τέσσερις είχαν καταδικαστεί για κατοχικά «εγκλήματα» του ΕΛΑΣ και τουφεκίστηκαν στα τέλη του 1949· ο πέμπτος, πάλι, αιχμάλωτος πολιτικός επίτροπος τάγματος του ΔΣΕ, εκτελέστηκε την Κυριακή 23 Μαρτίου 1952, μία βδομάδα ακριβώς πριν από τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του.
Μια παράλληλη κοινωνία
Η ιστορία του Ιτζεδίν δεν είναι όμως μονάχα μια αλυσίδα από επεισόδια και πρακτικές βάναυσης καταπίεσης. Περιλαμβάνει ταυτόχρονα και την αντίθετη ακριβώς εικόνα: την επίμονη προσπάθεια μιας μεγάλης μερίδας πολιτικών κρατουμένων να επιβιώσουν σωματικά και (κυρίως) ψυχικά, οργανώνοντας –όπως σε όλους τους αντίστοιχους χώρους εγκλεισμού– τη συλλογική διαβίωσή τους ως παράλληλη, κυριολεκτικά, κοινωνία.
Μια πτυχή αυτής της τελευταίας ήταν η εκπαιδευτική: βασικά μαθήματα σε αναλφάβητους (πολιτικούς και ιδίως ποινικούς) συγκρατούμενους, αλλά και μαρξιστικοί κύκλοι μελέτης (από κομμουνιστές) ή κοινωνιολογίας (από αστούς διανοούμενους, όπως ο Φίλιας). Η εισαγωγή βιβλίων, εφημερίδων και άλλου μορφωτικού υλικού ισοδυναμούσε κι αυτή με ολόκληρο αγώνα, προκειμένου να διασκεδαστούν (ή και να παρακαμφθούν με μύρια όσα τεχνάσματα) οι δρακόντειες σχετικές απαγορεύσεις, που μπορούσαν να περιλάβουν ακόμη και την «Ιστορία» του Παπαρρηγόπουλου, όταν η έκδοσή της κρινόταν πως έχει «προβληματικό» σχολιασμό.
Εξίσου ευρεία υπήρξε και η γκάμα των καλλιτεχνικών παραστάσεων, μέσω των οποίων οι κρατούμενοι κατοχύρωσαν ένα μίνιμουμ συλλογικής διασκέδασης: από αυτοσχέδιες παντομίμες μέχρι οργανωμένες θεατρικές παραστάσεις – ακόμη και μπαλέτο, όπως διαβάζουμε στις αναμνήσεις του Πάνου Τζαβέλλα (σ. 290-1).
Ευδιάκριτα αποτυπώνεται και η αλληλεγγύη των απέξω, στα χρόνια ιδίως του Μεσοπολέμου. Οταν οι πρώτοι 18 κομμουνιστές κρατούμενοι έφτασαν λ.χ. στο Ιτζεδίν το 1930, οι σύντροφοί τους της «Εργατικής Βοήθειας» στα Χανιά έφτιαξαν μέσα σ’ έναν μήνα ισάριθμα ξύλινα κρεβάτια, για να τους προστατεύσουν από τον βέβαιο χαμό που προοιωνίζονταν οι συνθήκες εγκλεισμού που περιγράφηκαν (σ. 145 & 148).
Η συμβίωση των πολιτικών κρατουμένων δεν είχε φυσικά μονάχα ειδυλλιακές στιγμές. Ειδικά κεφάλαια του βιβλίου μάς πληροφορούν επίσης για την άλλη όψη αυτής της καταναγκαστικής συλλογικής διαβίωσης και οργάνωσης: οξύτατες διαμάχες μεταξύ διαφορετικών οργανώσεων, σε καιρούς ιδίως διάσπασης (όπως το 1956-1958 ή το 1968), κυρίως όμως επώδυνος αποκλεισμός των αντιφρονούντων σε εποχές κομματικής «κανονικότητας».
Ορατές είναι επίσης οι διαφορές, μεταξύ Μεσοπολέμου και μεταπολεμικών χρόνων, όσον αφορά τη σχέση των πολιτικών κρατουμένων με τους ποινικούς. Τη δεκαετία του 1930, το πειθαρχικό μέτρο της ανάμειξης των πρώτων με τους δεύτερους ακυρώθηκε στην πράξη, ομολογεί στην αρθρογραφία του ο τότε διευθυντής, όταν οι φυλακισμένοι κομμουνιστές αντί να πτοηθούν άρχισαν κάνουν πολιτική κατήχηση στους ποινικούς συγκρατουμένους τους (σ. 159). Η έξοδος της ελληνικής Αριστεράς από το περιθώριο τη δεκαετία του 1940 θα τροποποιήσει απεναντίας αισθητά τη στάση των φυλακισμένων αγωνιστών απέναντι σ’ αυτή την παράλληλη κοινωνία των ποινικών. Τουλάχιστον αυτό προκύπτει από τις διαθέσιμες μαρτυρίες – αν δεν πρόκειται απλά για το αποτέλεσμα μιας συλλογικής αυτολογοκρισίας, ελέω προσαρμογής στην κομματική ορθότητα.
Από την Ιστορία στη συλλογική μνήμη
Το τελευταίο μέρος του βιβλίου περιγράφει, όπως είπαμε, τη διαδρομή του Ιτζεδίν μετά το κλείσιμο των εκεί «Εγκληματικών Φυλακών» το 1971. Το 1975 η χρήση του παραχωρήθηκε από την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου στον Ναύσταθμο Κρήτης, από τον οποίο επιστράφηκε στην ΚΕΔ το 2008 μ’ εξαίρεση τον βόρειο προμαχώνα του, που εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για ασκήσεις του Πολεμικού Ναυτικού· το 2011, μετά την ψήφιση του μεσοπρόθεσμου ημι-μνημονίου, πέρασε μαζί με την υπόλοιπη περιουσία της ΚΕΔ στη νεοσύστατη Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ). Στο μεσοδιάστημα, το υπουργείο Δικαιοσύνης ζήτησε επί κυβέρνησης του πατρός Μητσοτάκη την επαναλειτουργία του ως φυλακή (1990), το σχετικό αίτημα απορρίφθηκε ωστόσο λόγω της αντίδρασης του ΥΠΕΘΑ και των τοπικών κοινωνιών.
Στο ευρύτερο κοινό, πάλι, οι χώροι του φρουρίου κατέστησαν το ίδιο διάστημα οικείοι χάρη σε δύο δημοφιλή κινηματογραφικά έργα που γυρίστηκαν εκεί: τις «Μέρες του ’36» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1972), που μεταξύ άλλων διέσωσαν και την εικόνα της εσωτερικής διαρρύθμισης της φυλακής προτού το Ναυτικό κατεδαφίσει διάφορα κτίσματά της, και «Το τελευταίο σημείωμα» του Παντελή Βούλγαρη (2017).
Ο χώρος δεν επαρκεί για να σκιαγραφήσουμε τον αγώνα που έχουν δώσει διάφορες συλλογικότητες της τοπικής κοινωνίας, και πάνω απ’ όλα της Αριστεράς, για τη διάσωση του μνημείου από τη φθορά και τη μετατροπή του σε χώρο ιστορικής μνήμης· ο αναγνώστης μπορεί ν’ αναζητήσει τις λεπτομέρειες αυτής της διαδρομής στο ίδιο το βιβλίο. Περιοριζόμαστε μόνο σε μία παράπλευρη πλην αποκαλυπτική λεπτομέρεια: το αρχείο των φυλακών του Ιτζεδίν, με πολύτιμα στοιχεία για τους πολιτικούς κρατούμενους των δεκαετιών του 1930 και του 1940, εντοπίστηκε το 2017 στις φυλακές Αλικαρνασσού, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Παρ’ όλες τις σχετικές προσπάθειες, αντί να μεταφερθεί για φύλαξη κι αξιοποίηση στο καθ’ ύλην αρμόδιο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, παραμένει μέχρι σήμερα αποθηκευμένο στις φυλακές της Αγυάς, σε μια κατάσταση αποκαλυπτική του πόσο σέβονται σήμερα οι κάθε είδους αρχές την (πραγματική) ιστορία του τόπου.