Τα παλιά τα χρόνια η ζωή των ανθρώπων ήταν διαφορετική από την σημερινή εποχή. Η οποία τους ανάγκαζε να λύνουν τα προβλήματα με τρόπους δικούς τους που ήταν νόμοι όπου τους εφάρμοζαν και τους διατηρούσαν σαν συμβόλαιο χωρίς να έχουν μάρτυρες. Έτσι ήταν η ΣΥΖΕΨΙΑ που έκαναν οι δύο άνθρωποι. Ο μεν νοικοκύρης που λεγόταν ο πλούσιος με το φτωχό τότες γινόταν συζευξάδες. Ο νοικοκύρης που είχε τα αιγοπρόβατα συμφωνούσε και τα έδινε στο φτωχό για ένα χρονικό διάστημα των πέντε χρόνων. Τα επιμελείτο και τα πρόσεχε ωσότου περάσουν τα πέντε χρόνια. Μετά ο βοσκός δικαιούτο τα μισά που μετά τα πέντε χρόνια είχαν πλησιάνει σ’ αυτό το διάστημα. Ο Νόμος τους έλεγε ότι από τον πρώτο χρόνο μοιραζόταν το εισόδημα των αιγοπροβάτων.
Το ίδιο πράγμα γινόταν και με ένα κτηματία, που είχε πολλά χωράφια. έτσι εσυμφωνούσε με έναν άπου δεν είχε αυτός χωράφια αλλά είχε βόδια απού ζευγάριζε τα χωράφια. Ο κτηματίας για να κάνουν την συζεψιά διέθετε τα χωράφια , τον σπόρο , ότι ήταν σιτάρι ή κριθάρι και ο ζευγάς την εργασία. Με αυτόν τον τρόπο γινόταν ο συνεταιρισμός που τότες τον έλεγαν ΣΥΖΕΨΙΑ.
Κάποτε ένα σύντεκνος είχε μια γουρούνα και θεώρησε καλώς να δώσει ένα θηλυκό γουρούνι του συντέκνου του να το μεγαλώσει να γίνει γουρούνα να το έχουν μαζί. Μια μέρα ο πρώτος σύντεκνος πηγαίνει το γουρούνι του αλλουνού σύντεκνου. Αλλά ο σύντεκνος έκανε δήθεν ότι δεν κατάλβε τη συμφωνία και σε λίγες μέρες σφάζει το γουρούνι και το πηγαίνει του σύντεκνου το μισό. Ο σύντεκνος παραξενεύτηκε με την πράξη του συντέκνου του και του λέει ηγούει μου σύντεκνε την έκανες. «Ήντα δεν μου είπες ότι το έχομε μαζί»
Ανάγκαζε: υποχρέωνε
Ζευγάριζε: όργωνε
Ηγούει μου: κακοπόθανο
Ανδρέας Γ. Αρολιθιανάκης