Της Πηνελόπης Ι. Ντουντουλάκη
Μόλις που έφευγε ο χειμώνας στο παραθαλάσσιο χωριό. Οι ζεστές ακτίνες του πρώιμου ανοιξιάτικου ήλιου έπεφταν πάνω στο ανηφορικό σύμπλεγμα των βράχων στο Πάνω Μποστάνι, έτσι έλεγαν το ψηλότερο μέρος του χωριού. Το Κάτω Μποστάνι άρχιζε αμέσως πιο κάτω από τον φαρδύ κεντρικό δρόμο. Κατηφορικά μονοπάτια, που κάποτε περιστοιχίζονταν από πυκνές καλαμιές, οδηγούσαν στη θάλασσα.
Σε άλλους καιρούς, στο χωριό αυτό οι κάτοικοι φύτευαν και έβγαζαν τις πιο νόστιμες τομάτες και τα πιο λαχταριστά καρπούζια. Τα χαμηλά σπίτια με τις κεραμοσκεπές είχαν αυλές γεμάτες πολύχρωμα λουλούδια και μυρωδικά.
Το βραχοσκέπαστο ύψωμα του χωριού, εκέι που ξεκινούσε ο δρόμος για το Πάνω Μποστάνι, σκεπαζόταν από τα στρογγυλά σαν πιατάκια καταπράσινα φύλλα του φυτού που το παρανόμι του, το παρατσούκλι του όπως λέμε, ήταν “καπουτσίνος”. Τα φύλλα αυτά έμοιαζαν και με φαρδύ στρογγυλό γιακά. Πάνω και ανάμεσά τους ξεπρόβαλλαν τα άνθη του καπουτσίνου, ποιυ είχαν σχήμα μικρού χωνιού και χρώμα πορτοκαλοκίτρινο. Κεραμιδόχρωμες γραμμώσεις στόλιζαν, από τη βάση ως την κορυφή, κάθε πέταλό τους.
Λένε πως το φυτό αυτό, που το επιστημονικό όνομά του είναι tropaeolum majum, ευδοκιμεί στα θερμά κλίματα και πως αρχική πατρίδα του ίσως να είναι η Νότια Αμερική.Τώρα, για το πώς βρέθηκε να ανθίζει από πολύ παλιά στο Πάνω Μποστάνι, δεν υπάρχει γνωστή απάντηση. Το παρατσούκλι του φυτού, πάντως, μοιάζει να συνδέεται με τους καπουτσίνους μοναχούς, καθώς τα πράσινα στρογγυλά φύλλα μοιάζουν, όπως είπαμε, με φαρδύ στρογγυλό γιακά, τα πορτοκαλοκίτρινα άνθη παραπέμπουν, ίσως, στις κεφαλές των μοναχών, ενώ οι κεραμιδόχρωμες γραμμώσεις θυμίζουν τη ζώνη που φορούν οι μοναχοί πάνω από το ράσο τους, μια ζώνη από καφετί κορδόνι.
Ήταν απίστευτα όμορφη η η θέα των ανθισμένων καπουτσίνων που κάλυπταν τα βράχια και ανηφόριζαν μέχρι τους φράχτες των σπιτιών στο Πάνω Μποστάνι. Το παχύ, καταπράσινο χαλί που σχημάτιζε το φύλλωμά τους, έμοιαζε να είναι κεντημένο με χαρούμενα, φωτεινά χωνάκια και ομόρφαινε αφάνταστα εκείνη τη βραχώδη πλαγιά.
Τοτε υπήρχαν και άλλα φυτά που σκαρφάλωναν σε φράχτες αλλά και σε δέντρα, όπως εκείνο το φυτό με τα φύλλα σε σχήμα καρδιάς και τα μεγάλα, μενεξελιά χωνάκια. Το όνομά του ήταν “πρωινή χαρά”, ενώ κάποιοι το έλεγαν και “πρωινή δόξα”, επειδή ήταν τόσο, μα τόσο εντυπωσιακό και αιχμαλώτιζε την προσοχή του διαβάτη, από την πρώτη κιόλας ματιά. Βέβαια όταν η πρωινή χαρά σκαρφάλωνε πάνω σε δέντρα, τα τύλιγε ολόγυρα, τα σκέπαζε ασφυκτικά και τα θανάτωνε, καθώς εκείνα δεν είχαν πια αέρα και φως. Ήταν ένα φυτό με πολύ γρήγορη ανάπτυξη και τα βλαστάρια (ή τα πλοκάμια του, όπως έλεγαν κάποιοι), έφταναν παντού. Η πρωινή χαρά σκεπαζε και παλιά σπίτια, νερόμυλους, περιβόλια και χαλάσματα. Με τον καιρό, οι άνθρωποι άρχισαν να την ξεριζώνουν από τις περιουσίες τους. Έλεγαν: ” Φυτέψαμε την πρωινή χαρά επειδή μας άρεσαν τα λουλούδια της, αλλά καταστράφηκαν τα δέντρα μας!”.
Ωστόσο, επειδή κ΄λαθε τι νεόφερτο και εντυπωσιακό συχνά προσελκύει, για κάποιο διάστημα, την προσοχή των ανθρώπων, κάποιοι άρχισαν να αγοράζουν και να φύτεύουν βουκαμβίλιες. Η βουκαμβίλια ήταν ακόμα τότε σχεδόν άγνωστη στο Πάνω Μποστάνι, καθώς όμως άρχισαν σιγά-σιγά να χτίζονται ξενοδοχεία στο χωριό και να έρχονται ξένοι επισκέπτες για παραθερισμό, άρχισε και η βουκαμβίλια να δεσπόζει στις αυλές. Βλέπετε, μπορεί το φυτό αυτό να έχει ξυλώδη, άχαρο κορμό και αγκάθια, αλλά τα άνθη του έχουν διάταξη σε μπουκέτα και τα χρώματά τους είναι πάντα σε τόνους λαμπρούς. Μωβ, κόκκινες, βαθυκίτρινες, ή, άλλοτε, λευκές ταξιανθίες που έμοιαζαν να είναι φτιαγμένες από χαρτί, στόλιζαν τοίχους και πέργκολες.
Όσο πλήθαιναν οι τουρίστες στο χωριό, τόσο πλήθαιναν και οι βουκαμβίλιες που χρωμάτιζαν τις αυλές των νέων ξενοδοχείων, τα οποία όλο και μεγάλωναν. Οι βουκαμβίλιες έδιωξαν τα γιασεμιά με τα λευκά άνθάκια τους, που είχαν μοναδική ευωδιά. Έδιωξαν και το, επίσης ευωδιαστό, αγιόκλημα. Οι γυναίκες έπαψαν να φορούν στο πέτο τους τις “μπουτονιέρες¨, δηλαδή μικρά μπουκέτα από μπουμπούκια γιασεμιών. Μέχρι τότε, συνήθιζαν να περνούν με βελόνα και κλωστή τους μίσχους των μπουμπουκιών και μετά τραβούσαν την κλωστή, ώστε να σχηματιστεί ένας ευωδιαστός κύκλος. Αυτό ήταν η ανθισμένη μπουτονιέρα, την οποία στερέωναν, αντί για όποιο άλλο κόσμημα, πάνω στα φορέματα ή τις ζακέτες τους.
Ο καπουτσίνος, που άνθιζε πάντα στο βραχώδες ύψωμα, δεν έμοιαζε να κινδυνεύει από την επέλαση της βουκαμβίλιας. Όμως κάποια στιγμή άρχισε, ανεξήγητα, να συρρικνώνεται και να ατονεί, ώσπου εξαφανίστηκε. Ίσως η τόση πολυκοσμία να μην του ταίριαζε. Ισως να ήταν το ότι μια ηλικιωμένη γειτόνισσα, η κυρά Δοξούλα, δεν φαινόταν πια για να ρίξει ένα κανάτι νερό, πότε-πότε, στις ρίζες του.Τώρα πια, όλοι έμοιαζε να τρέχουν για να προφθάσουν κάτι, δίχως κανείς να ξέρει τι ακριβώς. Ποιος θα βρισκόταν να σταματατήσει το βλέμμα του πάνω στα πορτοκαλοκίτρινα χωνάκια που απλώνονταν σαν μικρές σημαίες χαράς και αισιοδοξίας πάνω στα πυκνά στοργγυλόσχημα φυλλώματα;
Αργότερα, κάποιοι φύτεψαν κάκτους πάνω στα βράχια. Λίγοι ήταν εκείνοι που κράτησαν κάποια ριζούλα από τα απομεινάρια του καπουτσίνου, για να τη φυτέψουν σε μια μικρή γλάστρα στην αυλή τους.
Σιγά-σιγά χάθηκαν και οι παλιές, αυθεντικές γαρυφαλιές με τα μικρά γαρύφαλλα, εκείνες που ευωδίαζαν “μόσχο και κανέλλα”, λιγόστεψαν οι βασιλικοί και τα γεράνια.
Κάποτε, όμως, μια παλιά νοικοκυρά ανακάλυψε πως τα δροσάτα φύλλα του καπουτσίνου που άνθιζε στην αυλή της είχαν μια νόστιμη, πιπεράτη γεύση, το ίδιο και τα λουλούδια του. Άρχισε να προσθέτει τα ψιλοκομμένα φύλλα και τα λουλούδια στις σαλάτεςπου έφτιαχνε και όλοι την ρωτούσαν τι είναι αυτό το μαγικό βότανο που δίνει τόσο ξεχωριστή γεύση. Εκείνη είχε, μάλιστα, το ενδιαφέρον να ψάξει και να μάθει περισσότερα για τον καπουτσίνο. Κάπου διάβασε πως το φυτό αυτό περιέχει λουτεϊνη, μια ουσία πολύ σημαντική για την υγεία των ματιών. Ο σύζυγός της είχε μια πάθηση στα μάτια και δυσκολευόταν πολύ με την όραση. Άρχισε, λοιπόν, η καλή γυναίκα, να προσθέτει καθημερινά από ένα φύλλο ή λουλούδι καπουτσίνου στο φαγητό του άντρα της.
Δεν μπορούμε να πούμε αν ήταν η λουτεϊνη του καπουτσίνου ή η φροντίδα και η έγνοια της γυναίκας που βοήθησε περισσότερο, αλλά είναι αλήθεια πως ο άντρας έπαψε να νιώθει πως η όρασή του λιγοστεύει όλο και πιο πολύ.
Όπως συμβαίνει πάντα, οι καιροί διαρκώς άλλαζαν. Οι άνθρωποι έπαψαν να συναντιώνται και να συζητούν στα καφενεία, επειδή όλοι έτρεχαν με ένα κινητό τηλέφωνο στο χέρι και σχεδίαζαν πότε θα υποδεχτούν νέους επισκέπτες. Θηριώδη ξενοδοχεία ορθώνονταν τώρα εκεί που κάποτε έβλεπες την όμορφη ακρογιαλιά σε όλο το μήκος της διαδρομής. Ο τόπος γέμισε πολυκαταστήματα και οι τουρίστες περπατούσαν βαρυεστημένοι πέρα-δώθε, δίχως να μπορούν να γευτούν την αλλοτινή ομορφιά του τοπίου. Έβγαζαν ένα σωρό φωτογραφίες μπροστά από τις εισόδους των πολυόροφων ξενοδοχείων ή δίπλα σε κάποια ψησταριά, έπιναν τις μπύρες τους και συζητούσαν μεγαλόφωνα.
Ύστερα ήρθαν και τα χειρότερα. Αφού ο τόπος έγινε σαν όλους τους εμπορικούς τουριστικούς προορισμούς, έχασε την αλήθεια του, οπότε άρχισε να χάνει και τους επισκέπτες του. “Γιατί δεν πάμε εκεί ή παρέκει, που είναι και πιο φθηνά;” ελεγαν. Έτσι οι τουρίστες άρχισαν πάλι να ψάχνουν για άλλους τόπους, δίχως μεγάλα ξενοδοχεία και πολλά αυτοκίνητα.