Χωρίς προσεισμικό έλεγχο το 75% των δημόσιων κτιρίων – “Το βασικό μας πρόβλημα δεν είναι ο Α/Κ αλλά ότι ένα μεγάλο μέρος του δομικού αποθέματος είναι γερασμένο”
Αν και οι πρόσφατοι σεισμοί δεν χτύπησαν, ευτυχώς, μεγάλα αστικά κέντρα, κατέδειξαν για άλλη μια φορά πως το δομικό απόθεμα της χώρας παραμένει ευάλωτο απέναντι στον εγκέλαδο.
Οι εκτεταμένες βλάβες και καταρρεύσεις κυρίως σε λιθόκτιστες κατοικίες και εκκλησίες, στην Σάμο (Οκτώβριος 2020) τη Θεσσαλία (Μάρτιος 2021) και το Αρκαλοχώρι (Οκτώβριος 2021) ανέδειξαν για άλλη μια φορά την πολύ διαφορετική σεισμική τρωτότητα παλαιών και νέων κατασκευών και τον κρίσιμο ρόλο της εφαρμογής των αντισεισμικών κανονισμών στην ασφάλεια των κατασκευών.
Μόλις 3 στα 10 κτίρια πληρούν σύγχρονες αντισεισμικές προδιαγραφές
«Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα αλλά είναι το βασικό πρόβλημα σε όλες τις σεισμογενείς περιοχές όπως στην Ιταλία και την Τουρκία για να εστιάσουμε στους άμεσους γείτονές μας. Γι αυτό και διεθνώς η αντισεισμική προστασία αφορά κυρίως τρία επίπεδα:
- την αποτύπωση του προφίλ των κτιρίων που δεν έχουν κατασκευαστεί με τους σύγχρονους αντισεισμικούς κανονισμούς,
- την εκτίμηση της σεισμικής διακινδύνευσης (seismic risk) του δομικού ιστού σε κάθε περιοχή της χώρας και
- το οικονομικό σχήμα προσεισμικής ενίσχυσης των κτιρίων που τελούν υπό τη μεγαλύτερη σχετική διακινδύνευση»
αναφέρει στο ethnos.gr ο Αναστάσιος Σέξτος, πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος Αντισεισμικής Μηχανικής.
Ως προς το πρώτο, την απάντηση δίνει η διεξοδική μελέτη απογραφής τους δομικού αποθέματος του Εθνικού Προγράμματος Αντισεισμικής Ενίσχυσης Υφισταμένων Κατασκευών ΑΝΤΥΚ/ ΕΠΑΝΤΥΚ (1998-2005) του ΤΕΕ διακρίνοντας τα κτίρια σε κατηγορίες προ της εφαρμογής των πρώτων αντισεισμικών διατάξεων του 1959, του Α/Κ του 1985 που ακολούθησε των σεισμών της Θεσσαλονίκης (1978) και της Αθήνας (1981), του Α/Κ ΝΕΑΚ του 1995 και του πλέον σύγχρονου Κανονισμού ΕΑΚ2000 που αποτέλεσε απότοκο της εμπειρίας του σεισμού της Αθήνας του 1999.
Σύμφωνα με την μελέτη αυτή 7 στα 10 ιδιωτικά κτίρια (περίπου 2,5 εκατομμύρια σε απόλυτους αριθμούς κατά τη φάση της απογραφής) έχουν χτιστεί πριν από το 1985. Ενδεικτικά, υπολογίζεται ότι:
- 5% αφορά κατασκευές πριν το 1920,
- 11% κτίρια από το 1920 μέχρι το 1945 και
- 17% από το 1946 μέχρι το 1960.
Από το 1961 μέχρι το 1970 κατεγράφησαν 735.791 κτίρια (18%), από το 1971-1980 737.575 κτίρια (18%) και μεταξύ 1981-1985 404,303 (10%). Συνολικά περίπου το 80% αυτών έχει χρήση κατοικίας.
«Αν και από την ολοκλήρωση της ανωτέρω απογραφής έχει προφανώς εκσυγχρονιστεί σε έναν βαθμό το δομικό απόθεμα της χώρας η κατηγοριοποίηση αυτή καταδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος: ένα μεγάλο ποσοστό των κτιρίων (περίπου το 70% σήμερα) έχουν σχεδιαστεί με διατάξεις οι οποίες απέχουν σημαντικά από τις ισχύουσες τόσο σε σχέση με τα σεισμικά φορτία σχεδιασμού όσο και από άποψη απαιτήσεων κατασκευαστικής διαμόρφωσης (αυτού που ονομάζουμε «ικανοτικού» σχεδιασμού) μέσω του οποίου μειώνεται δραστικά η πιθανότητα κατάρρευσης σε περίπτωση ισχυρού σεισμού» εξήγησε ο κ. Σέξτος.
Χωρίς προσεισμικό έλεγχο το 75% των δημόσιων κτιρίων
Την ίδια ώρα, με πολύ αργούς ρυθμούς εξελισσόταν μέχρι πρόσφατα ο προσεισμικός έλεγχος των κτιρίων του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα στα οποία εργάζονται και εξυπηρετούνται καθημερινά εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες. Εκτιμάται ότι παρά το γεγονός ότι ο έλεγχος αυτός ξεκίνησε πριν από 20 χρόνια, ακόμη και σήμερα πάνω από το 75% παραμένει σε εκκρεμότητα.
«Είναι θετικό το γεγονός ότι μέσα από το πρόγραμμα «Αντώνης Τρίτσης» χρηματοδοτείται πλέον η προσεισμικός έλεγχος στους Ο.Τ.Α. Σε κάθε περίπτωση όμως ο έλεγχος και η ιεράρχηση της σχετικής σεισμικής διακινδύνευσης δεν είναι αυτοσκοπός. Ο πραγματικός στόχος είναι η προσεισμική ενίσχυση των κτιρίων με τη μέγιστη διακινδύνευση το οποίο βέβαια προϋποθέτει την σχετική χρηματοδότηση» προσθέτει. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για όλα τα έργα υποδομής, όπως είναι οι γέφυρες, τα συγκοινωνιακά έργα και τα λιμάνια.
O πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος Αντισεισμικής Μηχανικής Αναστάσιος Σέξτος
Πρέπει να αλλάξει ο Αντισεισμικός Κανονισμός;
«Οι ισχύοντες Αντισεισμικοί Κανονισμοί κρίνονται ως απολύτως επαρκείς τουλάχιστον με βάση όσων γνωρίζουμε σήμερα. Επιπλέον, επίκειται η έκδοση ενός πρωτότυπου διεθνώς Κανονισμού για την Αποτίμηση και τις Δομητικές Επεμβάσεις της Τοιχοποιίας (ΚΑ.Δ.Ε.Τ.) που θα συμπληρώσει του υφιστάμενους σύγχρονους κανονισμούς για κτίρια από Οπλισμένο Σκυρόδεμα δηλαδή τον Ευρωκώδικα 8, τον Ελληνικό Αντισεισμικό Κανονισμό 2000 και τον Κανονισμό Επεμβάσεων (ΚΑΝ.ΕΠΕ).
Συνεπώς με εξαίρεση τον χάρτη σεισμικής επικινδυνότητας που καθορίζει τα σεισμικά φορτία σχεδιασμού κτηρίων και υποδομών, ο οποίος ούτως ή άλλως μπορεί περιοδικά να αναθεωρείται όσο αυξάνονται οι ενόργανες μετρήσεις της σεισμικής κίνησης στην Ελλάδα και ενδεχομένως την καλύτερη κατηγοριοποίηση των εδαφών, το κανονιστικό πλαίσιο σχεδιασμού αντισεισμικών κτηρίων είναι σύγχρονο και συγκρίσιμο με τους πιο προηγμένους κανονισμούς διεθνώς. Το βασικό μας πρόβλημα δεν είναι ο Α/Κ αλλά ότι ένα μεγάλο μέρος του δομικού αποθέματος είναι γερασμένο» επισημαίνει ο κ. Σέξτος.
Τι πρέπει να γίνει – Το ιταλικό μοντέλο
Σύμφωνα με τον ίδιο πρέπει να πραγματοποιείται ο προσεισμικός έλεγχος δομικής τρωτότητας στο πλαίσιο της Ηλεκτρονικής Ταυτότητας Κτηρίου και να καταστεί υποχρεωτικός για κάθε μεταβίβαση ακινήτου κατ’ αναλογία με το Πιστοποιητικό Ενεργειακής Απόδοσης. «Χωρίς να υποτιμά κανείς τη σημασία της ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων, αυτή δεν επαρκεί αν αυτό δεν είναι ασφαλές». Πάγια θέση του Ελληνικού Τμήματος Αντισεισμικής Μηχανικής, του ΤΕΕ και του Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών Ελλάδας είναι η θεσμοθέτηση ενός προγράμματος παρόμοιου με το «ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΩ» ή/και ενός σχήματος φορολογικής ανταποδοτικότητας κατά το πρότυπο της Ιταλίας, η οποία να χρηματοδοτεί άμεσα ή έμμεσα την προσεισμική ενίσχυση ιδιωτικών κτιρίων ως συνάρτηση του στόχου επιτελεστικότητας (δηλ. του βαθμού αναβάθμισης από τις προδιαγραφές ενός παλαιότερου κανονισμού προς έναν νεότερο).
Σε σχέση με τα δημόσια κτίρια και τις υποδομές απαιτείται ταυτόχρονα, όπως λέει ο κ. Σέξτος, να εκσυγχρονιστεί το σύνολο του πλαισίου του προσεισμικού ελέγχου, για τη γρηγορότερη συλλογή και ηλεκτρονική διαχείριση των δεδομένων αξιοποιώντας έξυπνες συσκευές και τεχνολογίες, αυτόματη αποτύπωση σε χάρτη, διασύνδεση με το Κτηματολόγιο, τη Στατιστική Υπηρεσία και την Ηλεκτρονική Ταυτότητα του Κτιρίου. Σημαντικό μέτρο είναι και η άρση της επικινδυνότητας ετοιμόρροπων ή/και μη κατοικημένων κτηρίων με στατικά προβλήματα, τηρουμένων όλων των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας όσο διαρκεί η μετασεισμική ακολουθία, καθώς και η αποσαφήνιση του θεσμικού πλαισίου για την διενέργεια υποστυλώσεων και καθαιρέσεων σε ιδιωτικά κτήρια συμπεριλαμβανομένης της διευθέτησης επικαλύψεων αρμοδιοτήτων.
ethnos.gr