Γράφει ο Κανάκης Ι. Γερωνυμάκης
Προπολεμικά ο Βουβάς είχε 20 σπίτια ανοιχτά και τα Νομικιανά 22. Τα Νομικιανά θεωρούνται συνοικία του Βουβά. Το Βουβιανόλαγγο ήτανε τα διοικητικά όρια του Βουβά μα και των κοινοτήτων Ίμβρου και Ασφένδρου και στη συνέχεια των Τρυπών ο Δογκός, προς τα πάνω. Το 1940 η κοινότητα Ασφένδου είχε 343 κατοίκους.
Από το Βουβιανόλαγγο, παράλληλα με τον τοίχο του Μοσχοναριού άρχιζε ο βατόδρομος και περνώντας από πίσω από τον Αγ. Γιάννη άφηνε προς τα κάτω τα λιόφυτα και προς τα πάνω τα Βολουδιανά πλάγια. Από την Μοναστηριακή ελιά (μπροστά από το σπίτι του Στρ. Κγαιαδάκη) μια διακλάδωση του περνούσε από τα πάνω χωριά και ο κεντρικός περνούσε από το κέντρο του χωριού και σμίγανε στον Πυροβόληδων τα σπίτια. Επροχωρούσε και φτάνοντας στα Νομικιανά, μια διακλάδωση πήγαινε προς το πηγάδι και άλλη περνούσε κάτω από τα Νομικιανά και ενώνονταν εκεί που είναι τώρα καινουργιοχτισμένα σπίτια.
Όπως άκουγα από τους γέρους, κατά την παιδική μου ηλικία, Βουβάς και Νομικιανά είχανε 60 ζευγάδες. Κάθε ζευγάς είχε απαραιτήτως και το αλώνι του. Πάρα πολλά αλώνια ήτανε σε διάφορα μέρη του χωριού και το θυμάμαι. Στον Χαλασέ (ανατολικά των Νομικιανών) ήτανε ίσως και 20 αλώνια. Την περιοχή την ξέραμε «στα Αλώνια». Κάποια φορά κατά τον 19ο αιώνα, έκανε μια τρομερή νεροποντή και το φαράγγι του Κάπνη εκατέβασε τεράστιες ποσότητες χαλίκια και εκάλυψε πολλά αλώνια μα και ένα σώχωρο με ελιές των Κουρκουλών το εξαφάνισε με τα 70 δέντρα του. Κάθε σπίτι απαραιτήτως είχε και τον φούρνο του.
Είχε πολλά πρόβατα το χωριό. Το καλοκαίρι και την άνοιξη κάνανε στην περιοχή του Αφφένδου 4 ορεινά τυροκομεία. Τον χειμώνα τα πιο πολλά πηγαίνανε στα χειμαδιά. Είχε πάντα τεχνίτες το χωριό (χτίστες, ξυλουργούς και σιδηρουργούς). Είχανε πάντα αρκετή μελισσοκομία και αρκετά αμπέλια στο θερινό τους χωριό στο Ασφένδου. Αίγες δεν είχε ποτέ πολλές το χωριό μας.
Τα Νομικιανά ήτανε η διαχείμανση Ασφενδιωτών και κυρίως Μπαρδάδων. Ένας Μπαρδάς αναφέρεται ότι συμμετείχε σε μια επιτροπή, όταν πήγανε στο Ηράκλειο, τότε που πέρασεη η Κρήτη στα χέρια των Τούρκων. Οι Μπαρδάδες ήταν οι πρόγονοι των Γερωνυμάκηδων και Χατζιδάκηδων. Στον Βουβά κυριαρχούσε το Νιμπριώτικο στοιχείο, κυρίως από απογόνους των Παττακών από τον κλάδο των Βολουδιανών. Ο αρχηγός του Αποκόρωνα Κωσταρός Βολουδάκης μετοίκισε στον Βαφέ μεγάλος. Στον Βουβά το σπίτι του ήτανε αυτό που ανήκει τώρα στον Γεώργιο Σταύρου Περρού. Με το πέρασμα των χρόνων, με αγοραπωλησίες εκυριάρχησε στον Βουβά το Ασφενδιώτικο στοιχείο και για πολλές δεκαετίες ήτανε η έδρα της κοινότητος Αφένδου ο Βουβάς.
Στην ιστορία η κοινότητα Ασφένδου έχει αξιόλογη παρουσία.
1) Κατά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη οι Ασδενδιώτες έλαβαν μέρος «με δύο μπαϊράκια». Στο ένα ήτανε αρχηγός ο Νικόλαος Δεληγιαννάκης (ο πατέρας των στρατηγών Δεληγιαννάκηδων) που εμάχετο από το Ξυλόδεμα και το άλλο ήτανε αρχηγός ο Μπουρμπαχοστρατής όπου και εσκοτώθηκε στη μάχη στην Αράδαινα.
2) Στην επανάσταση του 1821, ο Γεώργιος Δεληγιαννάκης, ως αρχητός της επαρχίς Ρεθύμνου εσκοτώθηκε από τους Τούρκους. Το Αρκάδι το κρατούσανε οι Τούρκοι το 1822 μα πήγε και το κατέλαβε ο Γεώργιος Δεληγιαννάκης, μα εσκοτώθηκε εκεί ο αδελφός του Γιάννης Δεληγιαννάκης ως οπλαρχηγός.
Στη μάχη του Φραγκοκάστελου όπως γράφουνε όλες οι ιστορίες, ο ρόλος του Στρατή Δεληγιαννάκη ήτανε και πρωταγωνιστικός μα και αποτελσματικότητος. Κατά την επανάσταση του 1821 ο Αναγνώστης Γερωνυμάκης ήτανε στο στρατιωτικό μέρος τριακοσίαρχος μα και στην επαναστατική κυβέρνηση ήτανε «φροντιστής» πολέμου.
3) Κατά την επανάταση του 1866-69 οπλαρχηγός από την κοινότητα Ασφένδου ήτανε ο Μανούσος Μπολιώτης όπου και τραυματίστηκε στα Φράτσια, όπου (όπως άκουσα από τον γιό του Προκόπη Μπολιώτη) στελέχη των επαναστατών ήταν οι Εμμ. Μαρινάκης, Εμμ. Χιωτάκης, Ιωάννης Πατατούκος και Γεώργιος Γερωνυμάκης. Ο Γ. Γερωνυμάκης ήτανε ο παππούς μου και βρήκα στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης το έγγραφο που τον προήγαγε σε διακοσίαρχο. Ήτανε οπλαρχηγός των Ασφενδιωτών και ο Α Σηφοδασκαλάκης. Μα και τον Μανόλη Χιωτάκη και τον Μανόλη Μαρινάκη κάπου τους διάβασα οπλαρχηγούς σημαιοφόρος του Μ. Μπολιώτη ήτανε ο Ι. Πατατούκος.
4) Κατά την απελευθέρωση της Χίου εσκοτώθηκε ο Γεώργιος Πέρρος σας αρχηγός 150 εθελοντών. Στον Μακεδονικό Αγώνα ο Γ. Πέρρος ήτανε σημαντικό στέλεχος.
Τον Νοέμβριο του 1944 διοικητής του λόχου των Σφακίων ήτανε ο Βουβιανός Προκόπιος Μπολιώτης, λοχαγός στην μάχη της Παναγιάς όπου έκαναν πίσω τους Γερμανούς με σπασμένα μούτρα. Υποδιοικητής του λόχου ήτανε ο Νικόλαος Μ. Σφηνιαδάκης, έφεδρος ανθυπολοχαγός επίσης Βουβιανός. Ο Μπολιώτης ετραυματίστηκε βαριά από θραύσμα οβίδος σ’ αυτή τη μάχη.
Επίσης ο ηρωικότατος Ιωσήφ Λιάπης η Βολουδάκης, από τους Παττακούς, είχε θερινό του χωριό την Ίμβρο μα χειμωνικό τον Βουβά. Όπως γράφομε και αλλού, στον Βουβά κυριαρχούσε το Ιμβριώτικο στοιχείο. Και οι τρεις εκκλησίες του Βουβά ανήκουνε ακόμα στην ενορία της Ίμβρου (Χριστό9ς, Αγ. Παρασκευή και Αγ. Γιάννης). Οι Ασφενδιώτες είχανε την Αγ. Ζώνη στα Νομικιανά.
Πεζόδρομοι: Στον κάμπο και στο βουνό ήτανε πάρα πολλοί γαϊδουρόδρομοι από τους οποίους διακινούσαμε τα στάχια και τα άλλα μας προϊόντα. Όλοι αυτοί γεμίσανε θάμνους και τώρα κανείς δεν ξέρει που ήτανε. Ήτανε και οι δρόμοι που ενώνανε τη Χώρα Σφακίων με τα ανατολικά Σφακιά. Ήτανε ένας δρόμος που ερχότανε από Φραγκοκάστελλο και περνώντας από της Παπαδιάς το Ρούμα και από την παραλία του Κούτελου επήγαινε προς Χώρα Σφακίων. Ένας άλλος ερχότανε από Πατσιανό και περνόντας τπό τη θέση του σημερινού Αγ. Νεταρίου – Μακριές Συκιές – Χριστός (νοτίως του Βουβά) προχωρούσε νοτίως του Βρασκά και νοτίως Κομητάδων προς Χώρα Σφακίων. Τώρα με τους αγροτικούς αυτοκινητόδρομους όλα αυτά ανήκουνε στο παρελθόν. Αμαξωτό δρόμο στον Βουβά και τα Νομικιανά αποχτήσαμε το 1960.
Ύδρευση: Από ύδρευση τα Νομικιανά είχανε το κοινοτικό πηγάδι που παρείχε ικανοποιητική παροχή όλο τον χρόνο και πολύ καλό πόσιμο νερό. Ο Βουβάς, είχε το κοινοτικό «Φονοπήγαδο», που διέθετε μόνο τους χειμερινούς μήνες αρκετή παροχή νερού, ενώ το φθινόπωρο εστέρευε, μια και το νερό αυτό ήτανε πάρα πολύ βλυχό και δεν επίνετο ευχάριστα, και ούτε δεν έψηνε τα όσπρια και ούτε δεν έκανε σαπουνάδα. Είχαμε όπως πολλά ιδιωτικά πηγάδια που και αυτά, τα πιο πολλά παρείχανε βλυχό νερό. Από τη δεκαετία του 1970 που βρήκαμε νερό ατέλειωτο με γεωτρήσεις, τα πιο πολλά πηγάδια τα κάνανε βόθρους στις τουαλέτες, ενώ το «φονοπήγαδο» το καλύψανε για να κάνουνε τη δυτική πλατεία του Βουβά και είναι κάτω εκεί που τώρα είναι το ηρώο. Θεωρώ όμως απαραίτητο να αναφέρω ότι ακριβώς απέναντι από το σπίτι του Νικόλαου Σφηνιά και ακριβώς κάτω από τη συκιά, ήτανε ένα πηγάδι των Χιώτηδων 8 μέτρα βάθος. Άμα έπαψε να είναι απαραίτητο του βάλανε απάνω μια παχιά λαμαρίνα και απάνω μπάα. Σε κάποια χρόνια θα σαπίσει η λαμαρίνα και θα πέσει και θα υπάρξει εκεί κίνδυνος.
Δεξαμενές του νερού ήτανε πριν τον πόλεμο στου Γ. Μπολιώτη το σπίτι (που το είχε αγοράσει από τους Βελήδες ή Βολουδάκηδες. Εκεί ήταν το μοναδικό διώροφο στον Βουβά), άλλη στου Μανούσου Μπολιώτη, μία των Πυροβόληδων και μία του Προκόπη Μπολιώτη. Στο Ασφένδου, που ήτανε η θερινή διαμονή των Βουβιανών, Νομικιανών μα και των Κολοκασιανών, δεν υπήρχε καμία φυσική πηγή νερού, και κάθε σπίτι είχε τη δεξαμενή του, όπου πριν ανακαλυφθεί το τσιμέντο, εκοπανίζανε «βίσαλα» (σπασμένα κεραμικά) και τα κάνανε σκόνη μετά βάζανε λίγη «μπουσουλάνα» (σαντορινιό χώμα) και πολύ ασβέστη και το μαλάζανε 40 μέρες και μετά κάνανε την επικονίαση. Έτσι άκουσα από γέρους όταν ήμουνα παιδί.
Τοπωνύμια: Τα τοπωνύμια έχουνε ιδιαίτερη σημασία και έχουνε συχνά σχέση και με την ιστορική και με την πολιτιστική μας κληρονομιά. Π.χ. στης Ίμβρου το φαράγγι κατά την επανάσταση του 1866-69 εγίνανε πολλές μάχες. Εκεί που είχανε αποθηκευμένο το πολεμικό υλικό έμεινε τοπωνύμιο: «Στσι Αποθήκες» και τον σπήλιο που θεραπεύανε τους τραυματίες το λένε τώρα «Στο νοσοκομείο». Ενώ στον σπήλιο που βρήκανε τους περισσότερους κατοίκους των Κομητάδων οι Τούρκοι και τους σφαγιάσανε όλους, τώρα το λέμε «Στων Κομητιανών την Χώρα». Μα και στην περιοχή της κοινότητας Ασφένδου, όπως προχωρούμε από Ασφένδου προς Ασκύφου, μόλις προβάλλομε στην Άμπελο, η τοποθεσία λέγεται «Στης Τέντας το Σελί». Από τον Γεώργιο Δασκαλάκη, που πέθανε πριν δεκαετίες υπερήλικας, άκουσα ότι εκεί κατά της μάχη της Αμπέλου εσκοτώσανε οι Τούρκοι μια γυναίκα που ακόυγετο «Τέντα». Δεν ξέρω τίποτα περισσότερο σχετικά. Μα και κατά την επανάσταση του 1866-69, εσκότωσαν οι Τούρκοι στο χωρό Βιλαντρεδων τον Ανδρέα Μπολιώτη. Ήτανε αδερφός του αρχηγού των Ασφενδιωτών Μανούσου Μπολιώτη και, προς εκδίκηση εσκοτώσανε στου Κάπνη το φαράγγι τρεις Τούρκους που είχανε αιχμαλώτους. Ο ένας λεγότανε Σκαντάλης και τον σκότωσαν κοντά σε ένα πρίνο και ακόμα το τοπωνύμιο ακούγεται «Του Σκανδάλη ο Πρίνος».
Πολλά από τα τοπωνύμια έχουνε σχέση με την πολιτιστική μας κληρονομιά. Πιο μέσα από τα Νομικιανά, στη μικρή χαράδρα ήτανε το πρωτόγονο ελαιουργείο, που τότε το λέγανε «αλετριγουδιά». Αυτό έμεινε τοπωνύμιο.
Νοτίως των Νομικιανών είναι ένα σπηλιάρι που δεν έβαζε νερό και είχε μικρό άνοιγμα. Εκεί είχανε πάει μια γυναίκα που ήτανε λεπρή για απομόνωση, λόγω μεταδοτικότητας της νόσου. Εκεί της πήγανε τα απαραίτητα σκεύη και εκεί της πηγαίνανε φαγητά. Τους λεπρούς τους λέγανε «μεσίνηδες» και το τοπωνύμιο τώρα είναι «Τση Μεσκίνησσας το Σπηλιάρι».
Ένα φαγώσιμο που το φτιάχνανε κυρίως στη Γαύδο γινότανε από το καρπό του σιταριού όταν είχε μεστώσει μα πριν ξεραθεί. Τον λέγανε «παχούντα». Στο Β.Δ. μέρος του Βουβά φτιάχνανε κάποια φορά παχούντα και το τοπωνύμιο λέγεται ακόμα «Παχουνταριό».
Και από τους θρύλους: Κάποτε μεγάλη δύναμη εχθρών του θρυλικού Διγενή τον κυνηγούσε ανατολικά των Νομικιανών και όταν έφτασε στα δυτικά περίχειλα στο Ασφενδιώτικο φαράγγι, επιχείρησε με ένα μεγάλο πήδημα να πεταχτεί στα ανατολικά περίχειλα. Δεν τα κατάφερε να φτάσει στα ανατολικά περίχειλα μα έφτασε στα μέσα του γκρεμνού και το τοπωνύμιο είναι «Στσι πατές του Διγενή». Σε λίγα χρόνια θα ξεχαστούν τα τοπωνύμια. Είναι πολύ κρίμα!
Τώρα οι βοσκοί πάνε με το αμάξι τους στο υπόστεγο και ταΐζουνε, ποτίζουνε, αρμέγουνε και τέρμα. Δεν ξέρουνε ούτε το τοπωνύμιο που είναι το υπόστεγο πώς το λέγανε.
Οι πολιτικοί μας εκαταφέρανε και ταπεινώσανε, χρεωκοπήσανε και προδόσαν την άλλοτε περήφανη και ήρεμη Ελλάδα. Δεν συγκινούνται όμως να καταβάλουνε μια προσπάθεια για κάποια πράγματα που χάνονται και θα έπρεπε να διασωθούνε. Η πολιτιστική μας κληρονομιά είναι οι ρίζες μας. Ας μην ξεριζωθούμε.
Το 1996 έγραψα το βιβλίο της κοινότητας Αφένδου, εκατάγραψα περί τα 350 τοπωνύμια. Εβγήκα στις γύρω κορφές και υπολόγισα τις αποστάσεις και έφτιαξα δικό μου χάρτη και με την αρίθμηση παραπέμπω στη θέση του κάθε τοπωνύμιου. Στο βιβλίο της Κοινότητας Ασφένδου είναι ο χάρτης αυτός.
Το 1936 είχαμε τη δικτατορία του Μεταξά. Είχαμε μεγάλη ζωοκλοπή και ακόμα μέσα σε αυτόν τον χρόνο γίνανε στην επαρχία Σφακίων 10 φονικά.
Το 1932 πήγα πρώτη φορά στο Δημοτικό Σχολείο του Βουβά. Είχαμε τρεις χάρτες, έναν της Κρήτης, έναν της Ελλάδος και έναν της Ευρώπης. Η βιβλιοθήκη του σχολείου αποτελείτο από δύο βιβλία. Ένα «Άπασα ύλη» για την Ε’ και ΣΤ’ και ένα για την Γ’ και Δ τάξεις. Δεν είχαμε σόμπα για θέρμανση. Δεν είχαμε μπάλα για να παίζομε και κάναμε αυτοσχέδια τοπάκια, εμείς οι μαθητές, με παλιόπανα. Δεν είχαμε αριθμητήριο και μας παρείγγειλε ο δάσκαλος και του μαζεύαμε τα πεταμένα καρούλια της κλωστής και άμα τα κάναμε 100 έφτιαξε ο ίδιος με 4 ξύλα πλαίσιο και το έκανε αριθμητήριο. Εικόνες δεν είχαμε ούτε για φυτά, ούτε για ζώα, ούτε για ιστορία, ούτε για Θρησκευτικά.