Του Γιώργου Α. Καλογεράκη *
Η γνωριμία των Κρητικών με τον ´”ιπποτικό” γερμανικό στρατό κατά τον Χίτλερ, είχε ως αφετηρία την 24η Μαΐου 1941, πέμπτη ημέρα της μάχης της Κρήτης με την πρώτη ομαδική εκτέλεση έξι πατριωτών στο χωριό Αλικιανός Χανίων.
Η τελευταία πράξη του πολέμου έμελλε να γραφτεί κι αυτή στον Αλικιανό, με την εκτέλεση δύο πατριωτών το Σάββατο 26 Μαΐου 1945 και τον θάνατο ενός ακόμη από ηλεκτροπληξία, το επόμενο Σάββατο 2 Ιουνίου 1945. Η Κρήτη πρόσφερε για την ελευθερία χιλιάδες θύματα αλλά και τους τελευταίους νεκρούς του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη.
Αμέσως μετά την κατάληψη της Κρήτης που ολοκληρώνεται την 1η Ιουνίου 1941, ο Στρατάρχης της γερμανικής αεροπορίας Χέρμαν Γκαίριγκ, διορίζει Στρατιωτικό Διοικητή Κρήτης τον Πτέραρχο Κουρτ Στούντεντ.
Στις 9 Ιουλίου 1941, ο Γκαίριγκ διορίζει νέο Στρατιωτικό Διοικητή Κρήτης τον Στρατηγό Αντρέ. Η Κρήτη ονομάζεται «Φρούριο Κρήτη» ή «Οχυρά Θέση Κρήτης» και ξεκινούν σοβαρά οχυρωματικά έργα με την καταναγκαστική εργασία χιλιάδων Κρητών.
Το πρώτο δεκαήμερο του 1943, ο Γκαίρινγκ αντικαθιστά τον Στρατηγό Αντρέ και ορίζει νέο Στρατιωτικό Διοικητή Κρήτης τον Στρατηγό Μπρούνο Όσβαλτ Μπρώυερ.
Στις 20 Ιουλίου 1944, τη θέση του Μπρώυερ καταλαμβάνει ο Στρατηγός Μίλερ τον οποίο ορίζει και πάλι ο Γκαίριγκ.
Στις 15 Οκτωβρίου 1944 τελευταίος Διοικητής Κρήτης ορίζεται ως τις 9 Μαΐου 1945 ο Συνταγματάρχης Χανς Μπέντακ στον οποίο δίδεται ο βαθμός του Στρατηγού.
Για τα εγκλήματα που διέπραξαν στην Κρήτη οι κατοχικές δυνάμεις, οι Διοικητές του «Φρουρίου Κρήτη» οδηγήθηκαν στο δικαστήριο ως εγκληματίες πόλεμου. Όλοι καταδικάστηκαν αλλά μόνο δύο απ’ αυτούς σε θάνατο. Οι Στρατηγοί Μπρώυερ και Μίλερ.
Στις 31 Οκτωβρίου 1946 ξεκίνησε στην Αθήνα στην αίθουσα του Εφετείου η δίκη των σφαγέων της Κρήτης Στρατηγών Μπρώυερ και Μίλερ. Τριάντα εφτά (37) οι μάρτυρες κατηγορίας και (6) οι μάρτυρες υπεράσπισης.
Πρώτος μάρτυρας κατηγορίας ο Αρχιμανδρίτης και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος Ψαλλιδάκης. Μεταξύ των μαρτύρων κατηγορίας ο Μενέλαος Λιγνός, ο πρώην Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Επίσκοπος Χανίων Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης, ο Αρχηγός Πετρακογιώργης, ο Νικόλαος Πίκουλας κ.α. Μεταξύ των επτά μαρτύρων υπεράσπισης των ανθρωπόμορφων τεράτων (οι τέσσερις μάρτυρες ήταν Γερμανοί), υπήρχαν και δύο Έλληνες.
Ο δικηγόρος και διορισμένος από τους Γερμανούς Νομάρχης Ηρακλείου Εμμανουήλ Ξανθάκης και ο Θεσσαλονικιός Ρεκανάτης Κωνσταντίνος.
Η δίκη κράτησε σαράντα ημέρες. Ξεκίνησε στις 31 Οκτωβρίου και τελείωσε στις 9 Δεκεμβρίου 1946. Το Δικαστήριο δίκασε και καταδίκασε τους Γερμανούς Στρατηγούς σε θάνατο. Εκτελέστηκαν στην Αίγινα στις 20 Μαΐου 1947, ανήμερα της έκτης επετείου της Μάχης της Κρήτης. Η κρητική γη, διαχρονικά γενναιόδωρη πάντοτε στους κατακτητές, τους φιλοξενεί σήμερα στο νεκροταφείο του Μάλεμε.
Η αντίστροφη μέτρηση για την απελευθέρωση της Κρήτης ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1944 με την αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων από τον νομό Λασιθίου και την ύπαιθρο του νομού Ηρακλείου. Στις 11 Οκτωβρίου 1944 αποχώρησαν από την πόλη του Ηρακλείου και τον νομό Ρεθύμνου, με προορισμό τα Χανιά.
Εκεί δημιούργησαν μια ζώνη που ξεκινούσε από τα Χανιά ως τον Αλικιανό δυτικά και ως τις Καλύβες Αποκορώνου ανατολικά, ονομάζοντάς την ´Οχυρά Θέση Χανίων». 17.000 Γερμανοί στρατιώτες, το πολεμικό υλικό και τα μηχανοκίνητα μέσα τους, μια ικανή πολεμική δύναμη, με Διοικητή τον Στρατηγό Χανς Μπέντακ.
Ο Αρχιμανδρίτης Ευγένιος Ψαλλιδάκης που εκτελούσε χρέη Μητροπολίτη Κρήτης, μόλις αποχώρησαν οι Γερμανοί από το Ηράκλειο απεύθυνε εγκύκλιο στους κατοίκους της Κρήτης τονίζοντας τα εξής:
“ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΚΡΗΤΗΣ (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1943)
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
Προς τον ευσεβή Λαόν της ιεράς Μητροπόλεως Κρήτης
Είμαι ευτυχής διότι ευρίσκομαι εις την ευχάριστον θέσιν να χαιρετήσω πάντας με τον χαρμόσυνον χαιρετισμόν της ελευθερίας. Τα δεσμά της απαισίας Ναζιστικής δουλείας εθραύσθησαν. Ανέτειλεν η ημέρα της ελευθερίας. Δεν απέχει δε πολύ και η ημέρα εκείνη κατά την οποίαν θα εορτάσωμεν την απελευθέρωσιν και της άλλης Κρήτης και ολοκλήρου της αλυτρώτου Ελλάδος.
Δόξαν, ευχαριστίαν και προσκύνησιν αναπέμπομεν τω Παναγάθω Θεώ τω ελευθερώσαντι και σώσαντι ημάς.
Δόξα, τιμή και ευγνωμοσύνη εις τους Λαούς, τους Στρατούς και τας Πολιτικάς και Στρατιωτικάς κορυφάς των Μεγάλων Φιλελευθέρων Συμμάχων κρατών και προστατίδων δυνάμεων, αι οποίαι διεξάγουσι τόσον ηρωικώς τον υπέρ της ελευθερίας και δικαιοσύνης ιερόν αγώνα και χαρίζουσιν εις τους λαούς τα δύο ταύτα μεγάλα αγαθά και προμνηστεύονται εις τον κόσμον την πρόοδον και την ευδαιμονίαν δια της εξασφαλίσεως βαθείας και αναφερέτου ειρήνης.
Παρά το πλευρόν των Συμμάχων Κρατών έχει την τιμήν να αγωνίζηται η μικρά αλλ’ένδοξος Πατρίς μας, η Ελλάς. Εις τα ιερά της εδάφη στρατεύματα της Συμμάχου και Προστάτιδος Μεγάλης Βρετανίας αγωνίζονται αδελφωμένα με τους ηρωικούς μας αντάρτας τον καλόν αγώνα της ελευθερίας, χάρις εις τον οποίον έχει ελευθερωθή ήδη το μεγαλύτερον μέρος της ενδόξου χώρας μας. Ο Λαός τα υποδέχεται ευγνωμόνως και με φρενίτιδα ενθουσιασμού, ως καλούς φίλους και συμμάχους.
Τιμή και δόξα εις τους ηρωικούς μας αντάρτας, οι οποίοι αντέταξαν με τόσον θάρρος τα ηρωικά των στήθη κατά του απαισίου κατακτητού, μη αφίνοντες αυτόν ποτέ ήσυχον ουδ’επιτρέποντες ν’αποσύρη τας δυνάμεις του εις άλλα μέτωπα.
Τιμή και δόξα εις πάντα γνήσιον Έλληνα όστις ηγωνίσθη τιμίως και ευσυνειδήτως χωρίς μικροϋπολογισμούς και υστεροβουλίας τον ιερόν αγώνα της ελευθερίας.
Αιωνία η μνήμη πάντων των υπέρ Ελευθερίας, Πίστεως και Πατρίδος ευσεβώς και θεαρέστως αγωνισαμένων και πεσόντων πατέρων και αδελφών ημών. Αιωνία η Μνήμη των χιλιάδων θυμάτων του απαισίου κατακτητού. Εστεφανωμένοι τον αμάραντον στέφανον της δόξης επιζήλως αναπαύονται οι ήρωες ούτοι της Πίστεως και της Πατρίδος οι οποίοι έχασαν το αίμα των εις τον βωμόν της ελευθερίας. Αι ψυχαί των ασφαλώς χαίρονται και αγάλλονται σήμερον διότι το ιδεώδες υπέρ του οποίου εδεινοπάθησαν και εθυσιάσθησαν εγένετο πραγματικότης.
Αλλά, αδελφοί μου, στώμεν καλώς, αναλογισθώμεν τας υποχρεώσεις τας οποίας έχομεν προς την απελευθερουμένην Πατρίδα. Η απαισία κατοχή έχει δημιουργήσει πολλά ερείπια, ηθικά και υλικά, τα οποία καλούμεθα ν’ αναστηλώσωμεν. Θα το κατορθώσωμεν;
Εάν είμεθα ηνωμένοι, και αδελφωμένοι. Ποιούμεν έκκλησιν εις τα πατριωτικά αισθήματα των Εθνικών Οργανώσεων και των καλών πατριωτών όπως εργασθώσιν τιμίως και ειλικρινώς δια την ένωσιν και συμφιλίωσιν όλων των Ελλήνων. Η ένωσις είναι ισχυρά και ακαταμάχητος δύναμις, διότι συνενώνει τας επί μέρους δυνάμεις του Έθνους εις μίαν δύναμιν συνισταμένην των επί μέρους δυνάμεων.
Η διαίρεσις και ο διχασμός εξαντλεί και καταστρέφει τας Κοινωνίας και τους λαούς. “Πάσα Βασιλεία μερισθείσα καθ’ εαυτήν ερημούται και πάσα πόλις ή οικία μερισθείσα καθ’εαυτήν συσταθήσεται” διεκήρυξεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ποίος δύναται να αμφισβητήση την αλήθειαν των Θεϊκών λόγων;
Εάν χαρακωθώμεν εντός των χαρακωμάτων των εθνικών μας ιδεωδών και παραδόσεων. Εις την λατρείαν των πανσέπτων και αθανάτων τούτων ιδεωδών ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΠΑΤΡΙΣ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, τα οποία εσεβάσθησαν όλοι οι αιώνες οφείλει πρώτιστα και μάλιστα την ύπαρξιν και την άιγλην αυτού το ημέτερον Έθνος.
Δια της λατρείας αυτών και των άλλων αιωνίων αξιών η ανθρωπότης εξευγενίζεται και εις πεδία υπέρτερα ανυψούται. Το ημέτερον Έθνος κατ’εξοχήν δια της μακραίωνος αυτού ιστορίας εκύρωσε την αλήθειαν. ΟΤΙ ΟΙ ΛΑΟΙ ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΡΟΚΟΠΤΟΥΣΙ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΟΥΣΙΝ ΟΣΟΙ ΣΕΒΟΥΣΙ ΤΗΝ ΑΡΕΤΗΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΠΟΥΣΙ ΜΕΤ ΕΥΛΑΒΕΙΑΣ ΤΑ ΠΑΝΣΕΠΤΑ ΙΔΕΩΔΗ. Πρέπει να γίνωμεν άγρυπνοι φρουροί και φύλακες των πατρίων, τα οποία παρελάβομεν παρά των ευσεβών προγόνων μας και ως ιεράν παρακαταθήκην οφείλομεν να τηρήσωμεν αυτά και να παραδώσωμεν εις τους απογόνους ημών αμόλυντα και ακέραια.
Ο,τι δήποτε ξένον και άσχετον προς τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα, προς τας θρησκευτικάς, οικογενειακάς και εθνικάς μας παραδόσεις μη μας ελκύση και μη μας παρασύρει ώστε ν’αρνηθώμεν αυτά. Επί αιώνας ετίμησαν ταύτα και έσωσαν την ελληνικήν φυλήν. Η αξία των και η ενέργειά των δεν μεταβάλλονται δια των ετών. Είναι αιώνια και αμετάβλητα και ουδέν εν τω κόσμω δύναται να αντικαταστήση αυτά, διότι ουδέν ανώτερον και ιερώτερον και σεπτότερον των αθανάτων ιδεωδών υπέρ αυτών εχύθησαν ποταμοί αιμάτων.
Έχομεν δια τούτο καθήκον ιερόν και απαράβατον όλοι, οι υπηρέται της Χάριτος του Θυσιαστηρίου του Θεού, οι Ιερείς οι κήρυκες του Θείου Λόγου οι διδάσκαλοι, οι γονείς και πας γνήσιος Έλλην να υπερασπίσωμεν αυτά και να μη επιτρέψωμεν να παρορισθώσι ποτέ. Η Εκκλησία δίδει πρώτη το σύνθημα. ΟΛΟΙ ΕΜΠΡΟΣ υπό την Λευκήν Σημαίαν των πανσέπτων ιδεωδών και της αγάπης του Χριστού.
“Πείθεσθαι τοις ηγούμενοι ημών και υπείκετε αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών ημών, ως λόγος αποδώσαντες, ίνα μετά χαράς τούτο ποιώσι και μη στενάζωσι, αλυσιτελές γαρ ημίν τούτο”. Πειθαρχείται εις τους Νόμους του κράτους και τας διαταγάς της Εθνικής Κυβερνήσεως.
Η χάρις του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ας φωτίζη ημάς δια του ανεσπέρου φωτός Αυτής εις την οδόν της αρετής, της πραγματικής συναδελφώσεως. Η αγάπη και το άπειρον έλεος Αυτού είη μετά πάντων ημών.
Ζήτω η αθάνατος και αιωνία Ελλάς
Ζήτωσαν οι Μεγάλοι μας Σύμμαχοι
Ζήτωσαν αι τιμημέναι μας Στρατιωτικαί και Εθνικαί δυνάμεις.
Της Ιεράς Μητροπόλεως Κρήτης
Ο ΠΡΩΤΟΣΥΓΚΕΛΛΟΣ
ΑΡΧΙΜ. ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΨΑΛΛΙΔΑΚΗΣ”.
Τρεις νεκροί κι ένας τραυματίας ήταν ο επίλογος για την Κρήτη τα χρόνια 1941-1945, από έναν βάρβαρο κατοχικό στρατό. Νεκροί ήταν ο Βουραδάκης Αναστάσιος, ο Κατσιγαράκης Εμμανουήλ και ο Χανιωτάκης Γεώργιος. Τραυματίας ο Αποθηκιανάκης Αναστάσιος, όλοι από το χωριό Αλικιανός Χανίων.
Για τον Βουραδάκη Αναστάσιο, ο Σχολικός Σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Αλικιανιώτης Εμμανουήλ Νικολακάκης θυμάται: «Στο χωριό μας οι Γερμανοί διατηρούσαν ένα φυλάκιο, μια δύναμη στρατιωτών. Λίγο πριν εγκαταλείψουν τα Χανιά, κάποιοι θερμόαιμοι χωριανοί μας σκέφτηκαν κα πήγαν και πυροβόλησαν τον σκοπό του φυλακίου και τον σκότωσαν. Οι Γερμανοί εξαγριώθηκαν και ήθελαν να πάρουν εκδίκηση.
Από το Μετόχι του Ησυχάκη, στην άκρη του Αλικιανού φάνηκε απέναντι ο Αναστάσης Βουραδάκης με το σκαπέτι στον ώμο του. Μόλις είχε τελειώσει τη δουλειά στο περβόλι του. Τον πυροβόλησε ένας Γερμανός και τον χτύπησε στα πόδια.
Ο Αναστάσης έπεσε κάτω και ο Γερμανός τον πλησίασε. Στις παρακλήσεις του Αναστάση να μην τον σκοτώσει, ο Γερμανός τον εκτέλεσε με μια σφαίρα στο κεφάλι. Το Σάββατο 26 Μαΐου 1945».
Όταν επέφτανε οι Γερμανοί στην Κρήτη η μάνα μου είχε ένα παιδί μωρό κι ήτανε δεκαοκτώ χρονών. Όταν εφεύγανε οι Γερμανοί από τα Χανιά κι είχανε ανατινάξει τα πυρομαχικά ντως, ο πατέρας μου εσίμωσε να δει τι γίνεται.Για τον Κατσιγαράκη Μανόλη και τον Αποθηκιανάκη Αναστάσιο η κόρη του πρώτου Μανολία Κατσιγαράκη διηγείται: «Ο πατέρας μου είχε πολεμήσει στη Μικρά Ασία. Και τραυματίστηκε στο Μαύρο Βράχο (σημ. στη μάχη του Καλέ Γκρότο). Εγύρισε από τη Μικρά Ασία και παντρεύτηκε. Λίγο πριν τον πόλεμο.
Πήγαν μαζί με έναν άλλο χωριανό, τον Αναστάση Αποθηκιανάκη. Η μάνα μου εγκυμονούσε εμένα. Έγκυος και εικοσιδυό χρονών κοπελιά. Τους είδε ένας και τους πυροβόλησε. Ο πατέρας μου δεν εβλάφτηκε από τσι σφαίρες και μπήκε σ’ένα σπίτι να κρυφτεί. Τον Αναστάση τον πήρε μια σφαίρα στον ώμο αλλά αυτός κατάφερε να ξεφύγει.
Τον βρήκε τον πατέρα μου στο σπίτι που κρύφτηκε ο Γερμανός και με μια ριπή τόνε σκότωσε. Η μάνα μου άκουσε τους πυροβολισμούς και ανησύχησε. Ο μικρός μου αδερφός τεσσάρων χρονών, της έλεγε ότι το μπαμπά μου τον σκότωσαν οι Γερμανοί.
Αυτή τον χτύπησε στο στόμα. Μη λες τέτοια πράματα, του είπε. Και βγήκε να τον γυρέψει. Είδε ένα αμάξι να περνά και να έχει στη καρότσα μια πόρτα μ’έναν άντρα σκεπασμένο με σεντόνι. Ένας χωριανός πάνω από την καρότσα του φορτηγού τις είπε ότι δεν είναι σοβαρά χτυπημένος. Ήτανε έγκυος και φοβήθηκε να της πει την αλήθεια. Κοπελιά η μάνα μου έσυρε ένα σάλτο και ανέβηκε στην καρότσα.
Έριξε πέρα το σεντόνι κι είδε τον πατέρα μου. Εγώ γεννήθηκα μετά και πήρα το όνομά του. Μανόλης ο πατέρας μου, Μανολία εγώ. Αργότερα που μεγάλωσα μου έλεγε ο αδερφός μου ότι ήμουν τυχερή που δεν τον γνώρισα. Γιατί; του έλεγα. Γιατί εμένα μου δείξανε ένα κεφάλι του πατέρα μου και το προσκύνησα.
Και ήμουνα τεσσάρων χρονώ. Από τις σφαίρες του πολυβόλου είχε κοπεί το κεφάλι του πατέρα μου. Η μάνα μου έβαλε ένα μαύρο μαντήλι στα εικοσιδυό της χρόνια και δεν το’βγαλε ποτέ ως το θάνατό της. Τον πατέρα μου σκοτώσανε οι Γερμανοί το Σάββατο 26 Μαΐου 1945”.
Για τον Χανιωτάκη Γεώργιο, ο γιος του Χανιωτάκης Γεώργιος λέει: «Ο πατέρας μου ο Γιώργης πολέμησε στην Αλβανία με τσι Ιταλούς. Η μάνα μου η Μαρία ήταν έγκυος εμένα και αποφασίσανε το παιδί που θα γεννηθεί να το βγάλουνε Γιώργη, αν ήθελε σκοτωθεί στον πόλεμο να μείνει το όνομά του. Και εγεννήθηκα εγώ. Και με βγάλανε Γιώργη. Είχε ο πατέρας μου δυο αγελάδες, δυο μοσχάρια κι ένα άλογο και κάθε μέρα τα πήγαινε σ’ένα χωράφι που είχαμε δίπλα στον ποταμό Κερίτη.
Και όταν εφεύγανε οι Γερμανοί από τα Χανιά, εμαζώξανε τα πυρομαχικά σ’ένα μέρος και εβάλανέ ντως φωτιά να μη πέσουνε στα χέρια των ανταρτών. Ένα βλήμα έκοψε τα σύρματα του ρεύματος που παίρνανε ρεύμα οι Γερμανοί στα φυλάκια ντως στον Αλικιανό και έπεσε κάτω. Δεν εδώσανε καμιά εντολή να κόψουνε το ρεύμα. Ο πατέρας μου το ήξερε το πεσμένο σύρμα.
Κι επρόσεχε, δεν επερνούσε κοντά του. Το έλεγε και στσι χωριανούς. Να μη περνούνε από εκεί. Αλλά μια μέρα καθώς έβγαζε τα ζώα να τα πάει στο χωράφι, η μια αγελάδα μυγιάστηκε. Τότε δεν είχανε σκοινιά αλλά τις δένανε με αλυσίδες. Και όλα τα ζώα επηγαίνανε προς το κομμένο σύρμα. Έκανε προσπάθειες ο πατέρας μου να τα σώσει αλλά στη προσπάθειά του επέσανε τα οζά στο σύρμα.
Και γίνανε κάρβουνο. Το ίδιο και ο πατέρας μου. Η μάνα μου η Μαρία επειδή αργούσε εκείνη την ημέρα, πήρε τη μάνα της τη Χρυσούλα να πάνε να δούνε τι εγίνηκε και αργεί. Εκακοβάλανε με το μυαλό ντως. Και πραγματικά τον είδανε από μακριά πεσμένο κάτω και τα ζώα καρβουνιασμένα.
Έτρεξε πάει κοντά του και ευτυχώς την επρόλαβε η μάνα της και την έσυρε. Εφορούσε λαλήνια, ξύλινα παπούτσια κι έτσι εσώθηκε η μάνα μου και δεν σκοτώθηκε κι αυτή. Πώς να τον πάρουνε ύστερα τον πατέρα μου; Ποιος ήθελα σιμώσει; Επήγανε δυο χωριανοί, ο Γεωργιακάκης Γιώργης και ο Μουζουράκης Νικόλαος, μ’ένα όπλο.
Και έβαλε ο ένας τον ώμο του και ο άλλος ακούμπησε το όπλο πάνω του και με δυο σφαίρες έκοψε το υπόλοιπο σύρμα και τον επήρανε. Εφέρανέ ντονε στο σπίτι μας απάνω σε ένα σεντόνι. Έτσι επήγε ο πατέρας μου ο Γιώργης Χανιωτάκης. Από τα ηλεκτροφόρα σύρματα τω Γερμανώ. Το Σάββατο 2 του Ιούνη 1945.
Μετά από την ημερομηνία εκείνη, οι 17.000 Γερμανοί που είχαν απομείνει στην “Οχυρά Θέση Χανίων δεν είχαν το δικαίωμα εκτελέσεων.Στις 9 Μαΐου 1945, η Γερμανία παραδόθηκε άνευ όρων στους ηγέτες των Συμμάχων Τσώρτσιλ, Ρούσβελτ και Στάλιν. Την επόμενη ημέρα, 10 Μαΐου 1945, στη Βίλα Αριάδνη στην Κνωσό, ο Γερμανός Στρατηγός Μπέντακ υπέγραψε την παράδοση των γερμανικών δυνάμεων της Κρήτης με την παρουσία Ελλήνων και Βρετανών αξιωματικών.
Και όμως στον Αλικιανό εκτέλεσαν δυο παλικάρια 28 και 42 ετών χωρίς να τιμωρηθεί κανείς.
Ένα τρίτο παλικάρι, ο Χανιωτάκης Γεώργιος έπεφτε νεκρός από τα γερμανικά ηλεκτροφόρα καλώδια που δεν είχαν αφαιρέσει από τον Αλικιανό, μετά τη συνθηκολόγηση της χώρας τους.
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος