Ο ελληνικός τουρισμός ξεπέρασε κάθε προσδοκία από τα μέσα Ιουλίου και μετά, σημειώνοντας νέα ρεκόρ αφίξεων από το εξωτερικό, αλλά όπως φαίνεται και εισπράξεων. Παράλληλα, όμως, βρέθηκε αντιμέτωπος και με τα όριά του, καθώς ξεπεράστηκε η φέρουσα ικανότητα πλήθους –νησιωτικών κυρίως– προορισμών, ενώ ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών νοικοκυριών εκτοπίστηκε για λόγους τιμών σε εναλλακτικούς προορισμούς, όχι απαραίτητα έτοιμους να υποδεχθούν τον αριθμό επισκεπτών που ακόμα και σήμερα συρρέουν σε αυτούς.
Τα ερωτήματα προκύπτουν αβίαστα: είναι βιώσιμη η φιλοξενία ενός τόσο μεγάλου αριθμού επισκεπτών και με ποιους όρους και προϋποθέσεις; Τι σημαίνει αυτό για τους προορισμούς και τις τοπικές κοινωνίες και τι για τους Ελληνες που αγαπούν να κάνουν τις διακοπές τους στη χώρα τους; Και, εντέλει, ποια είναι η επόμενη μέρα για τον ελληνικό τουρισμό;
Οι αφίξεις επιβατών από το εξωτερικό τον Ιούλιο στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια διαμορφώθηκαν στα 5,127 εκατομμύρια επιβάτες έναντι 4,49 εκατομμυρίων τον αντίστοιχο μήνα του 2019. Οι αριθμοί αυτοί αποτελούν νέο ρεκόρ αφίξεων στα συγκεκριμένα αεροδρόμια και η αύξηση αντιστοιχεί σε ποσοστό της τάξης του 13,9% συγκριτικά με τα επίπεδα ρεκόρ τον ίδιο μήνα του 2019. Οι πρώτες ενδείξεις από τον Αύγουστο δείχνουν πως η αύξηση αυτή του εισερχόμενου τουρισμού κλιμακώνεται: οι αφίξεις στα νησιά του Νοτιοανατολικού Αιγαίου το πρώτο 7ήμερο του Αυγούστου αυξήθηκαν κατά 17% σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019. Με τους ξένους να πλημμυρίζουν τα γνωστότερα διεθνώς ελληνικά νησιά, πολλοί Ελληνες αλλά και ξένοι στράφηκαν σε εναλλακτικούς προορισμούς, όπως η Νάξος ή η Τήνος, αλλά και η Ηπειρος. Χιλιάδες Ελληνες ιδιοκτήτες κατοικιών σε νησιά προτίμησαν να τα νοικιάσουν ή ακόμη και να τα αφήσουν άδεια τον Αύγουστο, παρά να βιώσουν τον συνωστισμό που παρατηρείται κάθε χρόνο και φέτος ακόμα περισσότερο. Είναι ίσως επίσης χαρακτηριστικό πως ευκατάστατοι Ελληνες με εξαιρετικές κατοικίες στη Μύκονο αλλά και δεσμούς δεκαετιών με το νησί, φέτος αποφάσισαν, όπως πληροφορείται η «Καθημερινή», να τις πουλήσουν και να αναζητήσουν νέες κατοικίες σε λιγότερο κορεσμένους –για την ώρα– προορισμούς, όπως η Αντίπαρος.
Υπό τη δυναμική αυτή, όμως, θεσμικοί φορείς του ελληνικού τουρισμού αλλά και κυβερνητικά στελέχη εκτιμούν πως τα έσοδα από τον εισερχόμενο τουρισμό μπορούν να αγγίξουν φέτος τα 20 δισ. ευρώ έναντι 18,2 δισ. το 2019. Ενα τέτοιο σενάριο μεταφράζεται σε επιπλέον δημοσιονομικά έσοδα της τάξης των 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, από τα αρχικά προϋπολογισθέντα έσοδα ύψους 15 δισ., τα οποία μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις επιδοτήσεις για τα υψηλά ενεργειακά κόστη των νοικοκυριών. Είναι σαφές πως οι ταξιδιωτικές εισπράξεις δημιουργούν επιπλέον δημοσιονομικό χώρο, σε μια περίοδο που η οικονομία αλλά και η Πολιτεία τον χρειάζονται. Παράλληλα όμως με τα αυξημένα έσοδα αναδύονται με επιτακτικό τρόπο ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα αυτής της νέας πραγματικότητας.
Εάν σε αυτό το κλίμα προσθέσει κανείς την παροιμιώδη ελληνική ασυδοσία, τις ελλείψεις υποδομών που δημιουργούν κυκλοφοριακό και πλήθος ακόμα προβλημάτων σε άλλοτε παρθένους τόπους, την απουσία χώρων στάθμευσης και την ανεξέλεγκτη αποβίβαση οχημάτων ιδιωτικής χρήσης σε νησιά που απλώς δεν μπορούν να τα χωρέσουν, αντιλαμβάνεται εύκολα πως δίχως στρατηγικό σχεδιασμό ο ελληνικός τουρισμός θα πέσει θύμα της επιτυχίας του: ο βαθμός ικανοποίησης των επισκεπτών θα αρχίσει να υποχωρεί και αυτοί δεν θα επιστρέφουν, ενώ οι συζητήσεις που θα κάνουν στις χώρες τους θα πλήξουν τη φήμη της Ελλάδας. Για παράδειγμα, οι ιστορίες από την εβδομάδα πριν από τον Δεκαπενταύγουστο στην Πάρο αναφορικά με κατάμεστα λεωφορεία, που συνδέουν δημοφιλείς προορισμούς όπως η Χρυσή Ακτή με τους αστικούς οικισμούς, τα οποία έγερναν από τον κόσμο, θυμίζουν τριτοκοσμικές εικόνες.
Οι υποδομές
Δεδομένου ότι οι υποδομές μοιράζονται μεταξύ τουριστικών και μη δραστηριοτήτων (όπως π.χ. οι μετακινήσεις), είναι σαφές πως οι πολλοί ταυτόχρονοι επισκέπτες αυξάνουν τη φθορά και δημιουργούν προκλήσεις όσον αφορά την κατανάλωση ενέργειας και τη διαχείριση αποβλήτων, ενώ προσθέτουν φθορά στο φυσικό περιβάλλον με τη μορφή ρύπανσης και υπερβολικής χρήσης φυσικών πόρων.
Και εντέλει ο υπερτουρισμός απειλεί την ίδια την πολιτιστική ταυτότητα ενός προορισμού. Ούτε λόγος βέβαια δεν πρέπει να γίνεται για την επάρκεια των υπηρεσιών υγείας στους τουριστικούς προορισμούς και τη δυνατότητα διακομιδών επειγόντων περιστατικών προς την Αθήνα. Αυτά επισημαίνονται και στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τον Ελληνικό Τουρισμό 2030 του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) που έχει υποβληθεί στην κυβέρνηση και τους κοινωνικούς φορείς ήδη εδώ και περίπου ένα χρόνο. Ο ΣΕΤΕ είχε προειδοποιήσει από το 2021 για μια «κορυφαία πρόκληση, που ξεκινάει από τους επιμέρους προορισμούς με την ορθή διαχείριση απορριμμάτων και υγρών αποβλήτων, επεκτείνεται στην ενεργειακή και υδατική επάρκεια και καταλήγει στην προστασία του περιβάλλοντος ως μείζονα προϋπόθεση τουριστικής ανάπτυξης». Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και η άμεση ανάγκη να περιληφθεί στην εξίσωση των αλλαγών η κλιματική αλλαγή, που ήδη επηρεάζει τον παγκόσμιο τουρισμό και θα τον επηρεάσει καθολικά το επόμενο διάστημα.
Μοναδική χρονιά
Οι ψυχραιμότεροι μιλούν καθησυχαστικά για όσα συμβαίνουν φέτος, αποδίδοντάς τα σε μια ξεχωριστή χρονιά που θα είναι δύσκολο να επαναληφθεί, αφού τα ρεκόρ με βάση τη δική τους ανάλυση δημιουργούνται από την αυξημένη ζήτηση που έχει γεννηθεί ύστερα από δύο χρόνια πανδημίας και lockdown. Το φαινόμενο αυτό μάλιστα έχει ονομαστεί στο εξωτερικό revenge travelling. Ετσι το 2023 μπορεί να μην υπάρχουν προβλήματα όπως η έλλειψη διαθέσιμων καταλυμάτων αλλά και εισιτηρίων, αεροπορικών και ακτοπλοϊκών για μετάβαση σε δημοφιλείς προορισμούς. Ωστόσο, δεν είναι έτσι: τα προβλήματα για το περιβάλλον και τον χαρακτήρα των ελληνικών προορισμών υφίστανται ήδη και πριν από την πανδημία.
Επιπλέον, παράλληλα με το revenge travelling σημειώνεται και μία διαρθρωτική μετατόπιση των εισερχομένων ταξιδιωτών προς υψηλότερα εισοδηματικά άτομα, η οποία παρασύρει προς τα πάνω το σύνολο των τιμών στην αλυσίδα της φιλοξενίας. Νέες αγορές, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, με πολύ υψηλή μέση κατά κεφαλήν δαπάνη ανά ταξίδι, έχουν όχι μόνο αντισταθμίσει αλλά υπερκαλύψει τις απώλειες από παλιότερες αγορές που τώρα είναι κλειστές, όπως της Ασίας και της Ρωσίας. Μαζί με τα υψηλότερα εισοδήματα, όμως, δεν λείπουν και οι μαζικοί αριθμοί αφίξεων των οργανωμένων πακέτων τουρισμού από τα μεγάλα γραφεία της Ευρώπης, που συνεχίζουν να αυξάνουν την πίεση στα όρια της φέρουσας ικανότητας πολλών αναπτυγμένων ελληνικών προορισμών όπως η Ρόδος, η Κέρκυρα και η Κως και που φέτος τον Αύγουστο εκπλήσσουν με τον κόσμο που έχουν ακόμα και τους λιγότερο ευαίσθητους σε αυτές τις καταστάσεις.
Είναι όμως εφικτό τα έσοδα να συνεχίζουν να αυξάνονται, εκτιμούν οι ειδικοί, χωρίς να αυξάνεται ο αριθμός των επισκεπτών που καταπονεί υποδομές και περιβάλλον. Αλλά χρειάζεται σχέδιο για την επιμήκυνση της τουριστικής σεζόν που θα μπορούσε να πετύχει τους στόχους, για παράδειγμα με μια προσεκτικά διαμορφωμένη τιμολογιακή πολιτική η οποία θα φέρει περισσότερους επισκέπτες σε διαφορετικούς μήνες από τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, καθώς και λιγότερους σε προορισμούς που δεν αντέχουν τον κόσμο που προσελκύουν. Αυτό όμως δεν θα λύσει το πρόβλημα των μεσαίων και χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων της χώρας, που αδυνατούν φέτος να κάνουν αξιοπρεπείς διακοπές διαρκείας σε οικείους για αυτούς καλοκαιρινούς προορισμούς. Κάποιοι μιλούν ήδη για crowding out των Ελλήνων από τους ξένους. Πολλοί από αυτούς θα πρέπει να αναζητήσουν νέους προορισμούς από τους χιλιάδες πανέμορφους τόπους που έχει πράγματι η Ελλάδα, αλλά οι οποίοι δεν είναι έτοιμοι ακόμα να παρέχουν τις προσδοκώμενες υπηρεσίες.
Για τις τοπικές κοινωνίες, βεβαίως, που περιμένουν από τους δύο-δυόμισι μήνες της καλοκαιρινής σεζόν να υποστηρίξουν οικονομικά τους υπόλοιπους δέκα, η εισροή αυτή των επισκεπτών και η άνοδος της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης αποτελεί μάννα εξ ουρανού. Θα πάψει ωστόσο στο μέλλον να έρχεται εάν δε ληφθούν τώρα μέτρα, εξηγούν οι ειδικοί: «Δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει ο τουρισμός να λειτουργεί με αρπαχτές και με εκείνους τους αλλοδαπούς επισκέπτες που αφήνουν πολύ χαμηλή, αν καθόλου, προστιθέμενη αξία, επιδιώκοντας συχνά απλώς να πάρουν μία φωτογραφία-πορτρέτο τους με φόντο Ελλάδα για να την αναρτήσουν στα προφίλ τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης», παραδέχονται κύκλοι της αγοράς.
Απάντηση σε όλα αυτά μπορεί να δοθεί μόνο με ένα στρατηγικό σχέδιο που θα στοχεύει σε υψηλότερα έσοδα για περισσότερους σε περισσότερες περιφέρειες, χωρίς όμως αλλοίωση του περιβάλλοντος και του χαρακτήρα των προορισμών. Και αυτό σημαίνει σχεδιασμό αναπτυξιακής πολιτικής και οργανισμούς διαχείρισης προορισμών, που θα συντονίζουν τους συχνά ανταγωνιστικούς μεταξύ τους τοπικούς φορείς, όπως οι δήμοι, η αστυνομία, το λιμενικό, ενίοτε η Εκκλησία και βέβαια οι επιχειρήσεις. Το φετινό καλοκαίρι δείχνει αν μη τι άλλο πως οι κόκκινες γραμμές έχουν ήδη ξεπεραστεί και πρέπει να τεθούν σαφή όρια και όροι.
5,12 εκατ. επιβάτες αφίχθησαν τον Ιούλιο στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια, έναντι 4,49 εκατομμυρίων τον αντίστοιχο μήνα του 2019.
20 δισ. ευρώ μπορεί να φθάσουν τα έσοδα από τον εισερχόμενο τουρισμό φέτος, έναντι 18,2 δισ. το 2019.
17% αυξήθηκαν οι αφίξεις στα νησιά του Νοτιοανατολικού Αιγαίου το πρώτο 7ήμερο του Αυγούστου σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019.