Του Σωκράτη Αργύρη
Η μουσική υπήρξε ανέκαθεν ένα από τα πιο μυστηριώδη και βαθιά φιλοσοφημένα φαινόμενα στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης. Από τον Πλάτωνα, που θεώρησε τη μουσική εργαλείο ηθικής αγωγής και κοσμικής αρμονίας, έως τους σύγχρονους φιλοσόφους που αναζητούν στις μελωδίες τη φωνή του ανέκφραστου, η μουσική δεν έχει αντιμετωπιστεί ποτέ απλώς ως μορφή τέχνης· είναι ταυτόχρονα μέσο γνώσης, έκφρασης και φιλοσοφικής στοχαστικής εμπειρίας. Στο πλαίσιο αυτό, η φιλοσοφία της μουσικής καταλαμβάνει μια ιδιαίτερη θέση, καθώς συνδέει την αισθητική με την κοινωνική, ιστορική και υπαρξιακή διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ας επιχειρήσουμε μια συστηματική προσέγγιση του «πνεύματος της μουσικής» μέσα από τις στοχαστικές διαδρομές τεσσάρων φιλοσόφων, οι οποίοι με διαφορετικούς τρόπους διερεύνησαν το βαθύτερο νόημα της μουσικής: τον Nietzsche, τον Theodor W. Adorno, τον Ernst Bloch και τον Vladimir Jankélévitch. Κάθε ένας από αυτούς προσφέρει ένα μοναδικό πρίσμα ερμηνείας, ενώ η ανάδειξη κοινών στοιχείων και διαφορών τους επιτρέπει να ανασυνθέσουμε μια συνολική εικόνα της μουσικής ως φιλοσοφικού φαινομένου. Η πορεία της φιλοσοφίας της μουσικής μετατοπίζεται από τη μεταφυσική αναζήτηση της αρμονίας του κόσμου προς τη φαινομενολογική εμπειρία του ήχου ως τρόπου ύπαρξης και συνείδησης.
Ο Friedrich Nietzsche υπήρξε θεμελιώδης σημείο αναφοράς για τους μεταγενέστερους φιλοσόφους της μουσικής. Γνωστός κυρίως για το έργο του Η Γέννηση της Τραγωδίας από το Πνεύμα της Μουσικής (1872), ο Nietzsche θεώρησε τη μουσική ως την πιο άμεση και πρωταρχική έκφραση της ζωής, υπερβατική και προ-λογική. Η διάκριση μεταξύ του απολλώνιου και του διονυσιακού στοιχείου αποτελεί κεντρική έννοια για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η μουσική συνδέεται με τη βούληση για ζωή, με το πάθος και με το υπαρξιακό τραγικό. Η μουσική για τον Nietzsche δεν περιορίζεται στην αναπαράσταση ή την ανακούφιση· είναι η ίδια η δύναμη της ζωής που εκφράζεται άμεσα, ένας τόπος όπου το άτομο βιώνει την ένταση, τη χαρά και τον πόνο της ύπαρξης σε ένα ενιαίο αισθητικό γεγονός. Επιπλέον, επηρεασμένος από τον Schopenhauer, ο Nietzsche θεώρησε ότι η μουσική αποκαλύπτει την ίδια την ουσία του κόσμου, τη «βούληση», πέρα από την επιφανειακή εμφάνιση των φαινομένων. Αυτή η αντίληψη της μουσικής ως άμεσης και ανεξάρτητης έκφρασης της ζωής θα αφήσει βαθιά σημάδια στη σκέψη των Adorno, Bloch και Jankélévitch, οι οποίοι, με διαφορετικούς τρόπους, θα αναζητήσουν στη μουσική έναν χώρο για την αλήθεια, την ελπίδα και το ανέκφραστο.
Ο Theodor W. Adorno, φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και μουσικολόγος, υπήρξε ο πιο συστηματικός εκπρόσωπος της φιλοσοφίας της μουσικής στον 20ό αιώνα. Γεννημένος στη Γερμανία και συνδεδεμένος με τη Σχολή της Φρανκφούρτης, θεώρησε τη μουσική φορέα κοινωνικής αλήθειας και αρνητικής διαλεκτικής. Ο Adorno συνδύασε την ακαδημαϊκή γνώση της μουσικής με τη φιλοσοφική ανάλυση, δημιουργώντας ένα θεωρητικό πλαίσιο που αντιμετωπίζει τη μουσική ως κοινωνικό και αισθητικό φαινόμενο. Στα έργα του Philosophy of New Music (1949) και Aesthetic Theory (1970), αναπτύσσει την έννοια της μουσικής ως φορέα διαλεκτικής αλήθειας. Η μουσική, σύμφωνα με τον Adorno, δεν είναι απλώς μέσο ψυχαγωγίας ή αισθητικής απόλαυσης· είναι ένα όργανο κατανόησης της κοινωνικής πραγματικότητας. Η αυθεντική μουσική ενσαρκώνει την αρνητική διαλεκτική: αναζητά την αλήθεια όχι στην ενότητα, αλλά στην ένταση και στη ρήξη, αρνούμενη κάθε ψευδή αρμονία και αποκαλύπτοντας τις αντιφάσεις και τις ρωγμές του κόσμου, ενώ η μαζική μουσική και η εμπορευματοποίηση της κουλτούρας κατασκευάζουν μια ψευδή συναίσθηση και απομακρύνουν τον ακροατή από την αλήθεια του κόσμου. Μέσα από την ανάλυση της μουσικής του Beethoven και του Schoenberg, ο Adorno δείχνει πώς η μορφή και η δομή της μουσικής ενσωματώνουν την κοινωνική και ιστορική συνείδηση, δημιουργώντας έναν τόπο όπου η αλήθεια γίνεται αισθητή, όχι μέσω λόγου αλλά μέσω ήχου και μορφής. Το πνεύμα της μουσικής, για τον Adorno, βρίσκεται στην αντίσταση και στη διατήρηση της αυθεντικότητας, στην ικανότητα της τέχνης να παραμένει ελεύθερη και να αποκαλύπτει τη δυσκολία και την τραγικότητα της ύπαρξης. Με αυτόν τον τρόπο, η σκέψη του Adorno αντλεί άμεσα από τον Nietzsche, καθώς η μουσική παραμένει, όπως και για τον τελευταίο, μέσο αποκάλυψης της ζωής και του πόνου της, ενώ συνδέεται ταυτόχρονα με τη διαλεκτική της κοινωνικής αλήθειας.
Ο Ernst Bloch ήταν φιλόσοφος της ουτοπίας, βλέποντας τη μουσική ως φωνή της ελπίδας και του μέλλοντος που δεν έχει πραγματοποιηθεί. Ο Ernst Bloch προσφέρει μια διαφορετική αλλά εξίσου σημαντική προσέγγιση στη φιλοσοφία της μουσικής. Γνωστός κυρίως για τα έργα του The Spirit of Utopia και The Principle of Hope, ο Bloch θεωρεί τη μουσική ως φωνή του «όχι-ακόμη», ως προαισθητική εμπειρία του μέλλοντος που δεν έχει πραγματοποιηθεί. Στο Πνεύμα της Ουτοπίας, η μουσική αντιμετωπίζεται ως καθαρά πνευματική και ουτοπική τέχνη, η οποία ανοίγει ρωγμές στο Είναι και επιτρέπει στον ακροατή να βιώσει την ελπίδα, την προσμονή και την υπέρβαση της πραγματικότητας. Ο Bloch αναφέρεται σε συνθέτες όπως ο Bach, ο Mozart, ο Beethoven και ο Mahler, αναδεικνύοντας πώς οι μελωδίες τους προφητεύουν ή εκφράζουν έναν κόσμο που δεν υπάρχει ακόμη αλλά είναι δυνατός. Η μουσική, για τον Bloch, δεν είναι απλώς αισθητική απόλαυση· είναι πύλη προς την ουτοπία, μέσο μέσω του οποίου η ψυχή αγγίζει την απεριόριστη δυνατότητα του μέλλοντος. Αν και ο Adorno βλέπει στην ατονική και δύσκολη μουσική κυρίως τον τόπο της αρνητικότητας και του τραύματος, ο Bloch αναγνωρίζει σε αυτήν τη μουσική την δυνατότητα λύτρωσης και δημιουργικής υπέρβασης, ενώ παραμένει σαφής η επίδραση του Nietzsche, καθώς η μουσική ενσωματώνει την ένταση, τη ζωή και το πάθος του διονυσιακού στοιχείου, αλλά ταυτόχρονα το μετατρέπει σε ουτοπική δύναμη.
Ο Vladimir Jankélévitch ήταν Γάλλος φιλόσοφος, λιγότερο γνωστός στο ελληνικό κοινό, προσφέρει μια φαινομενολογική και ηθική διάσταση στη φιλοσοφία της μουσικής. Στο έργο του La musique et l’ineffable, ο Jankélévitch εστιάζει στο ανέκφραστο, στο στοιχείο της μουσικής που ξεπερνά κάθε γλωσσική περιγραφή. Η μουσική, για τον Jankélévitch, δεν είναι αναπαράσταση ούτε μέσο επικοινωνίας με έννοιες· είναι βιωματική και ηθική, εκφράζει την αυθεντική συγκίνηση και δημιουργεί έναν χώρο όπου το συναίσθημα γίνεται πράξη. Σε αυτό το πλαίσιο, η μουσική συνδέεται με την αρετή, την προσοχή και τη φροντίδα για τον άλλο, μετατρέποντας τον ακροατή σε συμμετέχοντα στην εμπειρία του ανέκφραστου. Ο Jankélévitch προσεγγίζει με διαφορετικό τρόπο τη φιλοσοφία της μουσικής σε σχέση με τον Adorno ή τον Bloch· ενώ ο πρώτος εστιάζει στην κοινωνική αλήθεια και ο δεύτερος στην ουτοπική ελπίδα, ο Jankélévitch τονίζει την ηθική διάσταση της μουσικής ως προσωπική και βιωματική εμπειρία, στην οποία η μουσική αποκαλύπτει το ανέκφραστο και το μυστήριο της ύπαρξης. Η συγγένειά του με τον Bloch εντοπίζεται στην ιδέα του ανοίγματος σε ένα μέλλον ή ένα υπερβατικό στοιχείο που υπερβαίνει την καθημερινή πραγματικότητα, ενώ η διαφοροποίησή του έγκειται στο ότι δεν επιχειρεί συστηματική κοινωνική ή διαλεκτική ανάλυση, αλλά εστιάζει στην προσωπική και αισθητική εμπειρία του ακροατή, στην ηθική και υπαρξιακή διάσταση της μουσικής ως πράξης συγκίνησης.
Η σύγκριση των τεσσάρων φιλοσόφων καθιστά σαφές ότι, παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις τους, υπάρχει ένα κοινό νήμα: η μουσική αντιμετωπίζεται ως μορφή έκφρασης που υπερβαίνει την απλή αισθητική ή τεχνική πλευρά της τέχνης. Για τον Nietzsche, η μουσική είναι δύναμη ζωής και διονυσιακή έκσταση· για τον Adorno, είναι μέσο κατανόησης της κοινωνικής αλήθειας και φορέας αρνητικής διαλεκτικής· για τον Bloch, είναι φωνή της ουτοπίας και της προσμονής· ενώ για τον Jankélévitch, είναι το ανέκφραστο και η ηθική συγκίνηση. Κάθε προσέγγιση φωτίζει διαφορετικές πλευρές του πνεύματος της μουσικής: τη ζωή, την κοινωνία, την ελπίδα και το μυστήριο.
Η σημασία αυτής της φιλοσοφικής ανάλυσης έγκειται στο ότι αναδεικνύει τη μουσική όχι μόνο ως καλλιτεχνικό προϊόν, αλλά ως φαινόμενο βαθύτατα φιλοσοφικό και υπαρξιακό. Ο Nietzsche θέτει τις βάσεις για μια θεώρηση της μουσικής ως πρωταρχικής έκφρασης της ζωής, υπερβατικής και άμεσης, ενώ ο Adorno αναδεικνύει την κοινωνικο-κριτική διάσταση της μουσικής και την ικανότητά της να αποκαλύπτει τις αντιφάσεις της εποχής. Ο Bloch μεταφέρει το ενδιαφέρον στην ουτοπία και την ελπίδα, υπογραμμίζοντας την ικανότητα της μουσικής να προοιωνίζεται έναν κόσμο που δεν έχει ακόμη υπάρξει, και ο Jankélévitch επισημαίνει τη σημασία του ανέκφραστου, του μυστικού στοιχείου και της ηθικής εμπειρίας του ακροατή.
Στην πράξη, η διασταύρωση αυτών των προσεγγίσεων προσφέρει μια πλούσια και πολυδιάστατη εικόνα της μουσικής: είναι ταυτόχρονα ζωτική δύναμη, κοινωνική καταγραφή, προφητική ουτοπία και ανέκφραστο μυστήριο. Το πνεύμα της μουσικής δεν περιορίζεται στο επίπεδο της μελωδίας ή της αρμονίας· κατοικεί στον τρόπο που η μουσική σχηματοποιεί την εμπειρία, αναδεικνύει τις αντιφάσεις, προκαλεί προσμονή και αγγίζει το ανέκφραστο. Αυτή η θεώρηση επιτρέπει στον ακροατή να κατανοήσει τη μουσική ως έναν χώρο όπου η φιλοσοφία, η κοινωνική κριτική και η προσωπική εμπειρία συναντώνται, προσφέροντας μια πλήρη εικόνα της σημασίας της για την ανθρώπινη συνείδηση.
Η κριτική διάσταση που εισάγει ο Adorno γίνεται περισσότερο κατανοητή όταν τη συγκρίνουμε με την ουτοπική διάθεση του Bloch. Ο πρώτος βλέπει την ατονική και δύσκολη μουσική ως έκφραση της αντίφασης και της αλήθειας του κόσμου, ενώ ο δεύτερος διαβάζει το ίδιο φαινόμενο ως δυνατότητα απελευθέρωσης και προοπτική ελπίδας. Η μουσική, επομένως, ενσωματώνει και τις δύο αυτές πλευρές: η ίδια η δομή της μπορεί να αντικατοπτρίζει την κοινωνική πραγματικότητα και ταυτόχρονα να ανοίγει στο μέλλον, να προαισθάνεται το μη πραγματοποιημένο. Στην ίδια κατεύθυνση, ο Jankélévitch προσθέτει την ηθική διάσταση: η μουσική γίνεται εμπειρία όχι μόνο κοινωνική ή ουτοπική, αλλά και προσωπική, βιωματική, που προκαλεί αμεσότητα και συγκίνηση, χωρίς να απαιτεί εξηγήσεις ή αναλύσεις. Ο Nietzsche, ως θεμελιωτής, δίνει τον τόνο αυτής της σύνθεσης: η μουσική είναι η ίδια ζωή, με όλες τις αντιφάσεις, τις εντάσεις και τα πάθη της.
Το πνεύμα της μουσικής, όπως αναδεικνύεται από τη σύνθεση αυτών των φιλοσοφικών προσεγγίσεων, δεν είναι μια αφηρημένη έννοια· είναι εμπειρία, αντίληψη και ανακάλυψη. Η μουσική γίνεται χώρος στοχασμού, μέσο έκφρασης και όργανο κατανόησης, που συνδέει τον ακροατή με το τραγικό, το ουτοπικό και το ανέκφραστο. Μέσα από τον Adorno μαθαίνουμε να ακούμε την κοινωνική αλήθεια· μέσα από τον Bloch, να ελπίζουμε σε έναν καλύτερο κόσμο· μέσα από τον Jankélévitch, να βιώνουμε την ηθική και αισθητική συγκίνηση· και μέσα από τον Nietzsche, να συνδεόμαστε με την ίδια την ένταση της ζωής. Η μουσική δεν είναι απλώς ένα καλλιτεχνικό αντικείμενο· είναι πύλη προς την κατανόηση του ανθρώπινου κόσμου, της ψυχής και του μέλλοντος.
Επιπλέον, η ανάλυση αυτή δείχνει ότι η φιλοσοφία της μουσικής δεν περιορίζεται σε θεωρητικά ζητήματα. Αντίθετα, αφορά την καθημερινή εμπειρία του ακούσματος, την αφύπνιση της συνείδησης, και την επικοινωνία με το μη-ρητό, το προαισθητικό και το ανέκφραστο. Η μουσική γίνεται, έτσι, όχι μόνο αντικείμενο μελέτης αλλά και πράξη ακοής, κατανόησης και υπαρξιακής συμμετοχής. Η διάσταση αυτή αναδεικνύει τον διττό χαρακτήρα της μουσικής: είναι ταυτόχρονα αισθητική απόλαυση και πνευματικό γεγονός, μέσο κοινωνικής κατανόησης και προσωπικής εμπειρίας, εκφραστική και υπερβατική.
Μέσα σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, η μουσική του Διονύση Σαββόπουλου μπορεί να ιδωθεί όχι απλώς ως τραγούδι ή κοινωνικό σχόλιο, αλλά ως φιλοσοφική πράξη. Στον Σαββόπουλο, το διονυσιακό στοιχείο του Nietzsche συναντά την κοινωνική ευαισθησία του Adorno, την ελπίδα του Bloch και τη βιωματική συγκίνηση του Jankélévitch. Η μουσική του εκφράζει την ένταση ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό, στο παλιό και το νέο, στο τραγικό και το ειρωνικό — καθιστώντας τον έναν από τους ελάχιστους δημιουργούς που μετέφρασαν το «πνεύμα της μουσικής» σε ελληνική εμπειρία, ιστορική και υπαρξιακή ταυτόχρονα.



