17.8 C
Chania
Monday, December 23, 2024

Το φτιάξιμο της ταράτσας

Ημερομηνία:

Γράφει ο Κανάκης Γερωνυμάκης

 

Τα τσιμέντα ήρθανε τέλη 19ου με αρχές 20ου αιώνα σε μας. Φυσικά αλλάξανε καθεστώς στις οικοδομές, μα ιδίως στις υδατοδεξαμενές. Οι ευκολίες όμως για τη δούλεψή τους ήρθανε αργότερα. Το σκίτσο μας, μας δίνει μια γεύση πώς κάναμε τότε τις ταράτσες.

Όταν ήλθε το τσιμέντο, άλλαξε το στεγαστικό καθεστώς. Οι ευκολίες όμως για τη δούλεψή τους ήρθανε πολύ αργότερα.

Η στέγαση σε παλαιότερα χρόνια

Σήμερα, παρά το ότι η οικονομία έχει υποστεί μεγάλη καθίζηση σε εθνικό και σε οικογενειακό επίπεδο, όποιος σκεφτεί να φτιάξει σπίτι, σε δύο –τρεις μήνες από τότε που θα το αρχίσει μπορεί και να το κατοικήσει, όμως πριν από 70-80 χρόνια η οικονομία ήτανε σε πάρα πολύ χειρότερη κατάσταση από ότι είναι σήμερα και όποιος ήθελε να χτίσει σπίτι υστερούσε τον εαυτό του για να εξοικονομήσει κάποια χρήματα και στην συνέχεια: Ετοίμαζε το οικόπεδο. Εκουβαλούσε με τα γαϊδουράκια πέτρες και άμμο. Έκοβε δοκάρια, γιατί του χρειαζόντουσαν να τα κάνει σκαλωσιές και στη συνέχεια έφερνε τους μαστόρους. Συνήθως δεν τέλειωνε συνεχόμενα το κτίριο, διότι ή τα χρήματα, ή τα υλικά τελειώνανε και διακόβανε μέχρι να αντλήσουνε «νέες δυνάμες». Ξέρω ένα σπίτι στον Βρασκά που το είχανε αρχίσει μα διακόψανε λόγω ελλείψεως χρημάτων για να συνεχιστεί αργότερα, μα πήρανε τον άνθρωπο και σκοτώθηκε στη Μικρασιατική εκστρατεία όπου το σπίτι δεν τέλειωσε ποτέ. Ξέρω ακόμα ένα σπίτι στου Ασφένδου στα Σκοδαλάκια και ένα στα Νομικιανά που όταν τα είχανε διακόψει ετύχανε κάποια περιστατικά και δεν τελειώσανε. Όμως όταν κάποτε τέλειωνε το κτίριο, το τσιμέντο ήτανε ακριβό στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα και η φτώχεια ήτανε μεγάλη και στα φτωχά χωριά μας τα πιο πολλά σπίτια ήτανε με χωματοστεγές. Ήτανε ελάχιστα με κεραμίδια. Στο δικό μου χωριό ήτανε 4 κεραμιδάτα σπίτια και τσιμεντένια ταράτσα κάναμε πρώτη φορά το 1952.

1.Όλες οι γυναίκες του χωριού με τα σταμνιά κουβαλούσανε το νερό. Έστω και αν η δεξαμενή ήταν ψηλότερα, δεν είχαμε λαστιχένιες σωλήνες να το φέρνομε με απορρόφηση. 2. Τα τσιμέντα. 3. Μετρούνε το τσακίλι. Ένα τενεκέ τσιμέντο, 4 τσακίλι. 4. Τα βαρέλια με το νερό. 5. Μετρούνε την άμμο. Ένα τενεκέ τσιμέντο, δύο άμμο. 6. Μαλάζουνε με τα φτυάρια το τσιμέντο. 7. Αυτός τους βάζει νερό. 8. Από τις σκάλες με τενεκέδες, βγάζανε το υλικό. 9. Δύο άντρες το παίρνανε από τον ώμο τους. 10. Ο μάστορας. Ένα σακί τσιμέντο λέγαμε πως κάνει ένα «μουχτάρι» υλικό.
1.Όλες οι γυναίκες του χωριού με τα σταμνιά κουβαλούσανε το νερό. Έστω και αν η δεξαμενή ήταν ψηλότερα, δεν είχαμε λαστιχένιες σωλήνες να το φέρνομε με απορρόφηση. 2. Τα τσιμέντα. 3. Μετρούνε το τσακίλι. Ένα τενεκέ τσιμέντο, 4 τσακίλι. 4. Τα βαρέλια με το νερό. 5. Μετρούνε την άμμο. Ένα τενεκέ τσιμέντο, δύο άμμο. 6. Μαλάζουνε με τα φτυάρια το τσιμέντο. 7. Αυτός τους βάζει νερό. 8. Από τις σκάλες με τενεκέδες, βγάζανε το υλικό. 9. Δύο άντρες το παίρνανε από τον ώμο τους. 10. Ο μάστορας. Ένα σακί τσιμέντο λέγαμε πως κάνει ένα «μουχτάρι» υλικό.

Για να κάνομε την χωματοστεγή εβάζαμε τα δοκάρια και πάνω στα δοκάρια εβάζαμε μικρότερα ξύλα τα «φιαλώματα» που άγγιζε το ένα με το άλλο και πάνω από τα φιαλώματα πυκνούς θάμνους. Πάνω στους θάμνους εβάζαμε ένα στρώμα χώμα που το λέγαμε «ρόδωμα». Πάνω από το ρόδωμα εβάζαμε ειδικό χώμα που το διαπερνούσε δυσκολέτερα το νερό και που το κουβαλούσαμε συχνά από μακριά. Στα καινούρια σπίτια βοηθούσανε και άλλοι με τα γαϊδουράκια τους. Για να μαρμαρώνει το χώμα είχαμε ένα κύλιντρο περί τα 100 κιλά και τον πηγαινοφέρναμε με τις ώρες στο χώμα. Όποιος δεν είχε κύλιντρο είχε την «κοπάνα», ένα ξύλο περί τα 10 κιλά και μ’ αυτόν χτυπούσαμε το χώμα επίσης με τις ώρες για να μαρμαρώσει. Παρ’ όλες τις προσπάθειές μας, συχνά εκατάφερνε το νερό να περνά και βάζαμε δοχεία να δέχονται τα νερά των σταλαητών για να μην πιάνει όλο το σπίτι.

Μετά τη δεκαετία του 1960 που άρχισε η μετανάστευση, άρχισε η ανάπτυξη της εμπορικής ναυτιλίας, και ήρχοντο εμβάσματα, και εύρισκε κανείς να κάνει ένα μεροκάματο, άρχισε και να βελτιούται το οικονομικό και το βιοτικό επίπεδο, αρχίσαμε και να κάνομε ταράτσες με το τσιμέντο. Δεν ήτανε όμως αμέσως μεγάλη μεταβολή. Με τα γαϊδουράκια κουβαλούσαμε τα τσιμέντα από το σταθμό των αυτοκινήτων. Με τα γαϊδουράκι εφέρναμε την άμμο από τη θάλασσα και τα τσακίλια. Δεν είχαμε ξυλεία για καλούπια μα μαζεύαμε τάβλες από το χωριό μα δεν μας φτάνανε και συχνά εβάζαμε για καλούπι πισσοβάρελα. Δεν είχαμε μπετονιέρες μα εμαλάζαμε τα «μουχτάρια» με τα φτυάρια. Δεν είχαμε αναβατόριο μα εβγάζαμε το υλικό από τις σκάλες με γκαζοτενεκέδες στην ταράτσα. Όταν εγινότανε μια ταράτσα στο χωριό, ήτανε υπόθεση του χωριού. Όλοι οι χωριανοί συμμετείχανε. Άλλοι τα μετρούσανε, άλλοι τα μαλάζανε, άλλοι τα κουβαλούσανε. Οι δε γυναίκες του χωριού ήτανε και αυτές «επιστρατευμένες» με τις στάμνες τους και κουβαλούσανε νερό.

Μετά την εργασία άρχιζε το φαγοπότι και συχνά το γλέντι. Τώρα έχομε αυτοκίνητες μπετονιέρες, αυτοκίνητα αναβατόρια και δε χρειάζεται όλο το χωριό μα φτάνουνε δύο – τρία άτομα για να κάνουνε την ταράτσα.

Η τεχνοτροπία στις οικοδομές των Σφακίων επαρουσίαζε ιδιαιτερότητες. Τις εντόπισε ο τότε νομομηχανικός των Χανίων Κων/νος Λασιθιωτάκης και έγραψε βιβλιαράκι με το τίτλο «Σφακιανά σπίτια». Το μήκος τους ήτανε γύρω στα 12 μέτρα. Το πλάτος τους γύρω στα 6,50 . Στο ύψος τα κάνανε 4 μέτρα, γιατί κάνανε «σοφάδες» στις δύο μεριές πάνω για ύπνο, και κάτω από τους αποθηκευτικούς χώρους. Τους αποθηκευτικούς χώρους, τους χώριζαν με τάβλες τους λέγαμε «μπουλμέδες». Αν δεν βάζαμε τάβλες, κρεμούσαμε σεντόνια σαν παραβάν, για να μην φαίνεται. Τους εξωτερικούς τοίχους κατά μήκος τους λέγαμε «μάκρωνες», κατά πλάτος τους λέγαμε «κούτελα». Εσωτεριά από τη μέση του κούτελου, από την κάθε μεριά άρχιζε ένας τοίχος προς το κέντρον του σπιτιού, μέχρι τρία μέτρα και μετά γύριζε καμάρα που έκλεινε στο ύψος του σπιτιού.

Εκατέρωθεν του μεσότοιχου (που καταλήγει σε καμάρα) είναι οι 4 «σπάλες» που συνήθως τη μια την κάνανε «καμινάδα» (κουζίνα), ενώ οι άλλες τρεις για σοφάδες και αποθηκευτικούς χώρους. Το άνοιγμα της καμάρας ήτανε σαλοτραπεζαρία, και χώρος εκδηλώσεων. Παράθυρα λίγα και μικρά και σε ύψος. Το ανώφλιο της πόρτας συνήθως ημικυκλικό. Αυτό το σχέδιο κυριαρχούσε στα σφακιανά σπίτια, όμως στη Χ. Σφακίων, στο Λουτρό και ακόμα στις Κομητάδες, που είχανε εμπορευόμενους και καραβοκύρηδες, είχανε και αρχοντόσπιτα, όπως στις πόλεις.

Άμα εισέβαλαν και στα Σφακιά τα μηχανήματα, και αφού επήλθε μια κάποια βελτίωση στο οικονομικό επίπεδο εχαλούσανε τα καμαράτα σπίτια, γιατί τα θεωρούσανε «ντεμοντέ» και κάνανε σπίτια με κάμερες και για τον ίδιο λόγο χαλούσανε τα ημικυκλικά ανώφλια και τα κάνανε ίσια.

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Κανάκης Γερωνυμάκης
Γεννήθηκε στην κοινότητα Ασφένδου στις 31 Δεκεμβρίου 1926 και διετέλεσε για πολλά χρόνια γραμματέας της κοινότητας. Έχει συγγράψει πλήθος βιβλίων μέσω των οποίων μαθαίνουμε τα ήθη και τα έθιμα όχι μόνον των Σφακιών αλλά όλης της Κρήτης. Έργα του "Κοινότης Ασφένδου Σφακίων", "Περιπλοκάδια", "η Κρήτη στο πρόσφατο παρελθόν", "Σφακιανή Λαογραφία" κ.α. Τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το έργο του "Περιπλοκάδια" με Α΄έπαινο και το βιβλίο του "Μαντιναδοποιημένες παροιμίες τση Κρήτης" απέσπασε το Β΄έπαινο. | Περισσότερα άρθρα και δημοσιεύσεις μου θα βρείτε εδώ

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

«Φωτιά» και φέτος το χριστουγεννιάτικο τραπέζι: 150 ευρώ για 6 άτομα – Αναλυτικά οι τιμές

Ακόμα πιο «τσουχτερό» αναμένεται φέτος το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, όπως επιβεβαιώνει...

Με επιτυχία η παρουσίαση του παιδικού βιβλίου «Η Ομπρέλα μου»

Μεγάλη επιτυχία σημείωσε η παρουσίαση του παιδικού βιβλίου «Η Ομπρέλα μου»...