Το γεγονός μου έκαμε τεραστίαν εντύπωση, γι’ αυτό και σας το διηγούμαι χωρίς «ψιμύθια».
Καθώς πλησιάζαμε το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» αντελήφθην ένα πολεμικό αεροπλάνο να «πλέει» δίπλα μας.
Ήταν Τουρκικό. Ναι, Τουρκικό της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας.
Ο πιλότος κάποια στιγμή σχεδόν μας έψαυσε με τα πτερά του και όλοι μας διακρίναμε το σύμβολο της ημισελήνου.
Ήταν τόσο κοντά που μπορούσες να διακρίνεις ακόμη και τα χαρακτηριστικά του, αφού έβγαλε την κάσκα του, έτεινε το δεξί του χέρι προς το μέρος μας και έχοντας λυγίσει πλαγίως το μεγάλο του δάχτυλο, μας έκανε εμφανώς μια άσεμνη χειρονομία.
Οι συνεπιβάτες μου έμειναν με ανοιχτό το στόμα.
Μερικοί του στείλαμε πέντε φάσκελα να τα χορτάσει, ενώ άλλοι του φώναζαν δυνατά «Κολοκοτρώνης, Κολοκοτρώνης!»
Μέσα σε λίγα λεπτά ο πιλότος εξαφανίστηκε και εμείς πέσαμε σε περισυλλογή και είπαμε:
Αυτός φανερά δεν ήθελε να παραβιάσει μόνο τον εναέριο χώρο.
Η κυρία Ελένη μια τροφαντή εξηνταπεντάρα, μας αποστόμωσε:
«Δεν είδατε που το παιδί μας χαιρετούσε κουνώντας το μαντήλι;»
Κυρία Ελένη, της λέει θρασύτατος συνεπιβάτης:
«Ο πεινασμένος στον ύπνο του μαντήλια ονειρεύεται».
Ο κύριος Θεμιστοκλής όμως, γνωστός λαθρέμπορος και φοροφυγάς είχε άλλη άποψη:
«Τον είδατε που κουνούσε το δάκτυλο με σημασία;
Αυτός είναι ο χρυσοδάκτυλος».
«Γιατί, κύριε Θεμιστοκλή;» τον ρωτάω.
Διότι μ’ αυτές και μ’ αυτές τις «δαχτυλιές» μας αναγκάζουν οι Σύμμαχοι να αγοράζουμε όπλα.
Έτσι, για να προστατέψουμε την εδαφική μας ακεραιότητα, αλλά και ως άτομα την αξιοπρέπειά μας.
Κύριε Θεμιστοκλή, του λέω, αλλού θάπρεπε να στρέψομε τις μούτζες.
Πού; Με ρώτησε ο Μιστόκλης.
Πού; Μα στους Συμμάχους. Αυτοί είναι που τα κάνουν «πλακάκια».
ΦΩΤΗΣ