Ιούνιος του 1987. Ο 27χρονος φοιτητής της ΑΣΟΕΕ Παναγιώτης Φραντζής σκότωσε και τεμάχισε τη 18ρονη σύζυγό του, Ζωή Γαρμανή. Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της… διαδικασίας σταμάτησε για να κάνει εμετό. Η περιγραφή του σόκαρε ακόμα και τους έμπειρους αξιωματικούς των ανθρωποκτονιών: «Ήμουν σε κακή κατάσταση. Έκανα εμετό όταν την τεμάχιζα και σταματούσα. Ξανάρχιζα. Υπήρχε και μια έντονη μυρωδιά από τα αίματα. Όμως την αγαπώ. Την αγαπώ πολύ».
Στη συνέχεια έβαλε τα κομμάτια της σε σακούλες, τις οποίες πέταξε σε κάδους κοντά στο σπίτι του για να εξαφανίσει τα ίχνη. Τα ξημερώματα, ένας συλλέκτης γραμματοσήμων, ο Κωνσταντίνος Βουζίκας, την ώρα που ψάχνει σε έναν κάδο για γραμματόσημα, ανακαλύπτει την απόλυτη φρίκη μέσα σε μια σακούλα. Σοκαρισμένος ειδοποίησε την αστυνομία, η οποία βρήκε σχεδόν όλα τα κομμάτια εκτός από το κεφάλι, με αποτέλεσμα το θύμα να μην μπορεί να αναγνωριστεί. Μια απόδειξη κρεοπωλείου που βρέθηκε σε μια από τις σακούλες, οδήγησε την αστυνομία στην περιοχή και τελικά στα ίχνη του ζεύγους Φραντζή. Ο δολοφόνος αναγκάστηκε να παραδοθεί στην αστυνομία.
Ο Φραντζής άφησε άφωνο το πανελλήνιο όταν ρωτήθηκε, πως είχε καταφέρει να τεμαχίσει το πτώμα με τόση ακρίβεια: «Δεν είναι ανάγκη να δουλεύω σε κρεοπωλείο για να ξέρω. Είναι πολύ εύκολο. Δεν είναι τίποτα το δύσκολο, αρκεί να σημαδεύεις τις κλειδώσεις».
Κατά την απολογία του ο Φραντζής επέμενε: «Δεν τη σκότωσα. Ήταν ατύχημα. Δέχομαι μόνο την προσβολή νεκρού. Δεν τη στραγγάλισα. Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου που δεν έδειξα ψυχραιμία τη στιγμή που πέθανε η Ζωή. Φονιάς δεν είμαι εγώ και ούτε πρόκειται να γίνω». Η ιατροδικαστική έκθεση όμως, ήταν σαφής. Επρόκειτο για στραγγαλισμό.
Ο Φραντζής κρίθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης κατά πλειοψηφία 5-2. Αυτοί που μειοψήφησαν ζητούσαν αυστηρότερη ποινή και θανατική καταδίκη. Έμεινε στη φυλακή 18 χρόνια. Στο διάστημα αυτό έκανε χρήση της νομοθετικής ρύθμισης περί εκπαιδευτικών αδειών των κρατουμένων και σπούδασε οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ. Aποφυλακίστηκε τον Οκτώβριο του 2005 από τις φυλακές Άγιας Χανίων. Σήμερα θεωρείται ότι επανεντάχθηκε στο κοινωνικό σύνολο.