Μπορεί να είναι ταυτόχρονα μαμούθ και νάνος; Ναι, εφόσον αναφερόμαστε στο κρητικό μαμούθ, στοιχεία για το οποίο εντοπίστηκαν ακριβώς πριν από 110 χρόνια, στην περιοχή των Χανίων. Αρχικά θεωρήθηκε ότι ήταν ένας μικρός, κρητικός ελέφαντας, αλλά οι έρευνες των επιστημόνων του πανεπιστημίου Κρήτης απέδειξαν ότι τα γενετικά του στοιχεία ήταν ίδια με του μαμούθ. Κι από τότε που οι βιολόγοι του μουσείου Φυσικής Ιστορίας του πανεπιστημίου Κρήτης μίλησαν για πρώτη φορά για το κρητικό μαμούθ νάνο, πέρασαν 11 χρόνια. Και τώρα, η συζήτηση στη διεθνή επιστημονική κοινότητα αρχίζει και πάλι γι αυτό το μοναδικό στον κόσμο ¨πυγμαίο” μαμούθ της Κρήτης.
Το μαμούθ νάνος, που είχε ύψος 1,13 μέτρα και βάρος γύρω στα 300 κιλά, ήταν γνωστός από απολιθώματα που ανακαλύφθηκαν το 1907 στη βόρεια Κρήτη και χρονολογήθηκαν στα μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια πριν.
Μέχρι σήμερα, όμως, οι παλαιοντολόγοι πίστευαν ότι επρόκειτο για ελέφαντα-νάνο, παρόμοιο με αυτούς που ζούσαν στην Τήλο, και τον ονόμασαν Elephas creticus.
Το 2005 είχε εκτεθεί μάλιστα ο σκελετός του, όταν ακόμα θεωρείτο νάνος ελέφαντας, πριν δηλαδή την ιστορική έρευνα των επιστημόνων του πανεπιστημίου Κρήτης.
Οι νέες έρευνες
Το θέμα επαναφέρει τώρα η γερμανική ηλεκτρονική σελίδα handelsblatt, η οποία, με βάση τις δηλώσεις των επιστημόνων, σημειώνει ότι το κρητικό μαμούθ έζησε πριν από 700.000 χρόνια και στη μορφή έμοιαζε περισσότερο με ένα μεγάλο πρόβατο παρά με τον πραγματικό γίγαντα των ζώων, το μαμούθ!
Πώς όμως ένα τέτοιο ζώο έφτασε σε ένα νησί, που ήταν μάλιστα απομακρυσμένο από τις περιοχές της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης όπου ζούσε ο γίγαντας ξάδελφός του; Η απάντηση μόνο με εικασίες μπορεί να δοθεί. Ότι, για παράδειγμα, το μαμούθ έφτασε στην Κρήτη κολυμπώντας. Και πιθανώς όταν έφτασε δεν είχε αυτή τη μικρή μορφή. Όμως ο περιορισμός του νησιού και οι περιορισμένες διατροφικές του πηγές, στην πορεία του χρόνου προσάρμοσαν τη μορφή του. Άλλωστε οι επιστήμονες έχουν περιγράψει τον ¨νησιωτικό νανισμό” και για άλλα είδη ζώων.
Στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, γράφει η γερμανική εφημερίδα, υπήρξαν και άλλα είδη μεγάλων ζώων που βρέθηκαν σε μορφή νάνου, όπως ο ελέφαντας της Σικελίας ή της Μάλτας.
Η ιστορική ανακοίνωση των βιολόγων του πανεπιστημίου Κρήτης και του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας
Την ιστορία των μεγάλων θηλαστικών που κυριαρχούσαν επί ελληνικού (και όχι μόνον) εδάφους πολύ πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου ξαναγράφουν έλληνες βιολόγοι του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας και του Πανεπιστημίου της Κρήτης, έγραφε το “Βήμα” τον Ιούνιο του 2006, λίγο μετά τις σχετικές ανακοινώσεις. Τα ευρήματά τους, τα οποία δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «Biology Letters» (ενώ αναδημοσίευση έγινε και στην επιθεώρηση «Nature»), δείχνουν ότι ο νάνος ελέφαντας της Κρήτης δεν ήταν καθόλου ελέφαντας: ήταν μαμούθ! Και μη νομίζετε ότι μαμούθ και νάνος μάς δίνουν οξύμωρο σχήμα. H φυσική επιλογή δρα επί όλων των οργανισμών και όταν η επιβίωση απαιτεί την προσαρμοστική μείωση του σωματικού όγκου, τότε και τα μαμούθ μικραίνουν! Για τη σημασία του ευρήματος, μιλήσαμε με τον δρα Νίκο Πουλακάκη, ο οποίος ηγήθηκε των ερευνών. Από τον ίδιο πληροφορηθήκαμε και την ενδιαφέρουσα ιστορία των μεγάλων θηλαστικών που έζησαν κατά την εποχή της Πλειστοκαίνου (τα τελευταία περίπου δύο εκατομμύρια χρόνια).
Μπορεί το θέμα του βιβλίου (και της ομώνυμης ταινίας) Jurassic Park να παραμένει ακόμη στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, υπάρχουν όμως ορισμένα σημεία που είναι πέρα για πέρα ρεαλιστικά. Παραδείγματος χάριν, οι επιστήμονες μπορούν όντως να εξαγάγουν DNA από απολιθώματα και να το χρησιμοποιήσουν για περαιτέρω πειραματισμό. Βεβαίως το DNA αυτό δεν είναι ακέραιο και δεν θα επέτρεπε την επαναδημιουργία οργανισμών που έχουν εξαφανισθεί, όπως ήθελε η υπόθεση του Jurassic Park. Είναι όμως ικανό να επιτρέψει τη σύγκριση μεταξύ ειδών (συγχρόνων και απολιθωμένων) και να αποσαφηνίσει τις εξελικτικές σχέσεις τους.
Αυτό ακριβώς επεχείρησαν οι έλληνες βιολόγοι και οδηγήθηκαν σε διπλή επιτυχία: αφενός πέτυχαν να εξαγάγουν DNA από απολίθωμα 800.000 ετών (το αρχαιότερο μέχρι στιγμής απολιθωμένο θηλαστικό, εκ του οποίου εξήχθη γενετικό υλικό) και αφετέρου να ξεκαθαρίσουν τις εξελικτικές σχέσεις και την ταυτότητα των νάνων ελεφαντοειδών του παρελθόντος στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου.
Το γεγονός ότι κάποτε έζησαν στην Κρήτη μικρόσωμοι αντιπρόσωποι της οικογένειας των ελεφάντων ήταν γνωστό στους επιστήμονες, οι οποίοι μάλιστα θεωρούσαν ότι επρόκειτο για νάνους ελέφαντες (Elephas creticus). Ετσι αναφέρονται τα απολιθώματα που είχε περιγράψει αμερικανίδα παλαιοντολόγος στις αρχές του περασμένου αιώνα και κανείς δεν διέθετε, έως πρόσφατα, στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η παραπάνω θεώρηση δεν ήταν σωστή. Θέλοντας ωστόσο να την θέσουν κάτω από το «μικροσκόπιο» των συγχρόνων μοριακών τεχνικών, οι ερευνητές του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Κρήτης αναζήτησαν τα απολιθώματα και έκαναν ένα ταξίδι στο παρελθόν, μέσω Ακρωτηρίου Κρήτης. Εκεί, έπειτα από αναζήτηση δύο ημερών (με οδηγούς τις βιβλιογραφικές αναφορές αλλά και τους κατοίκους της περιοχής), ο Γιάννης Πουλακάκης και οι συνεργάτες του εντόπισαν τα απολιθώματα σε συμπαγείς ασβεστολιθικούς βράχους.
Μέρος τού 800.000 ετών απολιθώματος μεταφέρθηκε στο εργαστήριο Μοριακής Συστηματικής και Εξέλιξης του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Κρήτης. Από συνεργάτες του Πανεπιστημίου του Γέιλ στις ΗΠΑ, οι έλληνες βιολόγοι προμηθεύτηκαν τρία ακόμη δείγματα: απολίθωμα ελέφαντα της Τήλου (Elephas sp.), ηλικίας 17.000 ετών, απολίθωμα ελέφαντα της Κύπρου (Elephas cypriotes), ηλικίας 10.000 ετών, και απολίθωμα ενός εξαφανισμένου υποείδους του σύγχρονου ασιατικού ελέφαντα (Elephas maximus asurus) από την περιοχή του Ιράκ, ηλικίας 4.000 ετών. Οπως μπορεί κανείς να φανταστεί, όμως, η διατήρηση ενός οστού επί χιλιάδες χρόνια σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει και διατήρηση του DNA του οστού αυτού. Οι έλληνες ερευνητές δεν είχαν καμία βεβαιότητα ότι θα μπορούσαν να εξαγάγουν γενετικό υλικό από τα δείγματά τους και ιδιαίτερα από εκείνο που εντοπίστηκε στο Ακρωτήρι. Εφαρμόζοντας, όμως, μια πρωτοποριακή τεχνική, η οποία έχει τη δυνατότητα να πολλαπλασιάζει τα ψήγματα DNA που εξάγονται από τα απολιθωμένα δείγματα, η ερευνητική ομάδα κατόρθωσε αυτό που κανείς ως τώρα δεν είχε μπορέσει: απομόνωση DNA από απολίθωμα, ηλικίας 800.000 ετών, σε ποσότητες που να επιτρέπουν την ανάλυσή του.
Οποιος προσπαθεί να πολλαπλασιάσει μόρια DNA, πρέπει να εντοπίσει μια δυναμική ισορροπία στην οποία θα εκτελέσει τον πειραματισμό του: από τη μια, η μέθοδός του πρέπει να είναι αρκούντως ευαίσθητη ώστε να επιτρέψει τον εντοπισμό και πολλαπλασιασμό των μορίων που αναζητούνται και, από την άλλη, να μην είναι τόσο ευαίσθητη ώστε να δημιουργεί ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, οι έλληνες ερευνητές διέτρεχαν τον κίνδυνο να μην μπορέσουν να αυξήσουν επαρκώς το αρχαίο DNA των ελεφαντοειδών που μελετούσαν ή να πολλαπλασιάζουν DNA που δεν προερχόταν από τα δείγματά τους (επιμόλυνση). Προκειμένου να είναι βέβαιοι για το αποτέλεσμα, επανέλαβαν τα πειράματά τους στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Οταν τα αποτελέσματα εμφανίστηκαν να είναι τα ίδια, οι έλληνες βιολόγοι ήταν βέβαιοι ότι η θεωρία που ήθελε την Κρήτη να έχει φιλοξενήσει νάνο ελέφαντα είχε καταρριφθεί!
Να λοιπόν πώς ξαναγράφεται η ιστορία των ελεφαντοειδών, σύμφωνα με τα ευρήματα των ελλήνων βιολόγων: «H ιστορία των ελεφαντοειδών άρχισε πριν από περίπου 5 εκατομμύρια χρόνια κάπου στην Αφρική. Εκεί “γεννήθηκαν” και οι τρεις διαφορετικές γενεαλογικές γραμμές της οικογένειας των ελεφάντων (Elephantidae). H καθεμιά όμως είχε και διαφορετική πορεία. H πρώτη παρέμεινε στην Αφρική και έδωσε γένεση στον σύγχρονο αφρικανικό ελέφαντα (το γένος Loxodonta). H δεύτερη, σε αντίθεση με την πρώτη, μετανάστευσε μέσω της Αραβίας στην Ασία και από εκεί στην Ευρώπη, δίνοντας γένεση στον σύγχρονο ασιατικό ελέφαντα (το γένος Elephas) και πολλά συγγενικά του είδη, τα όποια έχουν σήμερα εξαφανισθεί. H τρίτη γενεαλογική γραμμή, όπως και η δεύτερη, δεν παρέμεινε στην Αφρική, αλλά μετακινήθηκε μέσω του Μαρόκου και της Ιβηρικής Χερσονήσου στην Ευρώπη και από εκεί στη Σιβηρία και στη Βόρεια Αμερική, δίνοντας γένεση στα περίφημα μαμούθ (το γένος Mammuthus), τα οποία εξαφανίστηκαν ολοκληρωτικά από τη Γη, πριν από 10.000 χρόνια. Αντιπρόσωποι, τόσο των ασιατικών ελεφάντων όσο και των μαμούθ, εποίκησαν τα νησιά της Μεσογείου και νανοποιήθηκαν. Εως σήμερα επικρατούσε η άποψη ότι όλα τα ελεφαντοειδή-νάνοι της Μεσογείου έχουν προέλθει από έναν εξαφανισμένο αντιπρόσωπο, συγγενή του σύγχρονου ασιατικού ελέφαντα. Με άλλα λόγια, όλες οι μορφές-νάνου ανήκουν στο γένος Elephas και έχουν προέλθει από την ομώνυμη γενεαλογική μέσω της Ασίας. Το DNA, όμως, του νάνουπροβοσκιδωτού της Κρήτης, προς γενική ομολογουμένως έκπληξη και σε αντίθεση με το DNA της Τήλου και της Κύπρου, ομαδοποιείται όχι με το DNA του γένους Elephas αλλά με μόρια DNA που ανήκουν στα μαμούθ (το είδος Mammuthus meridionalis), ανατρέποντας την καθολικότητα της υπόθεσης και υποδεικνύοντας ότι και τα μαμούθ κολύμπησαν στη Μεσόγειο, εποίκησαν τα νησιά και νανοποιήθηκαν. Συνοψίζοντας τη δική μας πλέον θεωρία, πιστεύουμε ότι τα παλαιά ελεφαντοειδή, όπως αυτά της Κρήτης και πιθανώς της Σαρδηνίας, και κάποιοι αντιπρόσωποι της Σικελίας είναι μαμούθ, ενώ τα πιο νέα σε ηλικία (π.χ. της Τήλου, της Κύπρου) είναι ελέφαντες» υπογραμμίζει ο Νίκος Πουλακάκης.
Πώς ήταν όμως το κρητικό μαμούθ; Ηταν άραγε τριχωτό όπως αυτό της Σιβηρίας; Το δεύτερο ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί με βεβαιότητα, καθώς δεν υπάρχουν τα απαραίτητα στοιχεία. Οσο για το πρώτο, το βέβαιον είναι πως αυτό δεν ήταν τεραστίων διαστάσεων. «Υπακούοντας» στους νόμους της εξέλιξης το μαμούθ μείωσε τον όγκο, καθώς στην Κρήτη δεν είχε εχθρούς (το φαινόμενο ονομάζεται νησιωτισμός). Σύμφωνα δε με τους έλληνες βιολόγους, το μαμούθ έφθασε στο νησί κολυμπώντας και διανύοντας την απόσταση από την Πελοπόννησο! Οπως εξηγεί ο Νίκος Πουλακάκης, αυτό δεν είναι περίεργο: «Και οι σημερινοί ελέφαντες διανύουν κολυμπώντας τεράστιες αποστάσεις. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στη γενικότερη κατασκευή του σώματός τους, η οποία επιτρέπει στο κεφάλι τους να επιπλέει, αλλά και στο γεγονός ότι ακόμη και όταν βυθίσουν το κεφάλι τους μπορούν να χρησιμοποιήσουν την προβοσκίδα τους σαν αναπνευστήρα».