Οι εργαζόμενοι που μετακινούνται εντός της ΕΕ, ή μεταναστεύουν στην ΕΕ, διατρέχουν κίνδυνο να πέσουν θύματα σοβαρής εργασιακής εκμετάλλευσης, σύμφωνα με έκθεση του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (FRA), στην οποία επισημαίνεται ότι ενώ η ΕΕ έχει θεσπίσει νομοθεσία που απαγορεύει συγκεκριμένες μορφές σοβαρής εργασιακής εκμετάλλευσης, τα φαινόμενα αυτά είναι αρκετά συχνά.
Τα πορίσματα της έκθεσης δείχνουν ότι η εγκληματική εργασιακή εκμετάλλευση είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε μια σειρά από κλάδους, όπως κυρίως η γεωργία, οι κατασκευές, τα ξενοδοχεία και οι υπηρεσίες εστίασης, η οικιακή εργασία και η μεταποίηση, καθώς και ότι οι θύτες δεν διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο να διωχθούν ποινικά ή να υποχρεωθούν να αποζημιώσουν τα θύματα.
Παρά τη διαφοροποιημένη γεωγραφική και τομεακή κατανομή τους, οι εργαζόμενοι, που πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης, παρουσιάζουν συχνά σημαντικές ομοιότητες, όπως είναι οι πολύ χαμηλοί μισθοί – μερικές φορές ένα ευρώ την ώρα, ή και λιγότερο – και τα 12ωρα ωράρια εργασίας, για έξι, ή και επτά ημέρες την εβδομάδα. “Η κατάσταση αυτή δεν βλάπτει μόνο τα ίδια τα θύματα, αλλά υπονομεύει γενικότερα τους κανόνες εργασίας”, αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά στην Ελλάδα και το καθεστώς ατιμωρησίας ή μικρών ποινών, που επικρατεί σε τέτοιες υποθέσεις, υπάρχει εκτενής αναφορά στην υπόθεση των 119 μεταναστών από το Μπαγκλαντές που εργάζονταν κάτω από “απάνθρωπες συνθήκες” σε καλλιέργειες φράουλας στη Νέα Μανωλάδα και οι οποίοι δέχτηκαν τα πυρά των εποπτών τους όταν ζήτησαν την καταβολή των 22 ευρώ ανά ημέρα εργασίας που τους είχαν υποσχεθεί. Όπως αναφέρει η έκθεση, οι αρχές αναγνώρισαν ως θύματα εργασιακού trafficking και παραχώρησαν άδεια παραμονής μόνο στους 35 εργάτες που τραυματίστηκαν. Επιπλέον, από τους τέσσερις θύτες που συνελήφθησαν, ένας κρίθηκε ένοχος, με την κατηγορία της πρόκλησης σοβαρής σωματικής βλάβης, ένας κρίθηκε ένοχος για απλή συμμετοχή και δύο αφέθηκαν ελεύθεροι. Ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης αθωώθηκε ομόφωνα από τις κατηγορίες της σοβαρής επίθεσης και του εργασιακού trafficking, όπως αναφέρεται.
Όπως σημειώνει η έκθεση, οι μετανάστες χωρίς άδεια εργασίας, που υφίστανται εργασιακή εκμετάλλευση, συχνά δεν προβαίνουν σε επίσημες καταγγελίες λόγω του φόβου της απέλασης, ενώ ακόμα και εάν προσφύγουν στην αστυνομία συχνά έρχονται αντιμέτωποι με τέτοιου είδους απειλές. Ως παράδειγμα, παρατίθεται η περίπτωση δύο εργατών βουλγαρικής καταγωγής, που εργάζονταν σε βοσκότοπους στην Ελλάδα και κατήγγειλαν τις συνθήκες εργασίας στην αστυνομία. Η αστυνομία έφτασε στον τόπο εργασίας τους, αλλά, λόγω των οικογενειακών σχέσεων που είχαν οι αστυνομικοί με τον αγρότη, απείλησαν τους εργαζόμενους με απέλαση από τη χώρα. Την υπόθεση ανέλαβαν αργότερα οι βουλγαρικές αρχές, όπως αναφέρει η έκθεση.
Ένας ακόμη λόγος που συμβάλλει στη διαίωνιση του φαινομένου σύμφωνα με την έκθεση είναι η έλλειψη μιας ολοκληρωμένης και αποτελεσματικής παρακολούθησης των συνθηκών εργασίας, συχνά λόγω έλλειψης των αναγκαίων πόρων. Ως παράδειγμα σημειώνεται η περίπτωση της τουριστικής βιομηχανίας στην Ελλάδα.
Επιπλέον, η Ελλάδα παρατίθεται ως παράδειγμα και στις περιπτώσεις εργασιακής εκμετάλλευσης σε εταιρίες που συνεργάζονται με το δημόσιο τομέα. Συγκεκριμένα, η έκθεση κάνει αναφορά σε περιστατικό γυναίκας, με καταγωγή από την Γκάνα, που εργαζόταν σε εταιρία καθαρισμού για το δημόσιο τομέα και μόλις παραπονέθηκε για τις συνθήκες εργασίας αναγκάστηκε σε “οικειοθελή παραίτηση”.
Ωστόσο, η έκθεση δεν παραλείπει να αναφερθεί και σε περιστατικό εργασιακής εκμετάλλευσης με θύματα Έλληνες εργαζόμενους σε εταιρία καθαρισμού αλυσίδας εστιατορίων του Βελγίου. Μαζί με άλλους εργαζόμενους από τη Γερμανία, τη Βουλγαρία, τη Μολδαβία, τη Ρουμανία και το Καζακστάν είχαν αναγκαστεί να δουλεύουν με περιορισμένη επαφή με τον έξω κόσμο, για 45 ευρώ την ημέρα, επτά μέρες την εβδομάδα, από τις 7 το πρωί μέχρι τις 10 το βράδυ. Μετά από ανώνυμη καταγγελία ο εργοδότης κατηγορήθηκε για εργασιακό trafficking και άλλα αδικήματα.
Τέλος, η έκθεση αναφέρει ως θετικό σημείο πως η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις τρεις ευρωπαϊκές χώρες όπου οι συνδικαλιστικές οργανώσεις παρέχουν όλο και πιο ενεργά βοήθεια στους εργαζόμενους, όσον αφορά τα εργασιακά τους δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν έχουν άδεια εργασίας. Οι άλλες δύο είναι η Αυστρία και η Ιρλανδία.